Πρωτοϊνδοευρωπαϊκό *gʷabʰ-. Βυθίζω, βάθος, βούλιαγμα. Βουλιάζω. Και *gʷabʰ-rós. Και πρωτοϊνδοϊρανικό *gabʰrás, απ’ όπου σήμερα ژرف (žarf) και жарф (žarf), δηλαδή βαθύς, στα πέρσικα και στα τατζίκικα. Και गभीर (gabhīrá), βαθύς, σανσκριτικά. Πρωτογερμανικό *kweban και kwebaną, πνίγω. Erqueben, irkweban, irqueban, καταπνίγω και πνίγομαι.
Από την ίδια ρίζα, από το *gʷabʰ-, έρχεται και το βάπτω, βάφω και βάφτω. Εμβαπτίζω πυρακτωμένο σίδερο για να σκληρύνει. Βαπτίζομαι. Σκληραίνω, δηλαδή, δι’ εμβαπτίσεως. Με βούτηγμα. Αλλά και σκληραίνω, γενικώς ειπείν. Και αργότερα, χρωματίζω. Βουτάω κάτι σε χρώμα. Επίσης γεμίζω κάτι —την κούπα μου, ας πούμε— αφού την βυθίσω στο δοχείο με το κρασί.
Και μπήγω. Δίθηκτον βάψασα ξίφος. Αφού μπήξει δίστομο σπαθί, λέει ο Προμηθέας τού Αισχύλου. Ἔβαψας ἔγχος, βύθισες το κοντάρι, βάζει τον Αίαντά του να λέει ο Σοφοκλής.
Και το βαπτίζω που ξέρουμε σήμερα. Και βαπτίζομαι. Μεταφορικώς, παίρνω το βάπτισμα, του πυρός ας πούμε, ή βαπτίζομαι στα νάματα της πατρολογίας. Αλλά πρώτ’ απ’ όλα, βυθίζω, σε νερό. Άρα, και καθαίρω. Εξαγνίζω. Για να εισαγάγω ένα νέο μέλος στο σώμα – της εκκλησίας εν προκειμένω. Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Βαπτίζω, βαπτισμός και βάπτισμα. Κοπτικά ⲃⲁⲡⲧⲓⲥⲙⲁ. Λατινικά baptisma, baptismatis. Αγγλικά baptism. Γαλλικά baptême και baptisme. Νορμανδικά bâptême. Τουρκικά vaftiz.
Θα μου πεις, κλαίει το μωρό και το κρατάει η νουνά, σημαιοστολισμένη, με τα σκουλαρίκια της και το καινούριο ταγιέρ το κρεμ, και της το ’χε πει η μαμά να πει του παπά να μην τον βουλιάξει τελείως στην κολυμπήθρα αυτόν γιατί είναι και τζαναμπέτης και ποιος τον ακούει μετά, δε θα μπορούμε να τον κάνουμε καλά, μέχρι αύριο θα ουρλιάζει, ίσα να τον βρέξει, καλά, θα δω, είχε πει ο παπάς, και τον βουτάει μία, το ’σκασε μιλάμε το παιδί, το ’πνιξε, μας άκουσε όλη η πλατεία.
Καμία σχέση. Νηπιοβαπτισμός λέγεται αυτό. Ο Τερτυλλιανός το καταδίκαζε – αφήστε ρε να βαφτίζεται όποιος το θελήσει, μπα σε καλό σας. Fiant Christiani cum Christum nosse potuerint. Ας γίνονται Χριστιανοί όταν θα μπορούν να γνωρίσουν τον Χριστό. Τίποτα αυτοί. Ρίχ’ το προληπτικά στην κολυμπήθρα, σου λέει, όλο και κάποια αμαρτία θα πνιγεί. Τέλος πάντων, από δω το ’χαμε, από κει το ’χαμε, είναι και πολλά τα λεφτά, φτάσαμε στον σημερινό αυτοματισμό. Βρίσκεις έναν νουνό, γραβατούλα αυτός, ψηλοτάκουνο η νονά, γίνεται η τελετή, μετά χάνονται απ’ τη ζωή του παιδιού, χωρίζουν κι οι γονείς, κι όλα καλά. Η δουλειά μας έγινε.
Να το ξανασκεφτούμε, μήπως.
Ενώ όταν ο Ιωάννης εβάπτιζε τον πρωτοξάδερφο, δεν παίζαν νουνές και σαχλαμάρες. Εκείνο ήταν βάπτιση κανονική. Είχε σκοπό. Ένας νέος να εισαχθεί στο σώμα της εκκλησίας. Τέτοια ταπεινότητα. Κι ανεώχθησαν οι ουρανοί και κατέβηκε η περιστερά και καταλάβαμε όλοι πολύ καλά τι παίζει – μη μείνει η παραμικρή αμφιβολία.
Το μυστήριο στον Ιορδάνη. Ο καθαρμός, η λύτρωση, η εμβάπτιση, ο θάνατος και η ανάσταση. Γι’ αυτό μυστήριον. Γιατί απεκδύεσαι τον παλαιόν εσένα και εισέρχεσαι σε νέον κόσμο, αναγεννημένος ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, κατά πώς λέγει και ο Ευαγγελιστής.
Ιορδανία, λοιπόν. Που θα πει, η γη του Ιορδάνη ποταμού. Που είναι το βορειοδυτικό της σύνορο. Το πιο πιθανό, από τη ρίζα ירד, y-r-d, που θα πει, και για ποταμό, κατεβαίνω, κατηφορίζω. Ο καταβάτης ποταμός. Στην Παλαιά Διαθήκη, η άλλη πλευρά του Ιορδάνη. الأردن . Αλ Ουρντούν.
Όπου και η περιοχή, το Βάπτισμα. المغطس. Αλ Μάχτας. Το Βύθισμα. Ήδη από τον καιρό της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Και בית עברה στα εβραϊκά. Βηθαβαρά. Μπέιτ Εβρά. Ο οίκος, το μέρος του περάσματος. Εκεί απ’ όπου πέρασαν οι Εβραίοι οδηγούμενοι απ’ τον Ιησού τού Ναυή.
Σεμνὸν ἀμφὶ Πειρήνης ὕδωρ, λέει στη Μήδειά του ο Ευριπίδης. Στα ιερά νερά, στης Πειρήνης το αγίασμα. Τον καιρό που ο Θησέας ρωτούσε τη Μήδεια να του εξηγήσει εκείνη τον χρησμό των Δελφών, της Πειρήνης ήταν η σπουδαία πηγή τής Κόρινθου. Η νύμφη της πηγής ήταν κόρη του Ασωπού. Λουζόσουν στα νερά της, κι έμπαινες καθαρός κι εξαγνισμένος στην πόλη.
Αλλάζει ο άνθρωπος;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου