Θέμα, θέματος, θέματι. Τα θέματα, των θεμάτων.
Από το τίθημι. Βάζω, δηλαδή. Τοποθετώ. Η πρώτη του σημασία ήταν η κατάθεση. Αυτή που γινόταν πάνω στο τραπέζι του αργυραμοιβού. Κατετίθεντο τα μπικικίνια και ξεκινούσε η διαπραγμάτευση επί υγιούς βάσεως. Αργότερα θέμα έγινε εκεί που έβαζες κάτι – θήκη ήταν αυτό, τοποθεσία, μέρος, τάφος – κάτι απ’ αυτά. Κι ύστερα το αθλοθέτημα, το βραβείο. Υλικό ή πνευματικό. Για να φθάσουμε σήμερα στο θέμα ως βασικό περιεχόμενο, το θέμα της ομιλίας μας, το θέμα της αγωγής, το θέμα των εξετάσεων.
Αλλά λίγο πριν από μας, κατά τον ελληνικό μεσαίωνα, θέμα ήταν το μέρος. Ο τόπος όπου έδρευε στρατιωτική δύναμη. Κι αργότερα, δύναμη ξεδύναμη, θέμα ονομάστηκε η περιφέρεια. Το Θέμα των Αρμενιακών, το Θέμα Καππαδοκίας, το Θέμα Δαλματίας, το Θέμα της Ελλάδος (Αθήνα, Λάρισα, Λαμία, Εύριπος, Δημητριάδα – κάτι σαν τη σημερινή Κεντρική Ελλάδα), το Θέμα Μακεδονίας, το Θέμα Θρακησίων, το Θέμα Σελευκείας, και πάει λέγοντας. Ώς και 33 μεγάλα Θέματα είχαν οι Βυζαντινοί στο απέραντο Ρωμαϊκό τους Κράτος.
Διαμερίσματα. Αυτό που σήμερα λέμε district. Απέραντες στρατιωτικές και διοικητικές υποδιαιρέσεις. Που ήδη από τον έβδομο αιώνα του Ηράκλειου αντικαθιστούσαν τις Επαρχίες του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου. Ξεκίνησαν από αχανή στρατόπεδα για τις μεγάλες ρωμαϊκές στρατιές. Που σιγά σιγά άρχισαν να γίνονται ντόπιες στρατιές. Από εγχώριους στρατοαγρότες. Που όταν είχαν πόλεμο, είχαν πόλεμο. Τοπικό πόλεμο. Υπερασπίζονταν τη γη τους. Και τον άλλον καιρό την καλλιεργούσαν, ενώ αυτή παρέμενε ιδιοκτησία του Κράτους. Παίρναν τον καρπό, παντρεύονταν τις όμορφες ντόπιες γιατί ήσαν και περιζήτητοι γαμπροί, και το πρώτο σερνικό παιδί ήταν ο διάδοχος του πατέρα σ’ αυτή τη σύμβαση: καλλιεργούσε κι αυτός τη γη, έπαιρνε κι αυτός μιαν έμορφη, κι αν χρειαζόταν, σε χρόνο ντε τε ζωνόταν τ’ άρματα και παρουσιαζόταν στη στρατολογία.
Θέματα. Με επικεφαλής τον στρατηγό. Που είχε στη διάθεσή του δυο ώς τέσσερις τούρμες, με τους τουρμάρχες τους. Τούρμα, λένε πως έρχεται από το λατινικό turbo κι απ’ το ελληνικό τυρβάζω. Περιέρχομαι. Περιστρέφομαι. Περιπολώ. Τούρμα, που σήμερα βρίσκουμε στο τσούρμο, στο πλήρωμα δηλαδή, κι αργότερα στην ομάδα και μάλιστα την όχι και τόσο τακτική.
Και που η κάθε τούρμα χωριζόταν σε δρούγγους. Γαλατικό *dhrungho, ιρλανδικό drong και βρετονικό drogn. Φυλή. Σόι. Και κατ’ επέκταση ομάδα. Ορδή. Με τον δρουγγάριό τους ο καθένας.
Και κάθε δρούγγος στα βάνδα του. Από το bandum, το έμβλημα, το λάβαρο. Από το γοτθικό bandwō, που το ’χαν δανειστεί οι Ρωμαίοι από τους πολέμους τους στα γερμανικά μέρη. Και κάθε βάνδο με τον κόμη του. Τον κόντε. Κάτι σαν σημερινό συνταγματάρχη, βάλε με τον νου σου.
Και παρακάτω οι κενταρχίες. Όχι, δεν ξεχάσαμε το ρω. Κενταρχία, χωρίς ρω. Κέντα. Κέντουμ. Centum. Κι από κει centuria. Εκατονταρχία δηλαδή. Με τον κεντάρχη της. Ή εκατόνταρχο.
Να τα ’ξερε όλ’ αυτά η Ζωή, η Αυτοκρατόρισσα, η αγαπημένη του λαού της Πόλης; Θα τα ’ξερε, γίνεται να μη δεν τα ’ξερε; Πορφυρογέννητη. Του παλατιού. Ανηψιά του Βασιλείου. Ναι, του Βουλγαροκτόνου. Είχε όμως άλλα θέματα η καημένη. Εκείνον τον καιρό, οι βασιλοπούλες δεν περιφέρονταν στα κανάλια. Ήσαν εξωτερική πολιτική. Ο μέγας θείος, ο σπουδαιότερος τελευταίος Αυτοκράτορας, που όμως δεν είχε δικά του παιδιά, έδωσε την αδελφή του, την Άννα, στον Βλαδίμηρο, τον Ρώσο, και την ανεψιά του, τη Ζωή που λέγαμε, στον Όθωνα Γ΄, τον Λατίνο. Διευθετούσε έτσι τις μεγάλες συμμαχίες του Κράτους.
Ο Βλαδίμηρος του Κιέβου έγινε χριστιανός. Ωραία. Και τη Ζωή, άλογα με τα χρυσά τα πέταλα και πλουμιστή τη χαίτη, την πήραν και την πήγανε στα ξένα. Με τιμές και δόξες. Κι εκεί, βρήκε τον Όθωνά της, τον γιο τού Otto II και της Θεοφανούς της Σκλήραινας, τόνε βρήκε πεθαμένον η δύσμοιρη. Ξαφνικό. Και γύρισε όπως είχε έρθει. Αποσβολωμένη. Δε σκέφτηκε ούτε το νυφικό να βγάλει.
Δεκαπέντε Δεκεμβρίου τού 1025 πάει ο Βασίλειος. Με το τρίχινό του ένδυμα και την απλυσιά του. Και δεκάξι του ίδιου του μηνός, άρχισε η αποσύνθεση. Πρώτα με τον απερίγραπτο τον αδελφό του, τον Κωνσταντίνο Η΄, τον πατέρα της Ζωής, κι ύστερα, όταν αυτός πέθανε, με τους γαμπρούς που πάσαραν στη Ζωή η κλίκα των παλατιανών. Που τους παντρευόταν η δύστυχη – δύο τέτοιους πήρε, έναν τρίτον υιοθέτησε, κι έναν τέταρτον, τον Κωνσταντίνο Θ΄, τον εγκατέστησε στο παλάτι με τη δικιά του τη Σκλήραινα, τη σύντροφό του. Τέτοια καρδιά ήταν – επιτέλους να έχει κι αυτή τον άντρα που της αναλογούσε κι ας σπίτωνε και την δικιά του.
Τα θέματα της Ζωής και τα Θέματα της Αυτοκρατορίας. Τα θέματα τα παραμελημένα. Με τη Ζωή, ποιος ν’ ασχοληθεί; Κανείς. Και με τα Θέματα και τον θεματικό στρατό; Πάλι κανείς. Στην Αυτοκρατορία μαινόταν πόλεμος εσωτερικός, ανάμεσα σε στρατιωτικούς και αριστοκράτες. Στο τέλος της γραφής, κι αυτή η αριστοκρατία έχει δικαίωμα ν’ αυγατίσει την περιουσία της, δεν έχει; Τι τους θέλουμε τόσοι φαντάροι; Ας επιστρέψουν τα κτήματα στους πλούσιους, κι αν χρειαστούν φαντάροι, λεφτά υπάρχουν – αγοράζουμε και φαντάρους. Κάπως έτσι.
Ήταν μια λογική. Το 1025 και λεφτά υπήρχαν, κι όποιον γουστάριζαν προσλάμβαναν και τον είχαν στα πόδια τους και του χεριού τους. Ο Βασίλειος είχε αφήσει πίσω του ίσως την ισχυρότερη Αυτοκρατορία ποτέ. Αλλά ήταν χτισμένη πάνω στους αγρότες που την τροφοδοτούσαν. Και που φορολογούνταν, και υπερασπίζονταν και τον τόπο τους. Και που τώρα πια, σιγά σιγά θα εξέλιπαν. Κι όταν, λιγότερο από πενήντα χρόνια μετά, ο Ρωμανός περικυκλωνόταν στο Μαντζικέρτ από τους Σελτζούκους τού Αλπ Αρσλάν, ο πανίσχυρος Ρωμαϊκός Στρατός ήταν πια κάτι θεματικά υπολείμματα από Θεσσαλία και Θράκη, κάτι Σλάβοι, κάτι Φράγκοι, κάτι Τουρκομάνοι... Και κάτι Γερμανοί, Φράγκοι και Χαζάροι των Δουκαίων που μαζί με τον Ψελλό έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους να μην επιστρέψει ζωντανός ο Αυτοκράτορας στην Πόλη. Εντάξει. Και πεντακόσιοι ηρωικοί Βαράγγοι, που τον υπερασπίστηκαν μέχρι τέλους.
Ε, και; Παίρνονται έτσι οι μάχες; Δεν παίρνονται.
Ήταν 26 Αυγούστου 1071.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου