Αποτομή. Είναι η απότμηση. Η αποκοπή. Να κόψεις και να αποσπάσεις τμήμα ενός συνόλου. Από και τέμνω. Από και κόπτω. Από και σπω. Σπάζω.
Την κεφαλή τού περιπλανώμενου κήρυκα, ας πούμε. Γιατί τέτοιος ήταν αυτός. Φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ. Δεν ακούτε; Ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου! Ετοιμάστε το δρόμο να ’ρθεί αυτό που έρχεται!
Η εκπλήρωση των προφητειών του Ησαΐα και του Μαλαχία. Ο αγγελιαφόρος. Ο ερημίτης. Με την τρίχινη περιβολή από καμήλα και τη ζώνη από δέρμα ζώου. Που ζούσε με ακρίδες και αγριόμελο.
Συνομήλικοι και κοντοσυγγενήδες με τον Ερχόμενο. Έτσι λέει ο Λουκάς. Του Ιωάννη η μάνα, η Ελισάβετ, ήταν κόρη τής Σοβή. Κι Εκεινού η μάνα, η Μαρία, ήταν κόρη τής Άννας. Ε, η Σοβή και η Άννα, οι δυο γιαγιάδες τους δηλαδή από μάνα, ήσαν αδερφάδες, κόρες και οι δύο του Ματθάν, της φυλής του Λευί. Της φυλής των ιερέων, δηλαδή. Σημαντικό; Βέβαια! Στους Εβραίους η φυλετική καταγωγή είναι η μάνα – όχι ο πατέρας.
Και ἐγένετο Ἰωάννης βαπτίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Και πηγαίναν σ’ αυτόν όλη η Χώρα της Ιουδαίας κι όλοι οι Ιεροσολυμιώτες οι πάντες και τον βρίσκαν στον ποταμό με την ιλύ και τα κίτρινα τα νερά, τον Ιορδάνη, και τους έλεγεν αυτός: ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός μου ὀπίσω μου.
Δύσκολοι καιροί τότε. Κι ο Ιωάννης δεν καθόταν στ’ αυγά του. Είχαν εκείνον τον Ρωμαίο, τον Ηρώδη Αντύπα, που ήταν λέει αδελφός τού Φιλίππου και τα είχαν φτιάξει με τη γυναίκα του, ο Ηρώδης με του Φιλίππου τη γυναίκα, την Ηρωδιάδα. Κι ο Ιωάννης τού την έλεγε του Ηρώδη, οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου. Οπότε η περί ης ο λόγος Ηρωδιάς εδώ της καθόταν ο Ιωάννης και ἤθελεν αὐτὸν ἀποκτεῖναι. Και είχεν αυτή μια κόρη, τη Σαλώμη, κι ήταν λέει χορεύτρια να χάνεις το μυαλό σου. Η Σαλώμη. Κι ένα βράδυ που είχε καλεσμένους ο Ηρώδης Αντύπας όλους τους χιλίαρχους της περιοχής, έγινε ο γνωστός χορός και το γλέντι το τρικούβερτο κι εχόρεψε το κορίτσι, κι ο Ηρώδης μεράκλωσε —αμάν, πες μου τι θες κι εγώ θα σου το κάνω— και τρέχει στη μάνα της η μικρή. Τι να του ζητήσω; Πρασίνισε από τη ζήλια της εκείνη.
–΄Ο,τι θες, σου είπε; Έτσι το είπε;
– Μη σώσω, μαμά.
– Α, τον σάτυρο. Α τον γεροτράγο. Αμ θα σ’ τον σιάξω εγώ. Το κεφάλι αυτουνού του βρωμιάρη που μ’ έχει βάλει στο μάτι και θέλει το κακό μου, αυτόν να του πεις. Αυτό το σίχαμα. Το κεφάλι του στο πιάτο.
Δαγκώθηκε ο Ηρώδης. Ο ασκητής ήταν τίμιος άνθρωπος. Βαραίναν τα λόγια του. Κι ο Ηρώδης τον άκουγε και τον λάβαινε υπ’ όψη του. Τώρα να τον αποκεφαλίσει; Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου – της είχε τάξει όμως μπροστά σ’ όλο το στράτευμα, τι να έλεγε τώρα; άλλαξα γνώμη; δίνει διαταγή, πάει ο Ιωάννης.
Ο Ιωάννης – η εμπροσθοφυλακή. Η πρώτη απόπειρα. Η προοικονόμηση του επερχόμενου. Της Άφιξης, της Διδασκαλίας και της Σταύρωσης. Η πρώιμη εκδοχή. Η πρώτη αποστολή.
Το Δώρο Θεού το μεγάλο. Γιοάναν (יוחנן) ή Γιεχόαναν (יהוחנן) στα εβραϊκά. Θεόδωρος, ας πούμε. Ή, ο Θεός ευνοϊκός, γενναιόδωρος. Κάπως έτσι. Ιωάννης και Ιωάννα στα ελληνικά. Και Joannes και Joanna λατινικά. Κι ύστερα τον πήρε ο κόσμος όλος και τον αγάπησε, τέτοιο δώρο βουνό. Γιάννης, Γιάννος και Γιάννα, Γιόχαν (Johann) και Γιοχάνες (Johannes), Τζον (John) και Τζόνι (Johnny), Ζαν (Jean) και Ζανέτ (Jeannette), Χουάν (Juan) και Χουανίτα (Juanita), Ζουάου (João) και Ζοάνα (Joana), Σον (Sean) και Σινίντ (Sinead), Χανς (Hans), Γιάνος (János), Γκιον (Gjon), Γιάνκο (Янко), Ιβάν (Иван) και Ιβάνα (Ивана), αλλά και Άιβαν (Ivan) – θα νυχτώσουμε και δε θα ’χουμε τελειώσει να τα πούμε τα ονόματα όλα.
Ούτε όλες τις εμφανίσεις. Τον Ευαγγελιστή, τον Χρυσόστομο, της Κλίμακος, τον Τσιμισκή, τον Τρομερό, τον Ακτήμονα, τον Βατάτζη, της Λορένης, τον Καντακουζηνό, τον Παλαιολόγο, τον Αγιάννη, τον Σεβαστιανό Μπαχ, τον Καποδίστρια, τον Κένεντι, τη Μπαέζ...
I don’t believe they knew that I was Long John Silver, έλεγε ο Ian Anderson. Γιάννης αυτός στα σκωτσέζικα, τον Γιάννη τον μονοπόδαρο, τον πειρατή με τον παπαγάλο τραγουδούσε. Εμ, Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει. Τι ‘χες Γιάννη, τι ‘χα πάντα! Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη. Κι από κοντά οι σαρανταπέντε Γιάννηδες. Γιάννη μου το μαντήλι σου!
Ιωάννης. Ο προπομπός. Αφού όταν αργότερα ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς Ἡρῴδης περὶ τοῦ Ιησού, τα ’χασε. Και θάμαξε. Καὶ ἔλεγεν ὅτι Ἰωάννης ὁ βαπτίζων ἐκ νεκρῶν ἠγέρθη. Και ότι πρόκειται για τις δυνάμεις, αυτές που επιμένουν: ὃν ἐγὼ ἀπεκεφάλισα Ἰωάννην, οὗτός ἐστιν· αὐτὸς είναι που ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν και επέστρεψε.
Αυτός. Ο Πρόδρομος.
---------------------------------
Τα αποσπάσματα είναι από το Κατά Μάρκον, 1 και 6.
Το «δώρο βουνό» απ’ τη μετάφραση του Οιδίποδα του Μίνου Βολανάκη.
---------------------------------------
Παλαιότερο κείμενο, γραμμένο για τ’ Άη Γιαννιού, σήμερα με διορθώσεις, συμπληρώσεις και προσαρμογές για τη γιορτή τής Αποτομής της κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου