Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μοίρα



Ένι μένι του-του μένι
τρία ρομ, καζακόμ
πιφ τα λεβά-ντα πιφ.

Και μοιρασιά το λέγαμε αυτό. Τα βγάζαμε. Ποιος θα τα φυλάει. Ή ποιος θα αποκλειόταν. Σ’ αυτόν που έπεφτε η κατάληξη, η τελευταία συλλαβή, αυτός ήταν που θα έκανε ό,τι είχαμε κανονίσει να γίνει. Ή αυτός που θα έβγαινε από το παιγνίδι.

Όντσε μπόντσε στσούπενο πιρόντσε (онче бонче счупено пиронче), λεν τα βουλγαράκια. Άινε κλάινε ντίκμαντάμ, φούαρ μιτ άινερ άιζενμπάν (eine kleine Dickmadam fuhr mit einer Eisenbahn), τα γερμανάκια. Ένικι, μπένικι, γιέλι βαριένικι (эники, беники ели вареники), τα ρωσάκια. Ίνι μίνι μάινι μόου (eeny, meeny, miny, moe) αγγλικά. Αμ στραμ γκραμ, πικ ε πικ ε κολεγκράμ, (Am, stram, gram, pic et pic et colégram), ναι γαλλικά, τι άλλο. Δεν έχει γλώσσα που τα παιδιά δεν τα μοιράζουν. Ίτσιμπάν χάτζιμέ βα ιτσινόμιγιά (一番はじめは一の宮) τα γιαπωνεζάκια. Αφού δεν έχει γλώσσα με χωρίς παιδιά – έχει;

Και μήπως, παιδιά ξεπαιδιά, μήπως έχει γλώσσα που δε χρειάζεται να τα μοιράσεις; Σε κάθε περίσταση, αν δε βρεις τι αναλογεί στον καθένα —και τι σου αναλογεί εσένα—, πώς θα πας παρακάτω; Πρέπει να μοιράσεις την τράπουλα, να μοιράσεις και την περιουσία. Τους ρηγάδες και τους βαλέδες στην τύχη, αφού τη μοίρα θες να σκαλίσεις. Το ριζικό. Αλλά τα ακίνητα και τα μετρητά θέλουν δικηγόρους και λογιστάδες. Εκεί δεν έχει δοκιμές και τυχαιότητες και ριζικά. Έχει σκυλοφαγώματα. Αφού αυτή πήρε το ρετιρέ, εγώ να πάρω το οικόπεδο το παραθαλάσσιο – την νόμιμη μοίρα, έτσι δεν πάει; Άλλωστε το ίδιο μάς αγαπούσε ο μακαρίτης. Μην πω εμένα πιο πολύ. Μην ανοίξω το στόμα μου τώρα.

Αρχαία η ρίζα, πανάρχαιη στη δική μας γλωσσική γειτονιά – αυτό το απέραντο γλωσσικό χαλί από τα ισπανικά ώς τα χίντι κι από τα ισλανδικά ώς τα πέρσικα: *smer-. Το που προώρισται. Το μερίδιο. Η μερίς και το μέρος. Η ειμαρμένη.

Οπότε πιάνει ο άλλος και σου χωρίζει και τον κύκλο σε μοίρες. Σε μέρη, δηλαδή. Σε μοιράσματα. Τριακόσια εξήντα από δαύτα, σου λέει. Και σε μοίρες μοιράζουμε και τ’ αεροπλάνα. Δύο μοίρες βομβαρδιστικών, κύριε. Και μία μοίρα καταδιωκτικά. Με τον μοίραρχό της. Με τα χρυσά του και τα λιλιά του – πλάκα τα γαλόνια.

Αλλά, η ίδια ρίζα, άμα βάλεις τα μαύρα σου γυαλιά, βλέπεις άλλο έργο. Lasciatemi morire! θρηνεί η Αριάνα τού Μοντεβέρντι. Αφήστε με να πεθάνω! Η μοίρα ως θάνατος. Cuestión de vida o muerte, ζήτημα ζωής και θανάτου για τους Ισπανούς. Mourir de mort naturelle – ορίστε, άμα ξέρεις γαλλικά, πεθαίνεις από φυσικό θάνατο. Και, memento mori, φίλε. Μέμνησο του θανάτου. Μη σφυράς αδιάφορα. Morituri te salutant. Οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν.

Από άλλη διαδρομή, να την η ίδια ρίζα που 'χει κρατήσει τον συριγμό ανέπαφο, στη θέση του: смертию смерть, σμέρτιου σμέρτ(ι), θανάτω θάνατον, λένε στα ρώσικα στο Χριστός Ανέστη. Αυτό που στα ισπανικά είναι con su muerte la muerte. Και στα λατινικά morte mortem. Mirtimi mirtį στα λεττονικά και τα λιθουανικά. Και smrtí smrt στα τσέχικα – νάτο πάλι το σίγμα. Ξέρω γιατί έμεινες με το στόμα ανοιχτό. Σμρτ, έτσι; Πώς το προφέρει αυτό! Κι όμως. Έχει κόλπο. Άμα φωνάξεις το ρ και το τονίσεις κι όλας, θα δεις ότι προφέρεται μια χαρά η λέξη. Ξέρει αυτός. Για δοκίμασε: σμρτ!

Κι άλλες διαδρομές, κι άλλα παιγνίδια. Το σ ξαναχάνεται, και мор (μορ) γίνεται στα ρώσικα η μάστιγα, ο λοιμός, το θανατικό. Και морить (μαρίτ) εξολοθρεύω. Έλα όμως που η λέξη ήταν ήδη παρούσα αλλιώς – το παιγνίδι των μεταμφιέσεων. Στην ίδια φράση, σου ’ρχεται από δω σαν θάνατος κι από κει σαν λοιμός: třetina v tobě zemře morem. Στα τσέχικα το 5:12 τού Ιεζεκιήλ. Το τρίτον σου θέλουσιν αποθάνει υπό λοιμού. Mor ο λοιμός και zemřít, αποθνήσκω. Ότι και καλά είναι άλλες λέξεις. Τι λες ρε φίλε.

Και το πράμα απλώνεται παντού – έτσι γίνεται με τη γλώσσα. Και σου επιστρέφει και ως μόρα, κι αν είσαι από τας Σέρρας, ως μουριάβα. Υπνική παράλυση (sleep paralysis). Μυαλό και αισθητήρια ξύπνια, αλλά ο μηχανισμός που ελέγχει τους μύες υπνώττει. Εφιαλτική κατάσταση. Θανατίλα. Πάλι, αν είσαι τρενιτζής, βάνεις το τρένο στη μόρτα. Στη νεκρή γραμμή, που δε βγάζει πουθενά. Ντεντ εντ. Το βάζεις εκεί και το παρκάρεις, μέχρι να ’ρθεί ειδοποίηση από τα κεντρικά, τι θα το κάνουμε. Και μην παριστάνεις τον μόρτη, έτσι δε λέμε; Θρασείς τύποι αυτοί. Τυμβωρύχοι. Νεκροθάφτηδες. Σαν αυτούς που βάζει ο Σέξπιρ να μιλάν για το φάντασμα. Πολλή πλάκα. Σιγά που θα τρομάζαν – αυτοί μπορούν να μιλήσουν για τα πάντα – αφού με νεκρούς καταπιάνονται.

Και τι να σε τρομάξει, στο τέλος της γραφής; Τα ίδια δε σκεφτόμαστε οι άνθρωποι από πάντα; ὅτε μιν μόρος αἰνὸς ἱκάνοι, λέει ο Τυφλός. Όταν θα τον ζυγώνει άσπλαχνη μοίρα. (Σ 465). Και μορτός ο θνητός, κι αφού μορτός θα πει θνητός, ε, δε θα πει και άνθρωπος; Μια ιδέα είναι όλα. Κι αφού από την ίδια ρίζα έρχεται ο βροτός, το *mr̥twós, τότε θα πει νεκρός, θα πει και θνητός. Το ίδιο μάς κάνει, διαφωνείς;

Δεν είναι όλα τα εδάφη στέρεα, να βρεις τις σχέσεις με σιγουριά. Συγγενεύει το mortar, το κονίαμα, που είναι διαλυμένα, θρυμματισμένα, κακοποιημένα πράματα; Έτσι λένε κάποιοι. Οπότε συγγενεύει και η μορταδέλα. Ίσως. Πάντως η αμβροσία συγγενεύει οπωσδήποτε, από τον βροτό και τον άμβροτο. Και το मृणाति (μρνάτι) συγγενεύει κι αυτό – σανσκριτικά, σκοτώνω, καταστρέφω, διαλύω, θρυμματίζω θα πει. Και το αρμένικο մեռանիմ, μέρανιμ, πεθαίνω, τελειώνω, όπως και το μαραίνομαι των ελληνικών, κι αυτά συγγενεύουν. Κι ο κροάτης νεκρός, ο mrtav. Κι ο ελληνικός καταμερισμός και ο επιμερισμός, το μόριο και το τεταρτημόριο, τα Ξενάκεια μόρσιμα και αμόρσιμα, το ηπειρώτικο μοιρολόι κι ο επαρχιώτης μέραρχος. Καθώς και ο γοτθικός φόνος, ο maurþr – όλ’ αυτά συγγενεύουν σίγουρα. Και μαζί και το παλιό αγγλικό morþ, μορδ, φόνος, μαζί κι αυτό. Ορίστε, εδώ είμαστε: Murder on the Orient Express.

Φόνος αλλά και αυτοκτονία. Το πρόβλημα του Φλάβιου Ιώσηπου. Σε μια ομάδα ανθρώπων, για κάποιον λόγο ζωής και θανάτου, κάποιοι από αυτούς θα πρέπει να θυσιαστούν για να σωθούν οι υπόλοιποι. Πού πρέπει να σταθείς μέσα στον κύκλο, εσύ και οι φίλοι, ώστε, καθώς θα τα βγάζετε, να είστε εκείνοι που θα σωθούν;

Να που επιστρέφουμε στη μοιρασιά και στον θάνατο. Στα μαθηματικά τής μοίρας. Ανακατέψαμε την τράπουλα και κόψαμε. Και τώρα να μοιράσουμε. Σαν τα παιδιά: α μπε μπα μπλομ. Του κίθε μπλομ. Βγαί-νεις και-τα φυ-λάς ε-σύ! Μαθηματικά ή μαγικά; Ξέρεις πού να σταθείς στον κύκλο, ή όποιον πάρει ο χάρος;

Από μικρό κι από τρελό...


--------------------

Πηγές: Κούβελας, Τσακαλώτος, Chantraine, Μπαμπινιώτης, Buck, Πανταζίδης, Δημητράκος, Cassel, Pape. Και διαδίκτυο.





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.