Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιανουάριος, 2022

Ηετίων

Σιλό. Το ’χουμε ξαναπιάσει το θέμα . Τότε ήταν μέρα. Και μάλιστα καλοκαιρινή. Εδώ σήμερα είναι νύχτα χειμωνιάτικη. Σιλό. Από τα γαλλικά, silo. Λέει το Λαρούς : fosse creusée dans la terre pour conserver des produits végétaux en les isolants de l’air et de l’eau. Μάλιστα. Νταν λα τερ, λοιπόν. Μες τη γη. Για προστασία από τους αέρηδες και τα νερά. Βέβαια, ως δεύτερη ερμηνεία αναφέρει και το ensemble de grands réservoirs verticaux pour stocker des céréales, τις μεγάλες κάθετες δεξαμενές για τα σιτηρά. Και ως τρίτη, cavité creusée dans le sol et entourée de béton, dans laquelle est stocké, et à partir de laquelle est lancé, un missile ou un antimissile. Τα σιλό από μπετόν, απ’ όπου εκτοξεύονται πύραυλοι. Υποπτευόμαστε ότι έρχεται από τα λατινικά, από το sirus. Που σήμαινε βόθρος εις φυλακήν σίτου, κατά πώς λέει ο Τσακαλώτος. Που στα ελληνικά ήταν, λέει, σειρός. Την οποία λέξη, σειρός, ή σιρός, τη βρίσκουμε στον Δημητράκο: βόθρος ή δοχείον, ως και πας χώρος χρησιμεύων ως αποθήκη σίτου ή γεν...

Προχθές

 

Πορτουγάλια

  Caleō. Λατινικά. Είμαι θερμός. Πυρούμαι. Καίγομαι. Από φωτιά κι από επιθυμία – δεν ξέρεις, όλα παίζουν. Δεν μπορείς να είσαι σίγουρος από τι καίγεσαι. Μπορείς; Μπορείς όμως με μεγάλη αξιοπιστία να συναγάγεις πώς περίπου θα ήταν η ρίζα της λέξης: ένα πρωτοϊνδοευρωπαϊκό κάτι τις, κάτι να μοιάζει με *ḱelh₁- και *kele-. Κι από κει να έρχεται, ας πούμε, το γαλλικόν chaloir, θερμαίνω αλλά και νοιάζομαι, ανησυχώ. Είμαι ζεστός, για να τολμήσουμε την ελληνική αντιστοιχία. Peu me chaut. Λίγο με κόφτει. Όπως και το ιταλικό calere, ποιητική έκφραση: έχω σημασία (για κάποιον, για κάτι), νοιάζομαι. Non mi cale. Δε με νοιάζει. Che te ne cale? Τι έχεις πάθει (ρε μεγάλε); Έρχεται και δένει. Αν αναλογιστεί κανείς και το λατινικό calidus, που θα πει θερμός. Και το calide, θερμά, με εμπάθεια. Και την calda ή calida (aqua), το ζεστό (νερό) δηλαδή. Και το σπανιόλικο cálido, ζεστός κυριολεκτικά και μεταφορικά, el clima es cálido αλλά και una persona cálida. Και το cald, το ρουμάνικο, που θα πει ζεστό, ...

Χειμών

Χειμώνας, παγετός, χιόνι. Πρωτοϊνδοευρωπαϊκό *gheim-. Και, με μετάπτωση, *ghi-yom-. Λατινικά hiems, hiemis. Ελληνικά χειμών, χειμώνος. Κι από κει *χιώμ, -όμος, δηλαδή χιών, -όνος. Χιόνι. Χειμέριος. Χειμαδείον. Χιονίζω. Χιονιάς. Τα χιονόδοξα.

Αγκάλη

Σαν άστρο κι απόψε κοιμήσου. Δεν απομένει στον κόσμο ελπίδα καμιά. Και ρίξε και μιαν αγκαλιά ξύλα στο τζάκι. Να πάρουν να φουντώσουν. Έρχεται βροχή. Έρχεται μπόρα. Κλείσε τις κουρτίνες. Πολέα δ᾽ ἔσκ᾽ ἐν ἀγκάλαις νεοτρόφου τέκνου δίκαν. Συχνά στην αγκάλη του το κράταγε, νεογέννητο παιδί λες κι ήταν, λέει ο Αισχύλος στον Αγαμέμνονα. Και στον Προμηθέα: καὶ κρύψει δέμας τὸ σόν, πετραία δ ἀγκάλη σε βαστάσει. Και το κορμί σου θα το κρύψει στην αγκάλη τής πέτρας. Σπαράζει ο Άδμητος στην Άλκηστη του Ευριπίδη: ὄνομα καλῶν σὸν τὴν φίλην ἐν ἀγκάλαις δόξω γυναῖκα καίπερ οὐκ ἔχων ἔχειν. Τ’ όνομά σου θα λέω, εσένα, της αγάπης μου, και στην αγκαλιά μου θα μου φαίνεται πως σ’ έχω, κι ας μη σ’ έχω. Καὶ δή κοτε ἀπιούσῃ ἐκ τοῦ ἱροῦ τῇ τροφῷ γυναῖκα λέγεται ἐπιφανῆναι, ἐπιφανεῖσαν δὲ ἐπειρέσθαι μιν ὅ τι φέρει ἐν τῇ ἀγκάλῃ. Και κάποτε, καθώς η τροφός ερχόταν απ’ το ιερό, της φανερώθηκε γυναίκα, και τη ρώτησε, τι κρατάει στην αγκαλιά της. Έτσι περιγράφει ο Ηρόδοτος. Και χάιδεψε η γυναίκα την κεφαλή της παιδ...

Ευθύμιος

Η Διοίκηση Ανατολής ήταν διοικητική περιφέρεια. Μεγαλούτσικη. Της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Τμήμα της Νότιας Μικράς Ασίας, καθώς και όλο που είναι σήμερα Μέση Ανατολή. Και Κύπρος και λίγη Αίγυπτος. Ελέγετο Διοίκησις Ἑῴα . Dioecesis Orientis. Μέρος τής Υπαρχίας Ανατολής, της Præfectura prætorio per Orientem, από το 314. Μόλις έναν χρόνο πριν, ο Κωνσταντίνος και ο Λικίνιος συνυπέγραφαν το Διάταγμα των Μεδιολάνων . Η χριστιανική θρησκεία, και κάθε θρησκεία, γινόταν religio licita , όπως έλεγε ο Τερτυλλιανός για τους Εβραίους τής Αυτοκρατορίας. Επιτρεπτή. Οι πιστοί μπορούσαν να προσεύχονται για την ευημερία τού ρωμαϊκού κράτους στον δικό τους θεό ο καθένας. Οι προσευχές θα λαμβάνονταν εξίσου υπ’ όψη και θα πιάναν το ίδιο. Από το 390, η Διοίκησις Ἑῴα περιελάμβανε και την Παλαιστίνη. Και μέχρι το 634 που κατακτήθηκε από τους Μωαμεθανούς, μέρη της Palæstina Secunda ήταν η Γαλιλαία, το σημερινό Βόρειο Ισραήλ και το Γκολάν. Και η Καπερναούμ και η Ναζαρέτ. Με πρωτεύουσα τη Μπεθ Σιν...

Κάπα

Στα παλιά αγγλικά, cæppe είναι η κουκούλα. Το κάλυμμα της κεφαλής. Και στα παλιά ολλανδικά kappe. Chappa στα παλιά γερμανικά και cappa στα λατινικά. Κι από κει, capa ισπανικά και chape γαλλικά. Και шапка (shάπκα), το γούνινο καπέλο στα ρώσικα. Κι απ’ την κουκούλα, συνεκδοχικά όλο μαζί: πανωφόρι με κουκούλα. Η μεσαιωνική capa στα λατινικά. Και το ίδιο και στα ελληνικά: κάπα. Και κρούση. Από το κρούω, *κρούσjω και *krus-, χτυπώ, σπάζω. Στα ρώσικα крушить (κρουshίτ[ι]), καταστρέφω, θρυμματίζω. Και κρούση στη Φυσική. Απ’ το κρούω κι αυτή. Η σύγκρουση δύο σωμάτων, και εξ αυτής η απότομη μεταβολή της κινητικής τους κατάστασης. Απαραίτητη στους βοσκούς η κάπα. Αφύλακτο επάγγελμα. Έξω. Να φαν τα ζωντανά. Σε μέρος με τρυφερή βλάστηση, χαμαί, πολύ κοντά στο έδαφος. Τριφύλλι, γρασίδι, θαμνάκια, ραδίκια, αγριόχορτα. Δε σταματάν. Έξι - εφτά ώρες τη μέρα αυτή η δουλειά. Μασουλάνε. Κι εσύ περιμένεις. Και καταφύγιο να ’χει, κάνα χάλασμα, δε μπορεί, δε θα ’σαι όλην ώρα μέσα. Που, τι καταφύγιο. Άντε να ...

Susanna

  Susanna, or via, sortite! Sortite, io così vo'!

Κύκλος

Από το *kʷel-.  Πανάρχαια ρίζα. Αμάρτυρος τύπος. Δηλαδή που δεν τον έχουμε βρει γραμμένο κάπου. Αλλά που τον συμπεραίνουμε. Εξετάζοντας ατέλειωτες μεταγενέστερες φανερώσεις και παράγωγα, γεννημένα σ’ όλες τις θυγατέρες γλώσσες κι από κει δανεισμένα παντού, δεξιά αριστερά. Εξετάζοντας, ας πούμε, το ελληνικό κύκλος, το λατινικό cyclus και το αγγλικό cycle. Κυριολεκτικά, δηλαδή το γεωμετρικό σχήμα, αλλά και μεταφορικά: την κυκλική κίνηση, ανθρώπων και γεγονότων. Και την ομάδα. Ή την κατηγορία. Τον κύκλο των ποιητών, ας πούμε. Τον κυκλώνα αλλά και την εγκυκλοπαίδεια και την εγκύκλια παιδεία. Και τον Κύκλωπα, τον Στρογγυλομάτη. Και τον επίκυκλο του Κλαύδιου Πτολεμαίου , τον κύκλο εν κύκλω. Και τον κύλινδρο και το κυλίω. Ή τη μετάπτωση σε πόλο: από το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό *kʷel- στο *kʷol- κι από κει στο pol-. Ελληνικά πόλος, λατινικά polus. Αγγλικά pole. Στον γήινο ή στον μαγνητικό πόλο, αλλά και σ’ ό,τι περιφέρεται γύρω από κάτι άλλο: στον θαλαμηπόλο και στον ονειροπόλο. Και στα περίπολ...

Ατιντάνες

Ατιντάνες . Ή Ατίντανες. Αρχαία φυλή της Ηπείρου. Αξεδιάλυτο – τι ήταν ακριβώς εκείνα τα φύλα και πούθε βαστούσε η σκούφια τους. Άλλοι λένε Ιλλυριοί . Κι άλλοι λένε Έλληνες. Πάντως -ανες δωρικά και -ηνες ιωνικά, αυτά είναι ελληνικά. Ο Γιάννος και η Μαριγώ σ’ ένα σχολειό πηγαίναν Γιάννος μαθαίνει γράμματα κι η Μαριγώ τραγούδια. Όπως Αθαμάνες στη νοτιοανατολική Ήπειρο. Όπως Αρκτάνες. Όπως Αινιήνες ή Αινιάνες στον Σπερχειό. Όπως Κεφαλλήνες. Όπως Ακαρνάνες και Ευρυτάνες. Όπως Έλληνες. Τα δυο τους αγαπήθκανε – κανένας δεν το ξέρει. Ο Γιάννος τ’ αποφάσισε, της μάνας του το λέει. – Μάνα μ’ τη Μάρω αγαπώ και θέλω να την πάρω. Μιλούσαν, λοιπόν, οι Ατιντάνες, και σκέφτονταν ελληνικά. Συγγένεψαν με τους Μολοσσούς , και με τον Θαρύπα της Ηπείρου. Που ήταν αθηναιοσπουδαγμένος και Αθηναίος πολίτης τιμής ένεκεν. Που έφερε τη γραφή στη χώρα του. Που έκοψε νόμισμα και συνέταξε σύνταγμα. – Τι λες μωρέ παλιόπαιδο και φιδοφαγκωμένο η Μάρω είν’ αξαδέλφη σου, πρώτη αξαδέρφισσ...

Πειρήνη

Π ρωτοϊνδοευρωπαϊκό *gʷabʰ-. Βυθίζω, βάθος, βούλιαγμα. Βουλιάζω. Και *gʷabʰ-rós. Και πρωτοϊνδοϊρανικό *gabʰrás, απ’ όπου σήμερα ژرف (žarf) και жарф (žarf), δηλαδή βαθύς, στα πέρσικα και στα τατζίκικα. Και गभीर (gabhīrá), βαθύς, σανσκριτικά. Πρωτογερμανικό *kweban και kwebaną, πνίγω. Erqueben, irkweban, irqueban, καταπνίγω και πνίγομαι. Από την ίδια ρίζα, από το *gʷabʰ-, έρχεται και το βάπτω, βάφω και βάφτω. Εμβαπτίζω πυρακτωμένο σίδερο για να σκληρύνει. Βαπτίζομαι. Σκληραίνω, δηλαδή, δι’ εμβαπτίσεως. Με βούτηγμα. Αλλά και σκληραίνω, γενικώς ειπείν. Και αργότερα, χρωματίζω. Βουτάω κάτι σε χρώμα. Επίσης γεμίζω κάτι —την κούπα μου, ας πούμε— αφού την βυθίσω στο δοχείο με το κρασί. Και μπήγω. Δίθηκτον βάψασα ξίφος. Αφού μπήξει δίστομο σπαθί, λέει ο Προμηθέας τού Αισχύλου. Ἔβαψας ἔγχος, βύθισες το κοντάρι, βάζει τον Αίαντά του να λέει ο Σοφοκλής. Και το βαπτίζω που ξέρουμε σήμερα. Και βαπτίζομαι. Μεταφορικώς, παίρνω το βάπτισμα, του πυρός ας πούμε, ή βαπτίζομαι στα νάματα της πατρολογίας. Α...

Mozart, Requiem

Quiet είναι αγγλικά ο ήσυχος. Ο αθόρυβος. Και be quiet, δεν μιλώ. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Συγγενικό με το (for) a while και με το γερμανικό eine Weile, δηλαδή (για) λίγο. Ρίζα τους το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό αμάρτυρο *kʷyeh₁tis. Από τη ρίζα *kʷyeh₁-. Παύω, παύση, ειρήνη. Απ' όπου και το λατινικό quiēs (quiēs, quiētis, quiētī, quiētem, quiēte, quiēs). Παύση, ησυχία, ηρεμία. Re και quiēs, ανά και παύση. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Requiēs, requiētis, requiem. Ανάπαυσις, αναπαύσεως, ανάπαυσιν. Requiem æternam dona eis, Domine. Ανάπαυσιν αἰώνιον δὸς αὐτοῖς Κύριε. Η πρώτη φράση της Λειτουργίας για τους Κεκοιμημένους. Που έγινε γνωστή από την πρώτη της λέξη: Ανάπαυσιν. Ρέκβιεμ. Αιτιατική που παρέμεινε στις δυτικές γλώσσες αμετάβλητη. Κυριολεκτικά, σαν νεκρώσιμη ακολουθία της καθολικής εκκλησίας, αλλά και μεταφορικά: σαν η περίοδος πριν το τέλος, ή σαν η τελευταία προσπάθεια, το τελευταίο έργο μιας ζωής. Λειτουργία της Καθολικής Εκκλησίας λοιπόν. Έμπνευση για σπουδαίους συνθέτες ανά τη...