Εντάξει. Τα λέγαμε και χθες. Το ινδοευρωπαϊκό αμάρτυρο είναι το *telə-. Που θα πει σηκώνω. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Αντέχω.
Κι από κει ο τελαμών, του τελαμώνος, με το παραγωγικό τέρμα -μων. Με τον ίδιο τρόπο που από το τίθημι πάμε στο θη-μών κι από κει στη θημωνιά. Που ήταν, ο τελαμών, ο ιμάντας απ’ όπου προσδένεται το ξίφος ή η ασπίδα. Ο βαστηχτήρας.
Απ’ όπου τ’ όνομα του μπαμπά τού Αίαντος του Τελαμωνίου, όπως λέγαμε. Ο Τελαμών, ο υιός του Αιακού και της Ενδαΐδος. Αν και, μιλώντας για ονόματα, τον Τάνταλο παραλείψαμε, τον βασιλιά της Φρυγίας: κατά πολλούς τον που φέρει, που κρατά, τον κομιστή, τον που υποφέρει.
Και είπαμε κι όλας πως από την λέξη επιβιώνουν σήμερα η τελαμώνα, η ζώνη που φορά ο σημαιοφόρος στην παρέλαση και στηρίζει τη σημαία. Και η άλλη τελαμώνα, του στρατού, που είναι η ραμμένη ζώνη με τις φασκιωμένες γεμιστήρες με τις σφαίρες για το όπλο, αυτή που φοριέται στη μέση ή χιαστί στο στήθος.
Τι δεν είπαμε; Μα, ότι το τάλαντο, που ήταν ο δίσκος της ζυγαριάς, έρχεται από την ίδια δισύλλαβη ρίζα. Ήταν αυτό που σήκωνε. Που άντεχε. Ε, μετά δεν είναι και δύσκολο, από το ζύγι να πάμε στην συναλλαγή κι από κει στην πληρωμή: από το τάλαντο που ζυγίζει στο τάλαντο που πληρώνει! Κι από κει, από το ζύγισμα και το πέρα δώθε, μισό τσιγάρο δρόμος: να την η ταλάντωση!
Το τάλαντο που έφυγεν κι επήγε εις τα ξένα. Τον καιρό που ακόμη ήταν πλάστιγγα. Τον καιρό του Ομήρου. Τότε που ακόμη ήταν κοντινό του ταλαπείριου, του δύστυχου. Και του ταλαπενθούς. Δηλαδή του καρτερικού, του υπομονετικού. Πήγε εις τα ξένα κι έγινε talentum. Δηλαδή δέκα λίτρες βάρος. Ή ασημένιο νόμισμα, 6.000 αττικές δραχμές. Κι εξελίχθηκε σε θείο δώρο. Talento. Ικανότητα. Δεξιότητα. Και στο τέλος και τρόπο: voglio fare a mio talento, θέλω τον τρόπο μου, όπως γουστάρω. My way.
Και ο καημένος ο τάλας, κι αυτός από την ίδια ρίζα έρχεται. Είναι αυτός που σηκώνει βάρος. Απ’ όπου βγαίνει και το ταλανίζω. Κι ο άλλος ο αρχαίος ταλαίπωρος, ο τλήμων, από κει βγαίνει κι αυτός, αφού κι αυτός σηκώνει βάρος. Πάσχει ο δύστηνος.
Τλήμων είπαμε – να τον πάλι ο Ραψωδός. Τλήναι, τλήσομαι, έτλην, τλήμεν. Και τλήθι, τλήτε. Και τέτληκα. Υπομένω. Υφίσταμαι. Ανέχομαι. Αντέχω. Κι από κοντά ο τλητός. Η ποιητική εκδοχή του καρτερικού, του υπομονετικού.
Οπότε, εδώ που φθάσαμε, δε γίνεται να αγνοήσουμε τα λατινικά μας. Tolerans είναι βέβαια ο καρτερικός. Και tolerandus ο ανεκτός. Tolerantia η ανοχή, η καρτερία. Εντάξει, εντάξει, είναι φανερό: tolero είναι εκτεταμένος τύπος της ρίζας tol που σχετίζεται με το τλάω και τλήμι. Ανέχομαι και καρτερώ και υπομένω και βαστάζω.
Και να ’μαστε και στο tollerare, ανέχομαι, αντέχω, και στα tolleranza και tollerabilità των ιταλικών και στο tolérance των γαλλικών. Στην tolerancia των ισπανικών, την tolerância των πορτογαλικών και την toleranţă των ρουμανικών. Και στον δανεικό толерантен (τολεράντεν), τον υπομονετικό βούλγαρο, και την tolerancja και την толерантность (τολεράντνοστ), την πολωνική και τη ρωσική ανεκτικότητα.
Και τ’ αγγλικά μας; Τα ’χουμε ξεχάσει τόσην ώρα: tolerance, ανοχή και ανεκτικότητα, αλλά και tantalize, προκαλώ, βασανίζω, βάζω σε πειρασμό. Intolerable ο αφόρητος, ο ανυπόφορος.
Thole είναι μια ενδιαφέρουσα λέξη. Υπομένω. Από το παλαιό αγγλικό þolian, υποφέρω, υπομένω, υφίσταμαι, επιβιώνω. Πρωτογερμανικό *thul-, κατόπιν dolon, εξ ου και Geduld, για να πάμε στην γερμανική ανοχή και την υπομονή.
Να το βαρύνουμε λίγο το ζήτημα; Toll είναι ο φόρος, το βάρος δηλαδή. Το τέλος, το πληρωτέο. Κι απ' το τέλος, ο τελώνης. Κι απ’ το toll, το tollbooth, τα διόδια. Βέβαια από την άλλη, για να μην γίνει το πράγμα ασήκωτο, extol θα πει εξυμνώ. Εκθειάζω.
Ναι. Εξυψώνω. Αφαιρώ βάρος. Ξεβαρύνω.
Μαγικό πράμα η γλώσσα – δεν είναι;
--------------------------
Ντισκλέιμερ: για το πόνημα αυτό, το έναυσμα έβαλε η ομάδα. Μιλάμε σωστά... Γράφουμε σωστά... Γενικώς ειπείν. Αλλά ειδικότερα η κυρία Λελεδάκη με τον Αίαντά της και την τελαμώνα της, και η κυρία Αναγνώστου με το tolerare της. Η έμπνευση δική τους, τα όποια σφάλματα του γράφοντος.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου