Τη δόξα μου δεν είναι που βλέπω; Φυσικά. Τη δόκ-σα. Αυτό που δοκώ.
Απ’ ό,τι υπάρχει, προσλαμβάνω ό,τι μου επιτρέπει το εύρος της προσληπτικότητας των αισθητηρίων μου. Ό,τι όργανα διαθέτω, αυτό παίρνω. Κι απ’ αυτό, αντιλαμβάνομαι ό,τι μου επιτρέπει η εμπειρία μου. Άρα αυτό που βλέπω είναι η γνώμη μου απ’ αυτό που υπάρχει. Όχι;
Βλέπω από το ιώδες ώς το κόκκινο[1]. Υπέρυθρα και υπεριώδη δεν τα βλέπω, έτσι δεν είναι; Κι ακούω συγκεκριμένο εύρος ηχητικού κύματος[2]. Τα υπόλοιπα είναι υπόηχοι και υπέρηχοι που δεν ακούω.
Τ’ ακούει όμως ο Ηλίας, ο σκύλος μου. Ώς και τρεις φορές περισσότερο από μένα[3]. Τι μουσική θα γράφαμε αν ακούγαμε όπως ακούει ο σκύλος μας; Πώς θα ζωγραφίζαμε αν βλέπαμε ό,τι βλέπει η κουκουβάγια; Τι χρώματα θα φτιάχναμε και πώς θα τα απλώναμε στον καμβά; Πώς θα μύριζαν αυτά τα χρώματα, αν μπορούσα να μυρίσω όπως μυρίζει ο γάτος μου; Θα επρόκειτο για ένα άλλο σύμπαν, σωστά;
Αλλά πάλι, όχι ακριβώς: το σύμπαν ουδόλως θα είχε αλλάξει. Θα είχε αλλάξει μόνο το εύρος της δικής μου αντιληπτικής ικανότητας, άρα και της εμπειρίας. Κι αν αυτή η αλλαγή δεν είχε επέλθει με το μαλακό, ανεπαισθήτως, μέσα από εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης, αν είχε επέλθει δια μιας, θα καταρράκωνε τον ανυπεράσπιστο εγκέφαλό μου και θα μ’ έστελνε στο ψυχιατρείο. Παραδομένον στην πιο επώδυνη τρέλα: να αισθάνεσαι πράγματα που δεν είναι δυνατόν να αισθάνεσαι.
Γιατί δεν είναι μόνο ότι προσλαμβάνω περιορισμένο εύρος ερεθισμάτων. Είναι ότι για το σύνολο αυτών των ερεθισμάτων έχω αναπτύξει έναν ισομορφικό τόπο. Ένα μέρος που αντιστοιχεί σ’ αυτά. Μια χαρτογράφηση. Ένα προς ένα. Ακόμη και αν για κάποιον λόγο κάτι εκτός φάσματος κατάφερνε να εγγράψει στα αισθητήριά μου, είναι ζήτημα αν θα αντιλαμβανόμουν το σήμα. Γιατί δε θα υπήρχε ο κατάλληλος υποδοχέας στη συνείδησή μου. Το ερέθισμα θα παρέμενε σε άγνωστη περιοχή, μεταξύ συνειδητού και ασυνειδήτου. Θα ήταν αβέβαιο αν είχα στ’ αλήθεια την εμπειρία ή όχι.
Κι ας πούμε ότι για μια παρατεταμένη στιγμή, από κάποιο λάθος, κάποια βλάβη στο λογισμικό, κάποιο μπαγκ, ας πούμε ότι για κάποιο χρονικό διάστημα κάποιο εκτός συνήθους εύρους ερέθισμα, κάποιο ερέθισμα για το οποίο δεν είναι φτιαγμένα τα αισθητήριά μου, ένα τέτοιο ερέθισμα εισέρχεται και επιμένει. Χωρίς προειδοποίηση. Για ώρα. Με κάποιον τρόπο που δεν ελέγχω και δεν μπορώ να επαναλάβω. Κάτι για το οποίο, αφού δεν έχω αισθητηριακή εμπειρία, δεν έχω ούτε και ταξινομητική ικανότητα – πόσω μάλλον λεξιλόγιο για να το περιγράψω.
«Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ προσεύχεσθαι αὐτὸν τὸ εἶδος τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἕτερον καὶ ὁ ἱματισμὸς αὐτοῦ λευκὸς ἐξαστράπτων» (Λουκάς 9,29). Και καθώς προσευχόταν, έγινε το πρόσωπό του άλλο, και τα ρούχα του γίναν λευκά, αστραφτερά.
Εντάξει. Θα το περιγράψω με ό,τι λέξεις έχω στη γλώσσα μου διαθέσιμες. Άλλο πρόσωπο, κατάλευκα ρούχα. Και δε θα πω ότι εγώ είδα κάτι που ως τώρα δεν έβλεπα. Προτιμώ να μην το συζητήσουμε έτσι. Θα πω ότι εκείνο μεταμορφώθηκε. Είναι απείρως ασφαλέστερο. Θεός είναι, ό,τι γουστάρει κάνει. Να ’την η εξήγηση.
Δε θα λέω ότι είδα τη δική μου δόξα. Έτσι κι αλλιώς αυτό δεν το λέω ποτέ. Θα λέω ότι είδα τη δόξα εκείνου.
-------------------------------------
[1] Από 430.000.000.000.000 Ηz (κόκκινο, με μήκος κύματος 7.000 Å στο κενό) έως 750.000.000.000.000 Ηz (ιώδες, με μήκος κύματος 4.000 Å στο κενό).
[2] Από 20 Hz ώς και 20.000 Hz.
[3] Το εύρος της ακοής του σκύλου είναι από 40 Hz έως 60.000 Hz.
-------------------------------------
Ελπίδα, ευχαριστώ για το ξεκαθάρισμα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου