Στα πισιά, αν κάτι δεν πάει καλά, αν δε γίνεται αυτό που είναι κανονισμένο να γίνεται όταν κάνεις κλικ εδώ ή εκεί, φωνάζεις έναν τεχνικό. Κι αν τα πράματα είναι σκούρα, σου ξηγιέται ένα φόρματ, και πάμε απ’ την αρχή. Νόου πρόμπλεμ.
Με τους ανθρώπους δεν είναι έτσι. Τα πράματα και πολύ πιο εύκολα ξεφεύγουν, και πολύ πιο δύσκολα επανέρχονται. Τα κάνουμε μούσκεμα. Προσθέτουμε και δικά μας νοήματα στα πράγματα και δίνουμε και δικές μας εξηγήσεις. Την ανακατεύουμε την τράπουλα. Οπότε χρειαζόμαστε τους θεωρητικούς μας. Ανθρώπους ικανούς να επεξεργάζονται τα δεδομένα και κάθε φορά να διενεργούν επισκευές στο συλλογικό λογισμικό. Και να επεμβαίνουν. Να υπενθυμίζουν. Να ξεκαθαρίζουν. Και να τσακώνονται, αν χρειαστεί.
Εκείνα τα χρόνια τον είχε πιάσει τον Άρειο μια μανία, καλά και σώνει, να τραβήξει μια ταξινόμηση δικής του εμπνεύσεως: ο Υιός εγεννήθη εκ του Πατρός – άρα ο Πατήρ προηγείται χρονικώς, και επομένως και ιεραρχικώς, και ο Υιός είναι κτίσμα. Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου – τρισυπόστατος θεότης λέμε – τι δεν καταλαβαίνεις; Τέικ ιτ ορ λιβ ιτ. Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα, πράμα ένα, ομοούσιον και αδιαίρετον. Από πάντα και εις τον αιώνα. Τέλος. Έτσι πωλείται αυτό το εμπόρευμα. Μπα σε καλό μας!
Όοοοοχι, εκείνος. Τα δικά του. Δε μπορεί, σου λέει. Ο Πατήρ δεν τον γέννησε; Άρα, για να τον γεννήσει, ο γεννήτωρ προϋπήρχε. Άρα ο Υιός είναι νεότερος του Πατρός.[1]
Λογικό ακούγεται. Φυσικά. Αλλά τι να το κάνεις; Σ’ αυτά τα θέματα, δεν είναι το λογικό που στέκει. Αν το λογικό ψάχνεις, πας και το βρίσκεις στο εργαστήριο. Πειραματικώς. Ή στο δικαστήριο. Ή πας πανεπιστημιακώς. Ή οδικώς. Ή στη Βουλή και στο Δήμο. Ή τραβάς στο πεδίο της μάχης. Όπου θες. Αλλά το δόγμα είναι άλλο πράμα. Απαντά σε άλλα ζητήματα. Πίστευε και μη ερεύνα. Δε θα πει έσο βλαξ. Θα πει ότι το κατάστημα εξυπηρετεί δια της πίστεως. Θα λάβεις αυτό που ρωτάς, μόνο αν πιστέψεις. Αλλιώς πάνε ρώτα αλλού. Ο δρόμος ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα.
Ομοούσιος και αδιαίρετος – αυτό το παράδοξο των τριών εκφάνσεων που συνυπάρχουν από πάντα και για πάντα, είναι η έκφραση στο συμβολικό επίπεδο μιας απάντησης σε ένα ερώτημα. Θες πάρτο, θες άσ’ το. Άμα έρχεσαι και λες, όοοχι, αλλιώς είναι το λογικόν, ε, δεν είσαι εκτός θέματος; Σα να πας κάτω απ’ τον πίνακα του Νταλί και να πεις, όοοοχι, δε γίνεται να είναι λιωμένα τα ρολόγια, να τα ξαναζωγραφίσετε παρακαλώ άλιωτα. Ε, είναι παράλογο να βάζεις σε τάξη έναν ζωγραφικό πίνακα. Και είναι παρανοϊκό να κάνεις διορθώσεις σ’ ένα δόγμα.
Εκτός αν το δόγμα είναι κρατική θρησκεία. Οπότε, δια των αντιρρήσεών σου, στην πραγματικότητα προσπαθείς να εξασφαλίσεις ζωτικό χώρο απέναντι σε μια εξουσία που σε απειλεί. Βλέπεις, εκείνο τον καιρό, πάνω στις θρησκείες χτιζόντουσαν αυτοκρατορίες και πολιτισμοί. Έως ότου βέβαια μας έκοψε να τα ξεχωρίσουμε, τη θρησκεία από την αυτοκρατορία – αλήθεια: τα ’χουμε ξεχωρίσει, έτσι δεν είναι; ή μήπως όχι ακόμη;
Τέλος πάντων η ουσία είναι ότι να βγεις εκείνον τον καιρό να υποστηρίζεις άλλ’ αντ’ άλλων για θρησκευτικά θέματα δημιουργούσε όχι ένα θεωρητικό πρόβλημα, αλλά μάλλον ένα κρατικό ζήτημα. Μπορούσε να διαλυθεί το σύμπαν.
Κι εδώ έρχονταν οι θεωρητικοί. Τέτοιος ήταν ο Μέγας Αθανάσιος. Ο αθάνατος, δηλαδή. Θεωρητικός αλλά και κήρυκας. Εργάτης και στρατιώτης μαζί. Την έδειξε την κλάση του από μικρός. Παίζαν στη γειτονιά πετροπόλεμο, αυτός έπαιζε τον παπά. Έκανε ότι βάφτιζε τ’ άλλα τα παιδιά. Στα 25 είχε χειροτονηθεί διάκονος, στην πόλη του, την Αλεξάνδρεια. Και στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο, στη Νίκαια της Βιθυνίας, ακολούθησε τον Αλέξανδρο, τον επίσκοπο Αλεξανδρείας που τον είχε χειροτονήσει. Ήταν δεν ήταν τριαντάρης. Μαζί με τον Σπυρίδωνα και τον Νικόλαο και άλλους τον έκαναν τον Άρειο με τα κρεμμυδάκια. Άντε ρε από κει, βλαμμένε – τίποτα δεν κατάλαβες. Τρία χρόνια μετά, γινόταν αυτός Επίσκοπος Αλεξανδρείας. Μόλις τριάντα τριών.
Έμεινε Επίσκοπος 46 χρόνια. Και από αυτά, τα 17 τα πέρασε στην εξορία. Διότι η υπόθεση έγινε μαύρο χάλι. Ο Κωνσταντίνος ο Μέγας, που δεν ήταν χριστιανός, ο άνθρωπος, άρχισε να αλληθωρίζει προς Άρειο μεριά. Αμάν πια, σιγά τη διαφορά, σου λέει. Μας πρήξατε. Ε, ξεθάρρεψαν και οι αρειανιστές Επίσκοποι, την πέσαν στον Αθανάσιο. Δε ντρέπεσαι ρε που τα βάζεις με τον άνθρωπο, τι σου έκανε, μια χαρά τα λέει. Ο Αθανάσιος επέμεινε, και το παιγνίδι χόντρυνε. Τρέξαν οι άλλοι στον Αυτοκράτορα.
– Βάζει έξτρα φόρους υπέρ της εκκλησίας, Μεγαλειότατε.
– Επίσης ασκεί μαγεία. Το ξέρατε αυτό Μεγαλειότατε; Άκρως επικίνδυνος.
– Αμ να ήταν αυτά μόνον, Μεγαλειότατε! Αυτός καλέ είναι πόρνος. Ορίστε οι σχετικές φωτογραφίες – δείτε και μόνος σας.
Τα γνωστά. Πάντα έτσι παίζονταν αυτά τα παιγνίδια. Ο Κωνσταντίνος επιχείρησε να τα συμμαζέψει, στο μεταξύ ανέλαβαν οι γιοι του, ο Κωνσταντίνος Β΄ και ο Κωνστάντιος Β΄, γίναν Σύνοδοι, μπήκαν στο παιγνίδι στρατός, τον φυγάδευσαν μοναχοί και παρθένες, αυτός έγραφε ακατάπαυστα όσο τον κυνηγούσαν, αυτοκράτωρ γίνεται ο Παραβάτης, περιέργως πάνε να τα ψιλοβρούν με τον Αθανάσιο, εκδηλώνεται όμως ο Αυτοκράτωρ πανθεϊστικώς οπότε μουλαρώνει και ο δικός μας μονοθεϊστικώς – άντε πάλι εξορία – το σώσε έγινε. Μέχρι που τον ανεκάλεσε οριστικά ο Ουαλεντινιανός Α΄ – όχι πως τον ηράσθη, τον Αθανάσιο ή τις ιδέες του —αρειανιστής ήταν ο Αυτοκράτωρ— απλώς φοβήθηκε μην ξεσηκωθεί όλη η Αλεξάνδρεια που στο μεταξύ τον είχε αγαπήσει τον παππούλη και τον αισθανόταν δικό της άνθρωπο.
Ο οποίος παππούλης παρέμεινε έκτοτε στην Επισκοπή. Εν ειρήνη. Με τη βαθιά του αντίληψη για τη νέα θρησκεία. Πάνω στην οποία – και στα κείμενά του – ούτε ο ίδιος ξέρει τι έγραψε – ποταμός αστείρευτος – πατάει σε μεγάλο βαθμό η Εκκλησία. Στῦλος γέγονας Ὀρθοδοξίας, θείοις δόγμασιν ὑποστηρίζων. Και τον γιορτάζει την αύριο του πνευματικού του πατέρα, του Μεγάλου Αντωνίου.
Σιμά κοντά τούς δύο. Πιθανότατα για να σηματοδοτήσει δύο πολύ σημαντικούς πυλώνες της, την ασκητική και τη μελέτη.
Ωραίο, γλαφυρό, συνοπτικό και πολύ ακριβές.
ΑπάντησηΔιαγραφή