Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

長 崎

Αντίθετα απ’ ό,τι θα υπέθετε κανείς, οι Ιάπωνες μιλούν μια γλώσσα που απολύτως καμία σχέση δεν έχει με τα κινέζικα ή άλλες σινοθιβετικές γλώσσες.

Μιλούν ιαπωνικά. Σκέτο. Γλώσσα συγκολλητική που ανήκει στην ιαπωνική γλωσσική οικογένεια, μαζί με τις ριουκιουανές γλώσσες, αυτές που ομιλούνται στα Νησιά Ριουκίου.

Πώς γράφεται, η γλώσσα αυτή;

Εδώ μάς θέλω. Γράφεται με πολλών ειδών γραφές, και μάλιστα με όλες μαζί. Μία από αυτές είναι τα Κάντζι. Θα πει «Χάντζικα», αν μας επιτραπεί ένας εξελληνισμός, δηλαδή τα γράμματα των Χαν της Κίνας. Γράμματα που έφθαναν στην Ιαπωνία σε έγγραφα, σφραγίδες και νομίσματα από την αχανή γειτονική Αυτοκρατορία. Είναι ένα λογογραφικό σύστημα, δηλαδή γράμματα - σχέδια. Αφαιρετικές αναπαραστάσεις που πια δεν παραπέμπουν άμεσα στην αρχική εικόνα. Ιδεογράμματα. Όπως τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά κι όπως τα λογογράμματα της Γραμμικής Α. Αν και παρμένα από τα κινεζικά, στα ιαπωνικά τα κάντζι δεν έχουν πάντα ούτε τον ήχο, ούτε το νόημα που έχουν στα κινεζικά. Έχει απομείνει το γράμμα, μόνο του.

Μια άλλη γραφή είναι η Χιραγκάνα. Δηλαδή το απλό συλλαβάριο. Και μια άλλη η Κατακάνα. Δηλαδή το συλλαβάριο κομματάκια. Από καμιά εβδομηνταπενταριά χαρακτήρες το καθένα, αυτά τα συλλαβάρια έχουν από έναν χαρακτήρα για κάθε συλλαβή, και μαζί και κάποια πρόσθετα. Κα, μα, να, πα κ.λπ. είναι γράμματα. Κε, με, νε, πε κ.λπ., κι αυτά γράμματα. Και πάει λέγοντας. Όπως η δική μας Γραμμική Β.

Κι έχουν κι άλλες γραφές. Τα Ρομάντζι, που είναι λατινικά γράμματα, και βέβαια τα αριθμητικά τους, τα δικά τους αλλά και τα αραβικά.

Και τα χρησιμοποιούν όλα μαζί και ταυτοχρόνως. Στην ίδια φράση κειμένου από μια ιαπωνική εφημερίδα συνδυάζονται Κάντζι, Χιραγκάνα και Κατακάνα.

Και κάποτε μπορεί η ίδια λέξη να πάρει και τις τρεις μορφές. Ένα παράδειγμα:

長 είναι το κάντζι «ναγκα», που θα πει «μακρύς», και 崎 το κάντζι «σακι» που θα πει χερσόνησος, ακρωτήρι. Τα δυο μαζί μάς κάνουν 長崎, ναγκα+σακι. Δηλαδή μακριά χερσόνησος. Ναγκασάκι.

Αλλά μπορώ να το γράψω και με συλλαβογράμματα Χιραγκάνα: な=να, が=γκα, さ=σα και き=κι.

ながさき, Ναγκασάκι.

Καθώς επίσης και με συλλαβογράμματα Κατακάνα: ナ=να, ガ=γκα, サ=σα και キ=κι.

ナガサキ, Ναγκασάκι.

Να ξέραν, ο επισμηναγός Σουέινι και οι σύντροφοί του, όταν άφηναν πίσω τους την Κοκούρα επειδή ήταν πνιγμένη στα σύννεφα, και πετούσαν προς το Ναγκασάκι, να ξέραν άραγε τι θα πει η λέξη και πώς γράφεται;

Ποιος ξέρει. Αυτοί είχαν τον νου τους στη νέφωση. Και το Ναγκασάκι, σκεπασμένο κι αυτό το βρήκαν, ώσπου ο Μπίαν, ο βομβαρδιστής, βρήκε μια τρύπα μέσα από τα σύννεφα.

Ήταν 11:02 το πρωί. Πέμπτη, 9 Αυγούστου 1945.

Να ξέραν; Ποιος ξέρει.








Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...