Μηλωτή λέγεται η προβιά. Αρχαία λέξη. Από το «μῆλον», που, στ’ αρχαία ελληνικά θα πει «πρόβατο».
Από μια μηλωτή λοιπόν κληροδότησε ο Μέγας Αντώνιος στους δύο μαθητές του, τον Μεγάλο Αθανάσιο και τον Σεραπίωνα.
Κοιμήθηκε το 356, στα 105 του. Έζησε και είδε και άκουσε. Είδε τους πλούσιους γονείς του να πεθαίνουν όταν ήταν μόλις είκοσι χρονών. Πρόλαβε τον Διοκλητιανό, τον Μαξιμίνο και τους διωγμούς. Και τον Μεγάλο Κωνσταντίνο και τον Μαξιμιανό. Και το Διάταγμα των Μεδιολάνων – της ανεξιθρησκίας και της θρησκευτικής ελευθερίας, όπου, μεταξύ άλλων, ο Χριστιανισμός γινόταν ελεύθερος και νόμιμος για τους Ρωμαίους πολίτες. Σημαντικό. Γιατί τότε, όλοι Ρωμαίοι πολίτες ήταν.
Τόσοι αυτοκράτορες. Και τους έδωσε και συμβουλές. Ο Κωνσταντίνος και οι γυοί του τον ρωτούσαν συχνά. Ο Κωνσταντίνος Β΄ και ο Κωνστάντιος Β΄. Τότε Κράτος και Εκκλησία δεν ξεχώριζαν. Ο Αυτοκράτωρ ήταν ελέω Θεού Βασιλεύς. Και τα θέματα, τα διοικητικά και τα νομοθετικά, ήταν και θρησκευτικά. Η σκέψη του Αριστοτέλη δεν έλεγε κάτι για τη διαχείριση των αυτοκρατοριών. Πολλές ομάδες με διαφορετικές μεταξύ τους γλώσσες και καταγωγές, όλες μαζί ενωμένες κάτω από ένα σκήπτρο. Αχταρμάς. Κι ο Μοντεσκιέ θα γεννιόταν πολλούς αιώνες αργότερα, όταν πια όλα θα είχαν αλλάξει.
Τον συμβουλεύονταν και τον λάμβαναν υπ’ όψη, γιατί ο Αντώνιος δεν ήταν του κόσμου τούτου. Ήταν αναχωρητής. Απ’ όταν πέθαναν οι δικοί του αποσύρθηκε σε σπήλαιο στην έρημο. Για εικοσιπέντε χρόνια. Από τις τοπικές εκκλησίες συνέρρεαν οι πιστοί να γίνουν μαθητές του. Να ασκητεύσουν κι αυτοί. Κι όταν παράγινε το πράμα και γέμισε ο τόπος φερέλπιδες μιμητές, τα μάζεψε. Άλλαξε κρυψώνα. Να μην τον βρίσκουν και του ταράζουν τη σκέψη.
Αντώνιος. Antonius. Ίσως και Ετρουσκικό. Κανείς δεν ξέρει. Ούτε κανείς ξέρει τι πάει να πει. Ο Μάρκος Αντώνιος, αυτός που ηράσθη σφόδρα την Κλεοπάτρα, έλεγε ότι η σπορά ερχόταν από πολύ παλιά. Ότι οι Αντώνιοι, που ήταν σπουδαίο Ρωμαϊκό σόι, με πατρίκιους αλλά και με πληβείους, κατάγονταν λέει από τον Άντωνα, έναν από τους γιους του Ηρακλή. Κι ύστερα σπάρθηκαν παντού στον κόσμο —Αντώνιοι, Αντώνηδες, Άντονι, Άντον, Αντωνίες, Άντε, Νταντόν, Τόνι, Τόνιες— τον ασυμμάζευτο.
Τέτοιο όνομα, σπουδαίο, είχε ο Μέγας μας. Όνομα σπουδαίο και σπουδαίο Πειρασμό. Που τον επισκέφθηκε στην έρημο της Αιγύπτου και τον ταλάνισε. Μάλιστα δεν τον είδε μόνο αυτός. Τα καθέκαστα τα γνώριζε και ο Μέγας Αθανάσιος. Και τα μαρτυρούν και όλοι οι ζωγράφοι, ήδη από τον δέκατο αιώνα – όλοι το είδαν και το ζωγράφισαν το βάσανο, τι ακριβώς πέρασε ο Αντώνιος. Κι όλα τα βιβλία είχαν από μια ξυλογραφία με τα τέρατα και τα σημεία. Κι οι μεταγενέστεροι, οι πάντες όλοι, απ’ τον Σόνγκαουερ και τον Μπος μέχρι τον Νταλί και τον Ερνστ. Κι όχι μόνο ζωγράφοι. Κι ο Φλομπέρ, κι αυτός έγραψε για τον Πειρασμό – το θεωρούσε το αριστούργημά του.
Όλοι τον είδαν κι όλοι ξέραν να τον ζωγραφίσουν. Όλοι κατάλαβαν. Εντός κατοικεί ο Πειρασμός. Είναι δικός. Γέννημα θρέμμα. Φτιαγμένος από δικά μας υλικά – του καθενός. Αστείος για τους άλλους και τρομερός για τον ίδιο. Δυνατότερος από μας, αφού είναι... εμείς.
Αυτόν τον Πειρασμό αντιμετώπισε ο Αντώνιος. Τον εαυτόν. Και τον διαχειρίστηκε. Τα κανόνισε. Το ρύθμισε. Ο πατέρας των ασκητών και των μοναχών.
Κι εκτός από τη μηλωτή, πριν κοιμηθεί, κληροδότησε στον Σεραπίωνα και τον Αθανάσιο κι έναν χιτώνα. Εξ αδιαιρέτου. Να τον κάνουν ό,τι νομίζουν εκείνοι.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου