Στα παλιά αγγλικά, cæppe είναι η κουκούλα. Το κάλυμμα της κεφαλής. Και στα παλιά ολλανδικά kappe. Chappa στα παλιά γερμανικά και cappa στα λατινικά. Κι από κει, capa ισπανικά και chape γαλλικά. Και шапка (shάπκα), το γούνινο καπέλο στα ρώσικα. Κι απ’ την κουκούλα, συνεκδοχικά όλο μαζί: πανωφόρι με κουκούλα. Η μεσαιωνική capa στα λατινικά. Και το ίδιο και στα ελληνικά: κάπα.
Και κρούση. Από το κρούω, *κρούσjω και *krus-, χτυπώ, σπάζω. Στα ρώσικα крушить (κρουshίτ[ι]), καταστρέφω, θρυμματίζω. Και κρούση στη Φυσική. Απ’ το κρούω κι αυτή. Η σύγκρουση δύο σωμάτων, και εξ αυτής η απότομη μεταβολή της κινητικής τους κατάστασης.
Απαραίτητη στους βοσκούς η κάπα. Αφύλακτο επάγγελμα. Έξω. Να φαν τα ζωντανά. Σε μέρος με τρυφερή βλάστηση, χαμαί, πολύ κοντά στο έδαφος. Τριφύλλι, γρασίδι, θαμνάκια, ραδίκια, αγριόχορτα. Δε σταματάν. Έξι - εφτά ώρες τη μέρα αυτή η δουλειά. Μασουλάνε. Κι εσύ περιμένεις. Και καταφύγιο να ’χει, κάνα χάλασμα, δε μπορεί, δε θα ’σαι όλην ώρα μέσα. Που, τι καταφύγιο. Άντε να κόψει λιγάκι τον άνεμο. Άντε να σε φυλάξει απ’ τη μπόρα, μη γίνεις μουσκίδι.
Την υπόλοιπη ώρα θα ’σαι έξω. Και τη θες την κάπα σου. Να σε κρατήσει, ν’ αντέξεις. Να γίνει κουκούλι, μόνωση, να κρατάει του κορμιού τη ζέστα και του κεφαλιού, και να μην την αφήνει να χάνεται. Για ώρα πολλή. Στο πουθενά καθώς στέκεσαι. Σε μέρος που δεν περνάει ψυχή. Χωρίς κοντά χωριό ή δρόμο να βρίσκονται ανθρώποι. Τίποτα. Μόνο τ’ αχνά μονοπάτια που βγάζουν στο βοσκοτόπι. Στην πλαγιά. Το πολύ, κάτω να περνάει τρένο.
Γιατί περνάν γραμμές σε τέτοια μέρη. Εκεί που κατηφορίζουν οι πλαγιές, εκεί φιδωτά πιάνει κι ακολουθεί η διάνοιξη. Και βάνει τα χαλίκια. Υπόστρωμα. Κι απάνω τούς στρωτήρες. Τις τραβέρσες. Από γερό ξύλο. Πρίνο ή βελανιδιά. Ή οξιά. Δοκάρια χοντρά, γερά, βαφτισμένα σε συντηρητικά και αντισηπτικά. Να μη χαλάνε. Ώστε μετά να πατήσουν στα σίγουρα οι ράγες. Χαλύβδινες. Μια από δω και μια από κει, περίπου ενάμιση μέτρο η μία από την άλλη. 1.435 χιλιοστά για την ακρίβεια. Τόσο είναι συνήθως.
Κομμάτια οι ράγες. Τα πιάνουν γερά, καθένα με το επόμενο, με αμφιδέτες. Σίδερο μέσα, σίδερο έξω και μπουλόνια. Και μένει και κενό. Να ’χουν λίγη απόσταση μεταξύ τους – άμα πιάνει ζέστη κι άμα πιάνει πάγος, να μπορούν να μακραίνουν και να κονταίνουν οι ράγες, ανάλογα. Διαστολή, συστολή. Να ’χουν περιθώριο. Μην ακουμπήσουν και στραβώσουν. Περνάει λοιπόν η ρόδα του τρένου η σιδερένια και πατάει με το επίσωτρο το γυαλιστερό στο κενό. Τακατάκ οι πίσω ρόδες του βαγονιού και τακτάκ οι μπρος του επόμενου. Και πάλι τακατάκ και τακτάκ. Και ξανά. Τακατάκ και τακτάκ. Ώς να περάσει το τελευταίο βαγόνι. Ρόδες μοναχές, χωρίς επόμενες. Τακατάκ.
Γραμμή μονή. Και τα κανονίζεις, ποιος θα περνάει και πότε. Με τηλέφωνα και με σήματα. Από σταθμό σε σταθμό. Τις προτεραιότητές σου. Έχεις τα εξπρές. Που βιάζονται. Κι έχεις και τα εμπορικά. Και τις πόστες. Αυτά τα σταματάς παντού. Σε κάθε σταθμό. Και περιμένουν. Οπότε ρυθμίζεις. Είναι φορτάμαξες; Τις περνάς στη μόρτα. Στη νεκρή γραμμή, την αδιέξοδη. Που δεν οδηγεί πουθενά. Μόνο για αναμονή. Να περάσει το εξπρές να φύγει, κι ύστερα τις βγάνεις με ελιγμό, να εξακολουθήσουν κι αυτές τον δρόμο τους. Με το καλό.
Εδάφη λοφώδη και ορεινά. Βράχια και βοσκή ανάμεσα. Και ψιλόβροχο. Θαμπωμένος ο καιρός. Ομίχλη σύννεφο, χαμηλό και κρύο. Κυριακή, έχει και μπάλα. Της Κυριακής τα μεσημέρια. Πανιώνιος - Ολυμπιακός. Και ΠΑΟΚ - Άρης. Ματς. Ηρακλής - Καβάλα. Και τσίπουρο. Τρανζιστοράκι. Περνάει τη μεσαία γραμμή, ψηλοκρεμαστή μπαλιά, μελέ στη μικρή περιοχή, λάθος της άμυνας. Τα ζωντανά να βοσκάν. Και τα τρένα στις ράγες. Το γρήγορο στη γραμμή. Και το αργό να περιμένει. Αναμονή.
Έχεις και τις αμφίαιχμες γραμμές. Αυτές, και οι δυο τους άκριες βγάζουν στην κύρια. Αντί στη μόρτα, την περνάει ο κλειδούχος την πόστα στην αμφίαιχμη, εκεί να στέκεται, με μηχανή αναμμένη. Περνάει το γρήγορο διέλευση, ελευθέρα, να μη σταματήσει. Πράσινη σημαία. Κι ύστερα επιβιβάζεις και την πόστα. Καλάθια, κόσμος, κότες, κακό, και τη διώχνεις κι αυτή. Χωρίς ελιγμό. Και φεύγει, πάει στο καλό. Και γίνεται ησυχία.
Κι έχεις και τους σημαφόρους σου. Semaphore signal. Семафор. Semáforo ferroviario. Που φέρουν το σήμα. Πατέντα τού Joseph James Stevens. Ψηλούς πυλώνες δίπλα στη γραμμή με πάνω πάνω έναν βραχίονα. Σαν μπράτσο. Να τον βλέπει ο μηχανοδηγός. Αν ο βραχίονας κρέμεται, χαλαρά, σα χέρι στο πλάι, σαν ξεκούρδιστος, όλα καλά. Αλλά αν είναι σηκωμένος, ντούρος, οριζόντιος, αυτό θα πει κίνδυνος. Σταμάτα, θα πει. Αλτ. Ο μηχανοδηγός να πέσει στην πέδη. Στοπ.
Και τους σταθμάρχες, και τις αμφίαιχμες, και τους σημαφόρους. Για να μη σου ξεφύγει. Μην γίνει κι έρθουν στην ίδια γραμμή το ’να και τ’ άλλο τα τρένα. Να μη μπορεί να ’ρθούν αντίθετα. Πόσα ποδάρια να σπάσει ο διάολος! Πρέπει να γίνει χάλι. Πρέπει να μην τα συνεννοηθείς, να σου φύγει πρέπει το ’να τρένο απ’ τον ένα σταθμό, να σου φύγει ταυτόχρονα και τ’ άλλο από τον άλλο σταθμό – να μη συνεννοηθείς καθόλου.
Κεντρική κρούση. Ή μετωπική. Λέγεται η κρούση κατά την οποία τα διανύσματα των ταχυτήτων των κέντρων μάζας των σωμάτων που συγκρούονται βρίσκονται στην ίδια ευθεία. Και αν τα δύο σώματα μετά την κρούση κινούνται σαν ένα, αν έχουμε δημιουργία συσσωματώματος, η κρούση λέγεται πλαστική.
Να σου φύγουν κι απ’ τους δύο σταθμούς, και να σου φύγουν κι απ’ τους σημαφόρους. Να τους σηκώσεις τους σημαφόρους αλλά να ’ναι αργά – να ’χουν περάσει από κει.
Ορμή είναι το γινόμενο της μάζας m αντικειμένου επί την ταχύτητά του u. Είναι διανυσματικό μέγεθος, όπως και η ταχύτητα, κι έχει τη φορά και τη διεύθυνσή της.
Και να πάρεις αυτοκίνητο να τρέξεις να πας να τους προφτάσεις τους ανθρώπους. Αλλά μέχρι ένα σημείο πηγαίνει ο δρόμος. Μετά δεν έχει. Κι έχουν περάσει κι από κει. Τακτάκ.
Εάν ένα σώμα ασκεί δύναμη σε κάποιο άλλο σώμα, τότε και το άλλο σώμα εξασκεί πάνω στο πρώτο δύναμη ίση και αντίθετη.
Στις φιδωσιές τής χάραξης δε μπορούν να δουν πέρα μακριά. Δε βλέπουν σε απόσταση, να δουν ο ένας τον άλλον, να σταματήσουν. Δε θα δουν.
Που κατεβαίνει η μορφή απ’ το εικόνισμα. Με τα σμιχτά μαλλιά και τις παλάμες τις άγιες. Και τα μάτια, τα μεγάλα, τα μελαγχολικά, τις αποστεωμένες κόγχες. Με τις φτερούγες του. Και βγαίνει στην πλαγιά, αγνάντι, στο χιονόνερο. Κι ανεμίζει την κάπα του τη μαλλιαρή, τα χέρια τα λιγνά. Να ιδούν οι μηχανοδηγοί. Να ιδούν έγκαιρα, να πεδήσουν.
Κι αυτοί νομίζουν πως τους χαιρετάει ο βοσκός.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου