Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Τ’ Άη Γιαννιού







Του περιπλανώμενου κήρυκα. Τέτοιος ήταν αυτός. Φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ. Δεν ακούτε; Ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου! Ετοιμάστε το δρόμο να ’ρθεί αυτό που έρχεται!

Η εκπλήρωση των προφητειών του Ησαΐα και του Μαλαχία. Ο αγγελιαφόρος που στάλθηκε προπομπός. Ο ερημίτης. Με την τρίχινη περιβολή από καμήλα και τη ζώνη από δέρμα ζώου. Που ζούσε με ακρίδες και αγριόμελο.

Κοντοσυγγενήδες με τον Ερχόμενο. Του Ιωάννη η μάνα, η Ελισάβετ, ήταν κόρη τής Σοβή. Κι Εκεινού η μάνα, η Μαρία, ήταν κόρη τής Άννας. Ε, η Σοβή και η Άννα, οι δυο γιαγιάδες τους δηλαδή από μάνα, ήσαν αδερφάδες, κόρες και οι δύο του Ματθάν, της φυλής του Λευί. Σημαντικό; Βέβαια! Στους Εβραίους η φυλετική καταγωγή είναι η μάνα – όχι ο πατέρας.

Και ἐγένετο Ἰωάννης βαπτίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Και πηγαίναν σ’ αυτόν όλη η Χώρα της Ιουδαίας κι όλοι οι Ιεροσολυμιώτες οι πάντες και τον βρίσκαν στον ποταμό με την ιλύ και τα κίτρινα τα νερά, στον Ιορδάνη. Ξομολογιώνταν τις αμαρτίες τους κι αυτός τους βάφτιζε. Και καθαρίζονταν. Και αναγεννιώνταν. Και τον ακολουθούσαν και γινόντουσαν μαθητές του.

Και τους έλεγεν αυτός: ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός μου ὀπίσω μου, ούτε να σκύψω να λύσω το λουρί από τα ποδήματά του δεν είμαι ικανός. Ἐγὼ μὲν ἐβάπτισα ὑμᾶς ἐν ὕδατι, αὐτὸς δὲ βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Και δεν άργησε να γίνει: τις ημέρες εκείνες ήλθεν Εκείνος από τη Ναζαρέτ και τον βρήκε τον Ιωάννη στον Ιορδάνη και του ζήτησε να βαπτιστεί. Και σκιστήκαν οι ουρανοί και κατήλθε η περιστερά κι ακούστηκε η φωνή: σὺ εἶ ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός.

Δύσκολοι καιροί τότε. Κι ο Ιωάννης δεν καθόταν καλά. Είχαν εκείνον τον Ρωμαίο, τον Ηρώδη Αντύπα, που ήταν λέει αδελφός τού Φιλίππου και είχε πάρει τη γυναίκα του, του Φιλίππου τη γυναίκα, την Ηρωδιάδα. Κι ο Ιωάννης τού την έλεγε του Ηρώδη: οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου. Οπότε η περί ης ο λόγος Ηρωδιάς τον είχε βάλει στο μάτι τον Ιωάννη και ἤθελεν αὐτὸν ἀποκτεῖναι. Και είχεν αυτή μια κόρη, τη Σαλώμη, κι ήταν λέει χορεύτρια να χάνεις το μυαλό σου η μικρά, κι ένα βράδυ που είχε καλεσμένους ο Ηρώδης Αντύπας όλους τους χιλίαρχους της περιοχής, έγινε ο γνωστός χορός και το γλέντι το τρικούβερτο κι εχόρεψε το κορίτσι κι ο Ηρώδης μεράκλωσε —πες μου τι θες κι εγώ θα σου το κάνω— και τρέχει στη μάνα της η μικρή. Τι να του ζητήσω; Πρασίνισε από τη ζήλια της η μάνα.

–΄Ο,τι θες, σου είπε; Είσαι σίγουρη;
– Μη σώσω, μαμά.
– Α, τον σάτυρο. Α τον γεροτράγο. Αμ θα σ’ τον σιάξω εγώ. Το κεφάλι αυτουνού του βρωμιάρη που μ’ έχει βάλει στο μάτι και θέλει το κακό μου, αυτόν να του πεις. Αυτό το σίχαμα. Το κεφάλι του στο πιάτο.

Δαγκώθηκε ο Ηρώδης, τον άκουγε τον ασκητή και τον λάβαινε υπ’ όψη του, ήταν τίμιος άνθρωπος και ήξερε τι έλεγε, τώρα να τον αποκεφαλίσει; βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, παρακολουθούσε όμως το στράτευμα, τι να έλεγε τώρα; άλλαξα γνώμη; δίνει διαταγή, πάει ο Ιωάννης.

Ο Ιωάννης – η εμπροσθοφυλακή. Η πρώτη απόπειρα. Η προοικονόμηση του Επερχόμενου. Της Άφιξης, της Διδασκαλίας και της Σταύρωσης. Η πρώιμη εκδοχή. Η πρώτη αποστολή.

Το Δώρο Θεού το μεγάλο. Γιοάναν (יוחנן) ή Γιεχόαναν (יהוחנן). Θεόδωρος, ας πούμε. Ή, ο Θεός γενναιόδωρος. Κάπως έτσι. Ιωάννης και Ιωάννα στα Ελληνικά. Και Joannes και Joanna Λατινικά. Κι από ’κεί τον πήρε ο κόσμος όλος και τον αγάπησε, τέτοιο δώρο βουνό. Γιάννης, Γιάννος και Γιάννα, Γιόχαν (Johann) και Γιοχάνες (Johannes), Τζον (John) και Τζόνι (Johnny), Ζαν (Jean) και Ζανέτ (Jeannette), Χουάν (Juan) και Χουανίτα (Juanita), Ζουάου (João) και Ζοάνα (Joana), Σον (Sean) και Σινίντ (Sinead), Χανς (Hans), Γιάνος (János), Ίαν (Ian), Γκιον (Gjon), Γιάνκο (Янко), Ιβάν (Иван) και Ιβάνα (Ивана), αλλά και Άιβαν (Ivan) – θα νυχτώσουμε και δε θα ’χουμε τελειώσει να τα πούμε τα ονόματά του όλα.

Ήταν ο προπομπός. Αφού όταν αργότερα ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς Ἡρῴδης περί του Ιησού, τα ’χασε. Και θάμαξε. Καὶ ἔλεγεν ὅτι Ἰωάννης ὁ βαπτίζων ἐκ νεκρῶν ἠγέρθη. Κι ότι είναι οι δυνάμεις που επέστρεψαν: ὃν ἐγὼ ἀπεκεφάλισα Ἰωάννην, οὗτός ἐστιν· αὐτὸς είναι που ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν και επέστρεψε.

Αυτός. Ο Πρόδρομος.


---------------------------------

Τα αποσπάσματα είναι από το Κατά Μάρκον, 1 και 6.

Το «δώρο βουνό» απ τη μετάφραση του Οιδίποδα του Μίνου Βολανάκη.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...