Σπρέι. Που εκτοξεύεται διασκορπισμένο.
Από το αγγλικό spray, από το μέσο ολλανδικό sprayen, από το πρωτογερμανικό *sprewjan, από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sper-. Που θα πει σκορπίζω, σπέρνω. Απ' όπου και τα δικά μας, το αρχαίο σπείρω (*σπέρjω), κι ύστερα σπέρνω, σπέρμα, σπορά, σπόρος, σπαρτά, καθώς και το αγγλικό spread, σκορπίζω.
Σπρέι πιπεριού, σπρέι μαλλιών, σπρέι σμάλτου, σπρέι προσώπου – δε θα τελειώσουμε.
Κι άμα είναι σπρέι μπογιάς, το πράγμα μπορεί να πάρει ενδιαφέρουσες αποχρώσεις.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου