Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Οι Τρεις









Αν, από τη βόρεια μύτη τής Κύπρου, χαράξεις μια γραμμή βορειοανατολικά, καμμιά εικοσιπενταριά μοίρες, μια ευθεία γραμμή που να βγαίνει στην Κολχίδα, ας πούμε, στη σημερινή Γεωργία —Κολχέτι λέγεται, კოლხეთი— ε, αυτή η γραμμή θα περάσει λίγο έξω απ’ τ’ Άδανα μέσα από την Καππαδοκία, αφήνοντας νοτιοδυτικά της την Κιλικία, και ανατολικά της την Κομμαγηνή και τα Σαμόσατα. Και τον Ευφράτη.

Κατπατούκα. Έτσι λεγόταν. Αρχαίο μέρος. Την κατοικούσαν πάντα Ινδοευρωπαίοι. Πρώτοι οι Χετταίοι. Ύστερα οι Πέρσες. Για πολλά χρόνια. Και κατόπιν μπήκαν στην εξίσωση οι Έλληνες. Που γι’ αυτούς δεν υπήρχαν γλώσσες και γλωσσικές συγγένειες. Η γλώσσα τους ήταν και Kultursprache, γλώσσα πολιτισμού, αλλά και lingua franca, γλώσσα συναλλαγής. Οπότε ή την μιλούσες ή κακό της κεφαλής σου. Κατπατούκα; Όχι βέβαια. Καππαδοκία! Καππαδοκία, Καππάδοξ, Καππαδόκης – όποιου τ’ αρέσει.

Οι βόλτες του Μεγαλέξαντρου επί Ασιατικού εδάφους, άφησαν το μέρος σπαρμένο από φαντάρους, στρατηγούς, ερωμένες, ζευγάρια, κουτσούβελα, εγγόνια και δισέγγονα. Και μετά τον Σέλευκο και τον Ευμένη, τα γκέμια στην περιοχή πήραν Πέρσες πρίγκιπες. Οι Αριαραθίδες. Κι ένας Αριάμνης, Πέρσης κι αυτός. Που όμως αρχίσαν και παίρναν Ελληνίδες πριγκιποπούλες από τα γειτονικά βασίλεια.

– Τι όμορφη που είστε!
– Αχ, βρίσκετε;
– Το Βασίλειο πιο κάτω δικό μου είναι. Δεν πάμε για καφέ;
– Καλέ, τι θα πει ο μπαμπάς;

Ο μπαμπάς δεν έλεγε τίποτε, αν δεν τα είχε προκαλέσει κι όλας. Κι όλα πηγαίναν κατ’ ευχήν. Η Στρατονίκη, ας πούμε, η γυναίκα του Αριαράθη Γ΄, ήταν κόρη του Αντίοχου Β΄. Και γιος της ήταν ο Αριαράθης Δ΄. Πέρσης διάδοχος με Ελληνίδα μαμά. Μιλάμε για μπέρδεμα. Άκρη δεν έβγαινε. Ήρθαν ένα ωραίο πρωί οι Ρωμαίοι και δεν πιστεύαν αυτά που βλέπαν.

– Τι ’ν’ αυτός εδώ ο αχταρμάς, ρε παιδιά;
– Ε, έτσι το ’χουμε εμείς εδώ.
– Καλά. Πάρτε μια αυτονομία και βγάλτε τα μάτια σας μόνοι σας.

Προστριβές, κακό, φιλορωμαίοι Αριοβαρζάνηδες και εν τέλει Ρωμαϊκή επαρχία. Πήχτρα στους Έλληνες, φυσικά. Τελευταίος υποτελής βασιλιάς της ο Αρχέλαος, Έλληνας αυτός. Και στο μεταξύ, πλήθος τα φυντάνια – κάτι μορφωμένοι, γραμματιζούμενοι, γιατροί, φιλόσοφοι – όλοι της Ελληνικής παιδείας – τι άλλο. Που μέσα στον 1ο αι. μ.Χ. είχαν γίνει και Χριστιανοί.

Από κει λοιπόν οι Τρεις Καππαδόκες: οι δύο Ιεράρχες, ο Βασίλειος από την Καισάρεια (Kayseri) και ο Γρηγόριος από τη Ναζιανζό (κοντά στο Nenezigözü), και ο Γρηγόριος ο Νύσσης (Harmandalı). Βασίλειος και Γρηγόριος ο Νύσσης, αδέλφια. Και με τον έτερο Γρηγόριο, τον Θεολόγο, κολλητοί. Που ήταν κολλητός, ο Θεολόγος τώρα, με τον Ιουλιανό. Τον Αυτοκράτορα. Τον Παραβάτη. Τέλος πάντων, όχι ακριβώς κολλητός. Αλλά ήσαν συμφοιτητές στην Αθήνα. Ιουλιανός, Βασίλειος ο Μέγας και Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός. Διπλανά θρανία.

Που το είχε τραβήξει το σχοινί. Ο Παραβάτης, λέμε τώρα. Γιατί εκεί που ο Κωνσταντίνος και οι υιοί το πηγαίναν κανονικά με τη νέα θρησκεία, και συνεννοήσιμοι και όλα καλά, ο ξάδελφός τους, ο Παραβάτης τον έπιανε μια δυσφορία.

– Είναι απατεώνες.
– Εντάξει, Μεγαλειότατε. Παπάδες είναι. Μην το κάνουμε θέμα.
– Όχι. Είναι ψεύτες. Θρησκεία για απαίδευτους είναι αυτή. Εδώ μια ζωή παιδεία και πάλι αδούλευτος είσαι, κι αυτοί σου λένε εν βάπτισμα κι όλα καλά. Τρίχες κατσαρές. Την αγραμματοσύνη τους και την τύφλα τους.
– Ε, εντάξει τώρα. Είναι το νέο στιλ. Πώς κάνετε έτσι και σεις.
– Αμ, θα στους φτιάξω εγώ.

Και ξυπνάει ένα πρωί και τραβάει ένα διάταγμα, άστα να πάνε. Δάσκαλοι και καθηγητές πρέπει να είναι εξέχοντες, στον χαρακτήρα και στην ευφράδεια, λέει. Μάλιστα. Αλλά εξέχοντες στον χαρακτήρα εννοούσε, βέβαια, να μην είναι Χριστιανοί. Γιατί ο Χριστιανός δεν είναι εξέχων χαρακτήρας. Απατεώνας είναι. Διπρόσωπος. Και ν’ αφήσουν την Ιλιάδα και να μην ακουμπούν τους Συγγραφείς. Αν θέλουν, ας διδάσκουν Μάρκο και Λουκά. Τι τον χρειάζονται τον Όμηρο; Ας πάνε στις εκκλησίες τους κι εκεί να μελετούν τα Ευαγγέλιά τους. Ας πάνε όπου θέλουν. Αλλά μακριά από τα σχολεία και τα Πανεπιστήμια της Αυτοκρατορίας.

Λογικό ακούγεται. Πώς, κύριε, θα διδάξεις Όμηρο αφού τον λες ειδωλολάτρη; Τι θα διδάξεις στους φοιτητές σου; Την κριτική σου;

Λογικό. Έλα όμως που δε στέκει έτσι. Οι κλασικοί συγγραφείς ήταν η παιδεία όλων. Σχολιασμένοι, ασχολίαστοι – από πού θα μαθαίναν ποίηση και ρητορική και φιλοσοφία οι φοιτητές; Από πού θα μαθαίναν γλώσσα, αν όχι από τους αρχαίους; Και νομικά και ιστορία; Αυτοί ήταν η εγκύκλιος παιδεία. Άρα την εγκύκλιο παιδεία θα τη μαθαίνουν μόνο όσοι θέλουν να γίνουν Εθνικοί; Όχι οι Χριστιανοί; Μπαίνει δηλαδή ξαφνικά πρόσημο στην εγκύκλιο παιδεία. Οι Χριστιανοί ας βολεύονται με τα Ευαγγέλιά τους, κι όποιος θέλει να σπουδάσει κλασικούς, να ξέρει ότι μια μέρα θα θυσιάσει στον Δία. Υποχρεωτικώς. Διότι αυτός είναι ο λόγος για να σπουδάζεις Όμηρο. Να θυσιάζεις στον Δία. Και όχι για να μετέχεις της ημετέρας παιδείας.

Φάουλ. Προσπαθείς να προφυλάξεις εκείνο το πνεύμα από την χριστιανική κριτική. Καλώς. Αλλά του δίνεις χαρακτήρα μικρότερο από τον οικουμενικό που έχει. Το συρρικνώνεις. Και στο καπάκι βγάζεις και το διάταγμα να ξανανοίξουν οι αρχαίοι ναοί και να επανακτήσουν τις περιουσίες τους. Και μαζί, λες και φροντίζεις γενικώς για τον θρησκευτικό πλουραλισμό, ορίζεις να επανέλθουν και οι Επίσκοποι που είχαν εξοριστεί με εκκλησιαστικά διατάγματα. Πολύ ανεξίθρησκο ακούγεται. Πολύ κορέκτ. Αλλά ξέρεις τι θα γίνει όταν αυτοί που έχουν διωχθεί για δογματικούς λόγους επανέλθουν στις θέσεις τους – δεν ξέρεις; Ξέρεις: μπάχαλο. Φταίγαν μετά οι Χριστιανοί που σου καταλογίσαν ότι το ’κανες ακριβώς για να τους διαλύσεις;

Δύσκολη άσκηση έβαλε ο Παραβάτης. Πολύς κόσμος πλακώσαν να τη λύσουν – μεταξύ τους και οι Τρεις Καππαδόκες: πώς να ισορροπήσεις σ’ έναν κόσμο που σε πάει για πνευματικό απόρριμμα. Τέρατα μορφώσεως και οι τρεις. Λαμπροί ρήτορες και μεγάλα μυαλά. Ο Ναζιανζηνός έγραφε, όλη του τη ζωή. Τι στίχους, τι παραβολές, τι στηλιτευτικούς κατά του Ιουλιανού, τι στον καημένο τον δικό του τον πατέρα, που είχανε και τεντωμένη σχέση, τι φιλοσοφικά, τι θεολογικά, τι εις εαυτόν. Ποιητής μεγάλος και καλλιτέχνης. Κι ο συνονόματος φίλος του, ο Νύσσης, τα ίδια. Φιλόσοφος μάλλον παρά θεολόγος αυτός, ξεδιάλυνε και καθόρισε έννοιες στηρίγματα για τους ερχόμενους να βασίσουν το έργο τους. Και ο Βασίλειος —ναι, αυτός που τον κάναμε κόπι πέιστ και μια εκδοχή του τη γιορτάζουμε και σαν Άη Βασίλη— αυτός πια ήταν ένας από τους σημαντικότερους θεολόγους, θαυμαστής τού Ωριγένη, πολέμιος του Αρείου, μέγας φιλόσοφος, βαθύς γνώστης της ελληνικής παιδείας και σπουδαίος νομικός.

Ένα πράμα και οι Τρεις Καππαδόκες: σαν ν’ απαντούσαν στον Ιουλιανό και στις λογικές του. Που δεν ήταν μόνο δικές του. Ήταν και λογικές ενός μέρους της Αυτοκρατορίας που ακόμη δοκιμαζόταν από τους κραδασμούς που έφερνε η μετάβαση στη νέα πραγματικότητα. Είναι ίσως από τους πιο σοβαρούς διανοούμενους που διατήρησαν οι ίδιοι και πέρασαν την ελληνική πνευματική κληρονομιά στον νέο κόσμο που οικοδομείτο. Την πέρασαν και την νομιμοποίησαν. Πρόσφεραν τα όπλα και τα επιχειρήματα για να τη μελετήσουν και οι επερχόμενοι. Ότι, ναι, οι αρχαίοι δεν προσφέρουν θρησκευτική εκπαίδευση. Και λοιπόν; Έχουμε το κατηχητικό για τη θρησκευτική εκπαίδευση. Δουλειά των αρχαίων είναι να προσφέρουν παιδεία.

Ερωτευμένοι με τα γράμματα και οι τρεις. Εντάξει, τα λουλούδια έχουν αγκάθια. Αλλά μπορεί κανείς να μάθει να μην τραυματίζεται. Και να μην αποθαρρύνεται. Και μπορεί να μάθει να ξεχωρίζει τι του είναι χρήσιμο και τι όχι. Κι αυτό να παίρνει. Κι ό,τι δεν του κάνει, να το αφήνει στην άκρη.

Στάση απέναντι σε κάθε ανάλογο πρόβλημα παιδείας: απ’ όλα τα πλάσματα που μπορούν να δουν και να μυρίσουν λουλούδια, οι μέλισσες μπορούν και να τρυγήσουν το νέκταρ, έγραφε ο Βασίλειος.

Ο Μέγας.




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.