Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Δυο Παναγιές γειτόνισσες

Βριτόμαρτις λεγόταν η αρχαία θεά των Κεφαλλάνων —ή Κεφαλλήνων— του Ομήρου. Ας ήσαν Λέλεγες αυτοί – αυτή ήταν από την Κρήτη. Θεά των βουνών και του κυνηγιού, που συχνά μπερδευόταν με την Άρτεμη και την Αφαία. Την συσχετίζουν με τη θεά - μητέρα των Μινωιτών. Κι ο Γάιος Ιούλιος Σολίνος, ο γραμματικός του τρίτου αιώνα, γράφει πως Βριτόμαρτις είναι κρητικά και πάει να πει virgo dulcis. Γλυκεία παρθένος.

Της Βριτομάρτιδος τα χρόνια πέρασαν και φύγαν. Νερό κύλησε στ’ αυλάκι κι ό κόσμος έγινε αλλιώς. Εγκαταλείπει όμως ποτέ η θεά τους ανθρώπους της; Δε γίνονται αυτά. Ήρθανε στη θέση της κι εγκαταστάθηκαν δυο Παναγιές. Η Γραβαλιώτισσα και η Λαγκουβαρδιώτισσα. Δυο γλυκιές παρθένες. Βλέπουσες. Φρουρές και προστάτιδες.

Η Γραβαλιώτισσα πήγε κι εκάθισε στην Πάστρα, χαμηλά, στους πρόποδες του Αίνου. Πώς τώρα να κάμει να φανερωθεί στους ανθρώπους; Πάει και μπλέκεται στο γράβαλο, δηλαδή στην τσουγκράνα ενός υπηρέτη του άρχοντα του νησιού, του Κόντε Λιανού. Ήταν βλέπεις αρχές Αυγούστου και οι εργάτες κάναν τις δουλειές για τη νέα σοδειά. Σκαλώνει που λες, τραβάει αυτός, τίποτα αυτή. Σκύβει, τι να δει; Την εικόνα της. Την επήγε στον Κόντε, η εικόνα τού ’γιανε την κόρη την παράλυτη, της κάμαν εκκλησιά της Παναγιάς.

Και τι κάνει από τότε; Κάθε χρόνο το θαύμα της! Παν οι γυναίκες στα παρτέρια της και φυτεύουν κρινάκια. Τον Μάη, όταν ανθίσουν, τα κόβουν και τα παν στην εικόνα της τη θαυματουργή. Περνάν οι μέρες, ξεραίνονται αυτά. Κι όμως! Τρεις μήνες μετά, με το που θα ’ρθει Αύγουστος κι αρχίσουν οι παρακλήσεις, και μέχρι τις δεκαπέντε που θα κοιμηθεί η Παναγιά, τα ξεραμένα τα κρινάκια ανθίζουν ξανά και ξανά μπουμπουκιάζουν! Και μόλις τελειώσει η λειτουργία της Κοιμήσεως, ο παππούλης τα μοιράζει ευλογία στους ανθρώπους, φρέσκα και μυριστά.

Κι η Λαγκουβαρδιώτισσα; Αυτή επήγε κι εκάθισε στο Μαρκόπουλο. Στο νοτιοανατολικό πόδι του Αίνου, λίγο ψηλότερα από την άλληνα. Και τι έκανε; Μια μέρα του Αυγούστου, μέσα στο λιοπύρι, είδαν οι χωριάτες και καιγόταν το βουνό. Φωτιά! Φωτιά! Τρέξαν να τη σβήσουν. Και τι να δουν; Ένα δέντρο μόνο του είχε γίνει παρανάλωμα. Τίποτε άλλο δεν καιγόταν. Και στα πόδια του η εικόνα της. Ανέπαφη. Θαύμα, σου λέει. Παν, την παίρνουν, και παν και τη φυλάν στην εκκλησιά του χωριού.

Παν την άλλη μέρα να τη φροντίσουν, πουθενά η εικόνα. Βρε πού ’ν’ η εικόνα, ψάχνουν εδώ, ψάχνουν εκεί, πού ήταν η εικόνα; Πού να ήτανε, πίσω στη Λαγκουβάρδα ήτανε, εκεί που την είχανε βρει. Βρε ποιος την πήγε πίσω; Κανείς.

Κλειδώνουν, μανταλώνουν, σε καλό του που έχει όρεξη και τρέχουμε εμείς στα βουνά να προσκυνάμε, έλα που την άλλη μέρα πάλι στο βουνό ήταν η εικόνα, στα πόδια του δέντρου του καμένου. Κι η κλειδαριά απείραχτη. Κατάλαβαν οι πιστοί, εδώ θέλει η Λαγκουβαρδιώτισσα. Της χτίσαν εκκλησιά, και γύρω μοναστήρι. Ησυχάσαν τα πράματα, πήραν πάλι να κάνουν τις δουλειές τους.

Ώσπου μια μέρα φτάσαν στη νήσο πειρατές. Αράξαν στον κόλπο κάτω, κι ανεβήκαν στη στεριά να κουρσέψουν. Τους είδαν οι καλόγριες, θρήνος και κοπετός. Παναγιά μου! Κάνε μας πουλιά να πετάξουμε, μουρμούρισε μία. Φίδια κάνε μας, Παρθένα, φίδια! Να γλιτώσουμε, φώναξε η άλλη. Τις άκουσε η Παναγιά κι έτσι έκαμε. Φίδια. Μικρά. Πανέμορφα. Με κορμί ζεστό, ανθρώπινο. Κι από τότε, κάθε χρόνο, στις έξι του μηνός Αυγούστου, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, τα φιδάκια βγαίνουν στο σεργιάνι.

Ξεπηδάν από τον βράχο και τριγυρνάν στην εκκλησιά και κάνουν βόλτες ανάμεσα στους πιστούς. Ανεβαίνουνε στον άμβωνα και στα ιερά τα σκεύη, και παν και κάθονται στις άγιες εικόνες. Σκύβεις να προσκυνήσεις, δίπλα το φιδάκι. Ειρηνικά. Κανέναν δεν πειράζουν. Κι άμα τα πιάσεις και τα βάλεις στο χέρι σου, κάθονται. Και τυλίγονται και κουρνιάζουν. Και μπορείς να δεις στο κεφαλάκι τους τα τέσσερα σημεία του σταυρού.

Κι όταν περάσουνε οι μέρες, κι έρθει η μέρα της Κοιμήσεως, τα φιδάκια αποτραβιούνται και εξαφανίζονται. Για να ξανάρθουν του χρόνου. Ίδιες μέρες. Από της Μεταμορφώσεως μέχρι της Κοιμήσεως.

Μόνο δυο χρονιές δε βγήκαν τα φιδάκια. Και δυο χρονιές δεν άνθησαν τα κρίνα, μόνο. Το 1940 ήταν η μία. Και το 1953, με τους σεισμούς, η άλλη. Κι οι ανθρώποι εκατάλαβαν ότι ερχότανε κακό, και τις χρονιές εκείνες τραβήχτηκαν στα σπίτια τους συλλογισμένοι.

Δυο Παναγιές. Με τους φρουρούς τους, με τους λώρους τους, τη γονιμότητά τους, τς ελπίδες τους, τα μαφόρια τους - με τ’ άγια των αγίων.

Η Κρινούσα και η Φιδούσα. Δυο Παναγιές γειτόνισσες.








Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.