Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Κύκλος

Από το *kʷel-. Πανάρχαια ρίζα. Αμάρτυρος τύπος. Δηλαδή που δεν τον έχουμε βρει γραμμένο κάπου. Αλλά που τον συμπεραίνουμε. Εξετάζοντας ατέλειωτες μεταγενέστερες φανερώσεις και παράγωγα, γεννημένα σ’ όλες τις θυγατέρες γλώσσες κι από κει δανεισμένα παντού, δεξιά αριστερά.

Εξετάζοντας, ας πούμε, το ελληνικό κύκλος, το λατινικό cyclus και το αγγλικό cycle. Κυριολεκτικά, δηλαδή το γεωμετρικό σχήμα, αλλά και μεταφορικά: την κυκλική κίνηση, ανθρώπων και γεγονότων. Και την ομάδα. Ή την κατηγορία. Τον κύκλο των ποιητών, ας πούμε. Τον κυκλώνα αλλά και την εγκυκλοπαίδεια και την εγκύκλια παιδεία. Και τον Κύκλωπα, τον Στρογγυλομάτη. Και τον επίκυκλο του Κλαύδιου Πτολεμαίου, τον κύκλο εν κύκλω. Και τον κύλινδρο και το κυλίω.

Ή τη μετάπτωση σε πόλο: από το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό *kʷel- στο *kʷol- κι από κει στο pol-. Ελληνικά πόλος, λατινικά polus. Αγγλικά pole. Στον γήινο ή στον μαγνητικό πόλο, αλλά και σ’ ό,τι περιφέρεται γύρω από κάτι άλλο: στον θαλαμηπόλο και στον ονειροπόλο. Και στα περίπολα. Και στο πάλι. Ξανά, δηλαδή. Που εσήμαινε προς τα πίσω. Παλινδρομώ. Παλίμψηστο.

Ή εξετάζοντας το σανσκριτικό चरति (cárati), κινούμαι, περιφέρομαι, τριγυρίζω. Και το चक्रम् (cakra), περίοδος, κύκλος, τροχός. Στα σημερινά περσικά το چریدن (čaridan) αλλά και στα τατζικικά το чаридан (τσαριντάν): βόσκω και οδηγώ για βοσκή. Και στα αλβανικά το sjell, φέρνω, γυρίζω, χασομεράω.

Και φυσικά το λατινικό colere, καλλιεργώ, κατοικώ. Το cultus, την καλλιέργεια. Και την φροντίδα. Τον βουκόλο που φροντίζει τα βόδια. Και μεταφορικά την πνευματική καλλιέργεια, την κουλτούρα. Και τον κουλτουριάρη, και δε συμμαζεύεται. Και τις αναρίθμητες λατινογενείς συγγένειες: την αγγλογαλλική culture, την γερμανοπρεπή Kultur, την ουγγρική kultúra, την λατινο cultura, την kültür των τουρκικών, και τη φινλανδική kulttuuri.

Και το λιθουανικό kelias, τον δρόμο, την οδό. Το νορδικό hvel, κύκλος και τροχός. Το παλιό αγγλικό hweol και το σημερινό wheel. Ρόδα και τροχός, του αυτοκινήτου αλλά και της τύχης. Και τα αντίστοιχα σλαβικά, το πολωνικό koło, τροχός, το ρώσικο колесо (καλεσό), ρόδα, το τσέχικο kolo και το βουλγάρικο колело (κολελό), ρόδα και ποδήλατο.

Και το коло, που στις νότιες σλαβικές γλώσσες είναι τροχός, είναι όμως και χορός. Όχι αυτό που λέμε dance. Όχι δηλαδή η ρυθμική σωματική κίνηση που ακολουθεί τη μουσική. Αυτή η λέξη έρχεται από τα παλαιά γαλλικά: dancier. Ίσως από το *dintjan, από το παλιό dintje, τρέμω, ριγώ. Κι από κει danzare ιταλικά, danzar ισπανικά, dansa ρουμάνικα, tanzen γερμανικά και танцевать (ταντσιεβάτ[ι]) ρώσικα.

Όχι. Коло (κόλο) στις γλώσσες αυτές, ας πούμε στα σέρβικα, είναι ο κύκλιος χορός. Αυτός που αναφέρει ο Ξενοφών στον Οικονομικό του (8.20): ὥσπερ καὶ κύκλιος χορὸς οὐ μόνον αὐτὸς καλὸν θέαμά ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸ μέσον αὐτοῦ καλὸν καὶ καθαρὸν φαίνεται. Ακριβώς όπως ο χορός σε κύκλο που δεν είναι μόνο ο ίδιος όμορφο θέαμα, αλλά και το τίποτε μεσ’ τη μέση, κι αυτό όμορφο και καθαρό είναι.

Коло, λοιπόν. Ο κύκλιος. Που πιάνονται οι ανθρώποι, ομάδι, χέρι χέρι, ο ένας τη θέρμη του αλλουνού, με το τρέμουλο, με σφιχτάδα και με λαχάνιασμα. Με το ομόθυμο. Κάπως όπως στην φάλαγγα, στην αρχαία μάχη. Δουλειά του καθενός να καλύπτει τον επόμενο. Σειρά αδιάσπαστη. Η σύντηξη των επιμέρους και δι' αυτής η παραγωγή συλλογικής οντότητας. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί το μέγα τίποτα. Η μόνη βεβαιότητα του ανθρώπου – αυτή που δεν αντιμετωπίζεται ατομικώς.

Коло στα σέρβικα και kolo στα κροάτικα. Κύκλος. Και στα βουλγάρικα хоро (χορό) και στα βορειομακεδόνικα оро (ορό), από την άλλη λέξη εδώ, τον χορό. Που όμως ούτε αυτή εσήμαινε dance. Δεν εσήμαινε τη ρυθμική κίνηση ενός εκάστου. Εσήμαινε κοινωνία. Συνεύρεση. Άλλου βέβαια ετύμου ο χορός, αγνώστου, αλλά κι αυτός κύκλο ήθελε να πει.

Κύκλο, γύρω γύρω όλοι, που παίζουν τα παιδιά, σαν το γλυπτό που ήταν στο σιντριβάνι μπροστά στον σιδηροδρομικό σταθμό τού Βόλγκαγκραντ, της Πόλης τού Βόλγα. Γλυπτό διάσημο. Έξι παιδάκια που χορεύαν πιασμένα χέρι χέρι ένα γύρω. Και στη μέση ο φίλος τους ο κροκόδειλος. Όλοι μαζί. Детский хоровод. Ντιέτσκιι χαραβότ. Ο παιδικός χορός.

Γλυπτό τού 1939. Το Βόλγκαγκραντ λεγόταν τότε Στάλινγκραντ. Κι ήταν μόλις τεσσάρων ετών το γλυπτό όταν ο Κονσταντίν Ρακασόφσκι, ο πολωνορώσος στρατηγός και καμιά διακοσαριά χιλιάδες φαντάροι διέλυαν τα πλευρά των εισβολέων και εγκλώβιζαν διακόσιες πενήντα χιλιάδες προσωπικό —όλη την Έκτη τού Πάουλους— μέσα στα χαλάσματα της πόλης.

Операция «Кольцо». Απεράτσια «Καλτσό». Από το колесо (καλεσό). Κυκλάκος. Δηλαδή δαχτυλίδι. Δηλαδή θηλειά. Επιχείρηση «Θηλειά».

Ήταν Ιανουάριος τού 1943. Σαν σήμερα. Δέκα του μηνός. Που έκλεινε ο κύκλος γύρω από τους Γερμανούς, και μαζί ο πρώτος αυτός κύκλος του Πολέμου.

Κύκλους που κάνουν τα πράματα...
















Φωτογραφία: Эммануил Ноевич ЕвзерихинΕμμανουήλ Νόγιεβιτς Γιεβζερίχιν23/8/1942.


-------------------------

Ο κύκλος αυτός περί... κύκλου, ξεκίνησε τον κύκλο του στον κύκλο «Μιλάμε σωστά, γράφουμε σωστά», με την ανάρτηση της Έφης Αργυρακούλη για το κυκλάμινο, τις Κυκλάδες, τον βουκόλο, την παλίρροια και την εντελέχεια, αφού είχε προηγηθεί εκείνη της Ελένης Λελεδάκη περί του πέλομαι.





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.