Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ευθύμιος

Η Διοίκηση Ανατολής ήταν διοικητική περιφέρεια. Μεγαλούτσικη. Της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Τμήμα της Νότιας Μικράς Ασίας, καθώς και όλο που είναι σήμερα Μέση Ανατολή. Και Κύπρος και λίγη Αίγυπτος.

Ελέγετο Διοίκησις Ἑῴα. Dioecesis Orientis. Μέρος τής Υπαρχίας Ανατολής, της Præfectura prætorio per Orientem, από το 314. Μόλις έναν χρόνο πριν, ο Κωνσταντίνος και ο Λικίνιος συνυπέγραφαν το Διάταγμα των Μεδιολάνων. Η χριστιανική θρησκεία, και κάθε θρησκεία, γινόταν religio licita, όπως έλεγε ο Τερτυλλιανός για τους Εβραίους τής Αυτοκρατορίας. Επιτρεπτή. Οι πιστοί μπορούσαν να προσεύχονται για την ευημερία τού ρωμαϊκού κράτους στον δικό τους θεό ο καθένας. Οι προσευχές θα λαμβάνονταν εξίσου υπ’ όψη και θα πιάναν το ίδιο.

Από το 390, η Διοίκησις Ἑῴα περιελάμβανε και την Παλαιστίνη. Και μέχρι το 634 που κατακτήθηκε από τους Μωαμεθανούς, μέρη της Palæstina Secunda ήταν η Γαλιλαία, το σημερινό Βόρειο Ισραήλ και το Γκολάν. Και η Καπερναούμ και η Ναζαρέτ. Με πρωτεύουσα τη Μπεθ Σιν. בית שאן. Κατά πάσα πιθανότητα, Οίκος του αρχαίου θεού Σιν ή Σαν. Τη Σκυθόπολη, όπως την είπαν οι Έλληνες, πιθανότατα από τους βετεράνους Σκύθες μισθοφόρους που είχαν εγκατασταθεί εκεί. Κι ύστερα φθάσαν κι οι Ρωμαίοι. Κι η Σκυθόπολις έγινε η πρωτεύουσα της Δεκαπόλεως: ελληνορωμαϊκό κέντρο, και γύρω γύρω σημίτες. Εκεί, στα χρόνια της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, εκεί έζησε ο Κύριλλος. Ο Σκυθοπολίτης.

Αναγνώστης ήταν. Που τότε ήταν —κι ακόμα είναι— αξίωμα της εκκλησίας. Τότε για πρακτική ανάγκη: δεν ξέραν όλοι γραφή και ανάγνωση. Ο αναγνώστης, ένα σκαλί πριν τον ανώτερο κλήρο, ήταν εκείνος που ήξερε να διαβάζει τα ιερά κείμενα. Ανά και γνώση. Ήξερε δηλαδή να αναγνωρίσει τα γραμμένα. Ήξερε τις Γραφές, ήξερε και το νόημα. Και ανεγίγνωσκε καταλλήλως. Φωναχτά. Όμορφα. Αποδίδοντας το περιεχόμενο. Μεταδίδοντας την ουσία στους πιστούς. Ζωντανή μετάδοση.

Αναγνώστης. Και συγγραφέας ο ίδιος. Έπιασε και κατέγραψε την ιστορία προσώπων μαγευτικών: των ερημιτών. Ανθρώπων που είχαν εγκαταλείψει τα εγκόσμια. Ανθρώπων της σκέψης. Της μοναξιάς. Του ησυχασμού. Ανθρώπων του έρωτα της αδιάλειπτης προσευχής. Αναχωρητών. Αποσυρμένων. Με παυμένες τις αισθήσεις. Να σωπάσουν όλα. Να γίνει ησυχία απόλυτη. Για να βρει τρόπο ν’ ακουστεί το Ένα.

Του Αγίου Ιωάννη του Ησυχαστή. Του Οσίου Κυριάκου του Αναχωρητή. Του Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχη. Του Αβραμίου του Ερημίτου. Και του παλαιότερού του, του Σάββα του Ηγιασμένου. Που πρόλαβε και να τον γνωρίσει, μόλις στα επτά του. Κι ο Σάββας τον ανεγνώρισε κι εκείνος.

Έγραφε ο Ματθαίος (6,6): σὺ δὲ ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε εἰς τὸν ταμιεῖόν σου, καὶ κλείσας τὴν θύραν σου πρόσευξαι τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ. Όταν θες να προσευχηθείς, μπες στο απόμερό σου, κι αφού κλείσεις την θύρα σου, προσευχήσου στον πατέρα σου τον κρυμμένο, κι ο πατέρας σου που βλέπει τα κρυφά, θα σου δώσει στα φανερά.

Κι επήγε και μόνασε στη Λαύρα της Ιεριχούς ο Κύριλλος. Στη Λαύρα του Ευθυμίου. Στον τόπο τον απέραντο, τον άγονο. Κι εκεί ερεύνησε και μελέτησε την ερημία ως συστατικό της αγιότητας.

Στην ιερά μονή του Ευθυμίου, του μεγάλου φωστήρος. Του ηλίου της ερήμου. Του Μελιτηνού. Εὐφράνθητι ἔρημος διψῶσα, ἀγαλλιάσθω ἔρημος καὶ ἀνθήτω ὡς κρίνον, συσχετίζει με τον Ησαΐα ο Κόντογλου στο Ασάλευτο Θεμέλιό του. Τότε ἀνοιχθήσονται ὀφθαλμοὶ τυφλῶν, καὶ ὦτα κωφῶν ἀκούσονται· [...] καὶ ἔσται ἡ ἄνυδρος εἰς ἕλη, καὶ εἰς τὴν διψῶσαν γῆν πηγὴ ὕδατος ἔσται.

Του Ευθυμίου που τον είδε στ’ όνειρό του ο Σαρακηνός, ο Τερέβωνας, ο παράλυτος, ο γιος τού Ασπέβετου. Δέκα μίλια ανατολικά της Ιερουσαλήμ είμαι, του είχε πει ο Ευθύμιος, με τη γενειάδα του την απεριποίητη, ως εκεί κάτω. Μέσα στον ξεροπόταμο, νότια του δρόμου της Ιεριχούς. Έλα σε μένα. Έλα να με βρεις.

Και μαζέψαν οι Σαρακηνοί τις τέντες. Ακολούθησαν το όνειρο, και πήγαν. Τον βρήκαν τον Ευθύμιο. Και παρακαλέσαν γονατιστοί. Κι αυτός κατέβηκε, όπως είχε υποσχεθεί, και τον σταύρωσε τον Τερέβωνα και ψιθύρισε τα λόγια, και τον έκανε καλά. Και θάμαξαν οι Σαρακηνοί και παρακαλούσαν να γίνουν χριστιανοί κι αυτοί.

Ο Κύριλλος ο Σκυθοπολίτης εκοιμήθη στα τριανταπέντε του. Το 559. Ή περίπου. Αφού πρώτα πρόλαβε να ερευνήσει και να καταγράψει με πολύτιμη ιστορική ακρίβεια τα της περιοχής και της εποχής. Τα πολιτικά και τα εκκλησιαστικά. Και τα βιογραφικά. Και τα των Αράβων στα μέρη εκείνα εκείνου του καιρού. Των Γασσανιδών και των Λαχμιδών.

Και την ιστορία των σοφών ερημιτών. Με πρώτον και καλύτερο τον Ευθύμιο. Που τον είχαν βγάλει έτσι οι γονείς του γιατί δεν το περίμεναν το παιδί. Ευθύμησαν. Που από στέρφα μήτρα ξεπήδησε βλαστός, όπως αργότερα από έρημη γη θα ξεπηδούσε άνθος της ερήμου.

Και της ησυχίας.




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.