Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Βέροια




Ποτέ δεν ξέρεις πώς θα εξελιχθούν τα πράματα, προς ποια κατεύθυνση. Ποτέ η μορφή που θα ῤθει δεν είναι γνωστή. Το μόνο δεδομένο είναι ότι θα αποσυντεθεί η μορφή που ξέρεις. Αυτή μπροστά σου. Αλλά πώς, αυτό δεν το ξέρεις.

Κάνεις το σχέδιό σου για το σπίτι σου με κάθε επιμέλεια. Με αγάπη. Με μεράκι. Ρωτάς τους καλύτερους. Και πληρώνεις τους πιο ξακουστούς. Ξέρουν αυτοί. Ξυλοδεσιά. Πρώτον και κύριον αυτό. Διότι τα ξύλα έχουν πολύ μεγάλη μηχανική αντοχή. Κι είναι ελαστικά. Δεν τα τρομάζουν οι δυνάμεις πάνω στη λιθοδομή – οι καταπονήσεις, οι στρέψεις, οι θλίψεις. Μένουν αλώβητα από τους σεισμούς – και σεισμούς κι αν έχεις ν’ αντιμετωπίσεις. Βάνεις λοιπόν την ξυλοδεσιά σου, απ’ την έξω και απ’ τη μέσα παρειά του τοίχου σου, και γεμίζεις με το τούβλο σου, με τους πλίνθους, κι έρχεται και δένει. Γιατί οι δυο παρειές, η μέσα και η έξω, πιάνουνε κουβέντα. Έχουν πια συνεννόηση, να πούμε. Γιατί έχεις συνδέσει γερά γερά και τα στοιχεία τα ξύλινα μεταξύ τους, τα σενάζια, τα ’χεις δέσει με κλάπες, κατάλαβες; Ε, τι να τρομάξει αυτό; Ο κόσμος να χαλάσει. Θηρίο.

Και τραβάς και πρέκια και ποδιές στα παράθυρα και στις πόρτες, οπότε είναι όλο μαζί μια αρματωσιά. Παραγγέλνεις το ξύλινο το παντζούρι σου ακριβώς στα μέτρα που το θέλεις – είναι αυτοί κάτι μαστόροι, άλλοι σαν αυτούς δεν έχει. Κι η γρίλια κοιτάει κάτω, να μπορεί το κορίτσι να κοιτάζει έξω να δει ποιος είναι που περνάει κι εκείνος να μην ξέρει – αυτό μας έλειπε, έτσι είναι το σωστό. Μικρύναν βλέπεις τα μέρη, ο ένας πα στον άλλον πια. Κάποτε αυτά δε γίνονταν.

Κι ας βάλουν αργότερα και σοβά απ’ έξω, άμα θέλουν. Τώρα είναι πια της μόδας και τα σκεπάζουν με σοβά – μια χαρά είναι, μην ξινίζεις τα μούτρα σου, παίρνει κι ασβέστωμα, και βάψιμο, κι όλα τα καλά. Μήπως να βάλουμε από τώρα ένα σοβαδάκι, δεν ξέρω, θα μείνουν οι ξυλοδεσιές αφανείς, που τις λένε, αλλά και τι σε πειράζει; Να πούμε και την αμαρτία μας, ή τις κάνεις κούκλες τις δεσιές να φαίνονται κι όλας, ή άμα θέλεις να κάνουν τη δουλειά τους και δε δίνεις και τόση σημασία πώς φαίνονται, τράβα κι ένα σοβά από πάνω, έτσι δεν είναι; να ’χεις το κεφάλι σου ήσυχο.

Και κάγκελα στο παραθύρι, πια δεν ξέρεις ποιος περνάει και τι θέλει, γίνηκε αλλιώς ο κόσμος, βάνεις το κάγκελό σου κι όλα καλά. Τη νύχτα το σπίτι θέλει φύλαξη, τι θα κάνεις, θα καίει όλη νύχτα μέσα το φυτίλι; Όχι βέβαια. Ή που θα ’χεις απ’ έξω – τι θα ’χεις; δαδί αναμμένο; Δε γίνονται αυτά. Τώρα, λίγο μετά, πάντως βάλε ένα κάγκελο.

Έτσι που λες. Το φκιάνεις όσο καλύτερα ξέρεις, και μη στενοχωριέσαι. Δε θα σκάσουμε. Το κορίτσι να ’ναι καλά, κι έναν καλό γαμπρό, και τι χολοσκάς – δε θα μείνει όπως το ’φτιαξες, αυτό δεδομένο. Μπορεί να το αλλάξουν οι δυο τους. Μπορεί να χτίσουν και το δίπλα. Ή μπορεί να το αφήσουν, να παν να κάτσουν αλλού. Μπορεί να το πουλήσουν, κούφια η ώρα. Μη θυμώνεις, μωρέ, τι είπα και σε πείραξε;

Τι κάνεις τώρα; κλαις; μεγάλος άνθρωπος; Πού να ξέρεις τι θα γίνει – αυτό προσπαθώ να σου πω. Μην τα παίρνεις έτσι. Ότι θ’ αλλάξει, θ’ αλλάξει, κατάλαβες; Αυτό λέω. Τι στενοχωριέσαι. Το πώς δεν ξέρεις.

Αυτό δα έλειπε, να ξέραμε και πώς. Μακριά από μάς.


---------------------------

Οδός Ρήγα Φεραίου, Άνω Πόλη, 591 32 Βέροια.





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.