Θα πει ότι είναι οι μανάδες και οι μπαμπάδες όσων είμαστε από σαράντα ώς εξήντα πέντε. Εντάξει. Χοντρά. Δηλαδή, όταν μας κάναν, ήσαν, πάλι χοντρά, από εικοσάρηδες ώς σαρανταπεντάρηδες. Εκεί μέσα.
Δηλαδή οι μαμάδες και οι μπαμπάδες όσων σήμερα είμαστε διευθυντές, παραδιευθυντές, αρχηγοί και αρχηγίσκοι, γενικοί γραμματείς, βουλευτές, επαγγελματίες με βάση – τέλος πάντων ο ήδη αφρός – ή έστω στο παρακάτι για αφρός. Έχουμε παντρευτεί, έχουμε παιδί, παιδιά, ό,τι έκατσε, έχουμε το δρόμο μας – κάποιοι έχουν αρχίσει να κοιτάν και τη σύνταξη.
Είχαμε θέματα. Μ’ αυτούς που είναι σήμερα παππούδες και γιαγιάδες. Καυγάδες, νεύρα – ξύλο... Κάντε ησυχία κοιμάμαι. Να ρωτήσετε τη μαμά σας. Από πού κι ως πού έγινε μαμά μας ρε; Δικιά σου γυναίκα, δεν ήταν; Στενοχωρήσατε τον μπαμπά σας. Άι μωρή – όταν καλοπερνάτε, καλοπερνάτε. Όταν φτάνει ο κόμπος στο χτένι, τότε δεν είναι ο αποτέτοιος ο δικός σου και γίνεται ο μπαμπάς ο δικός μας. Γιώργο πες τους! Ο μπαμπάς σε ρόλο χωροφύλακα και η μαμά ως καταγγέλλουσα αρχή. Δεν ξέρω πώς θα το πάρει η μάνα σας αυτό! Ρε άντ’ από κει, με τις απειλές σου. Να την πιάσεις απ’ το μαλλί και να της το ξεκόψεις, έτσι να το πάρει, και να μην πει κιχ. Διάβασες; Διάβασα. Ψέματα λες. Εμ τότε τι με ρωτάς; Για να λέω ψέματα και να εκτίθεμαι; Και να βγαίνεις από πάνω; Τι βαθμό πήρες; Τάδε. Οι άλλοι τι πήραν; Βλέπεις τι είσαι; Αυτό σε νοιάζει, τι πήραν οι άλλοι. Χέστηκες εγώ τι πήρα και πώς, και τι θα το κάνω αυτό που πήρα. Οι άλλοι σε νοιάζει. Τη Φρόσω αγαπώ και θέλω να την πάρω. Καλά. Έλα να μας το πεις σε λίγα χρόνια. Ύπουλο. Σε λίγα χρόνια δε θα τη θέλω και τότε θα μου πείτε, τα ’δες που στα ’λεγα; Θέλω να γίνω οδηγός στα τρένα. Γιατρίνα δεν είπες ότι θες να γίνεις; Είπα γιατρίνα γιατί γιατρίνα γουστάρατε κι εγώ ήθελα να μ’ αγαπάτε, αλλά εγώ δε θέλω να γίνω γιατρίνα. Δεν ξέρεις να το πεις αυτό. Και πώς θα ζήσεις σαν οδηγός στα τρένα; Αφού μ’ αρέσει, θα ζήσω. Ούτε αυτό ξέρεις να το πεις. Και πας στα τυφλά. Ψάχνονται κι εκείνοι – χέσε μέσα Πολυχρόνη.
Τα πρέπει και δεν πρέπει. Να είσαι έτσι, να είσαι αλλιώς, να κάνεις τούτο κι εκείνο, κι αυτά να μην κάνεις. Τα μη που πρακτικά είναι λίστα με φοβίες. Και γιατί να κάνω αυτό και να μην κάνω το άλλο; ρωτάς εσύ. Έτσι. Τι έτσι; Κι εδώ αρχίζει η ποικιλία: ο γρήγορος έλεγε γιατί έτσι που σου λέω, κι ο κουλτουριάρης ξεκινούσε μια ανάλυση που έμπαζε από παντού. Ούτε για Έκθεση Δευτέρας Λυκείου. Τι λυρισμός, τι καταστροφολογία, τι καλοί και κακοί – χίλιες φορές καλύτερα να σου το ξέκοβε παρά να το τρως στη μάπα, κι ύστερα να τρως την υπόλοιπη ζωή σου να αποτοξινωθείς – άντε μετά να μάθεις εξ αρχής περί συλλογισμού, ελέγχου και συμπεράσματος.
Καλή είναι; Εμ καλή είναι, τι είναι. Τι δουλειά κάνει ο πατέρας της; Βλέπεις που είσαι καργιόλης; Τι σε νοιάζει εσένα τι δουλειά κάνει ο πατέρας της, ρε; Εγώ τη γουστάρω και τη θέλω. Μάνα είναι ο καλύτερος. Πού το ξέρεις; Μάνα είσαι ηλίθια, σου λέω είναι ο καλύτερος. Δε μπορούσες να το ξεστομίσεις αυτό – μάνα είσαι ηλίθια. Κι αυτό το πού το ξέρεις, πήγαινε και καρφωνότανε εκεί, στο βάθος. Κι έβγαζε καρπούς. Αργά η γρήγορα. Μωρέ λες; Και το ’χε πει η πουτάνα η μάνα μου! Το ’χε πει! Πού το ξέρεις, με είχε ρωτήσει! Αχ ρε μάνα!
Κι αυτά τα πενήντα ευρώ για τον Βασιλάκη. Ευχαριστούμε μητέρα. Του τα δώσατε; Μάλιστα, μητέρα. Βασιλάκη, πήρες, παιδί μου τα πενήντα ευρώ που έδωσα στον μπαμπά σου;
Βλέπεις τι σκατή που είσαι; Δε σε νοιάζει να πάνε πενήντα ευρώ στο παιδί. Όχι. Σε νοιάζει να μάθει ότι είναι από σένα. Θες να σου χρωστάει το παιδί. Όπως ήθελες να σου χρωστάνε τα παιδιά σου, τώρα θέλεις να σου χρωστάει το παιδί των παιδιών σου. Ντίβα. Πρωταγωνίστρια. Αυτό σε νοιάζει. Να σ’ αγαπάει και να σου χρωστάει. Ε, ρε σανίδα βρεμένη. Ε, ρε, σανίδα.
Μέχρι ν’ αρχίσει να βαράει το καμπανάκι. Δε μπορώ, παιδί μου. Τι δε μπορείς ρε πατέρα; Δε μπορώ εγώ ν’ ανέβω. Αφήστε με εδώ και πάρτε με στο γυρισμό – θα πάρω μια γκαζόζα. Όχι ρε πούστη μου. Τι πάει να πει δε μπορείς. Απ’ τη μια σκέφτεσαι επιτέλους καργιόλη δε μπορείς κι απ’ την άλλη σε πιάνει ένα μάγκωμα γαμώ το κεφάλι μου. Τι δε μπορείς. Να μπορέσεις. Αμ δε μπορεί. Στ’ αλήθεια.
Με γεια παιδί μου το αυτοκίνητο. Πότε πήραμε καινούριο αυτοκίνητο ρε μάνα; Και τότε τη βλέπεις και δαγκώνεται. Σα μαθητριούλα που είπε τη λάθος ατάκα και πιάστηκε. Εμ, το ξέρω, σου λέει. Τι, δεν το ξέρω; Και σε κοιτάει με τις ματάρες της να καταλάβει πόσα κατάλαβες και πόσο σοβαρό είναι. Κι εσύ ξέρεις τι είναι. Φυσικά και δεν πήρατε αυτοκίνητο. Γύρευε από πού ξέθαψε το καινούριο το αυτοκίνητο και το αμόλησε. Ούτε ξέρει τι λέει. Ξέρει όμως ότι αυτό είναι κακό σημάδι.
Εντάξει. Υπάρχουν και οι Οίκοι. Πώς το ’χουμε οι άνθρωποι και κάνουμε τον σπαραγμό καθαρεύουσα! Οίκοι! Κι όλα καλά! Θα την πάμε σ’ έναν Οίκο – καλέ έχουν την καλύτερη μεταχείριση. Και να σας πω και κάτι; Χειρότερα θα ’ταν σπίτι. Ποιος να την κοιτάξει; Ο Χρήστος φεύγει χαράματα και γυρνάει μεσάνυχτα, ο μεγάλος είναι δεύτερο έτος στην Πάτρα κι εγώ ούτε κομμωτήριο δεν προφταίνω.
Και πηγαίνουμε τις Τρίτες. Ορίστε. Βλέπεις που σου λέω – σιγά μην έπαιζε σκάκι στο σπίτι. Πρώτα πρώτα κανείς μας δεν ξέρει σκάκι. Ενώ εκεί κάνει και πνευματική άσκηση. Ποιος να το ’λεγε. Κασπάροφ θα γίνει στα εβδομήντα οχτώ παρακαλώ.
Μέχρι μια μέρα να χτυπήσει το τηλέφωνο. Εσείς τι είστε; Συγγενής; Ωραία, θα μας φέρετε αυτά κι εκείνα ώστε να προχωρήσουμε – έχετε κάποιον οικογενειακό τάφο;
Δεν τους εμβολιάζουμε πρώτους πρώτους;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου