Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Σοφία

Θα μπορούσε να ’ταν άνθρωπος. Ένα κορίτσι, ας πούμε.

Με σάρκα και οστά. Ξανθή, μελαχρινή – ξέρω ’γω. Ό,τι μπορεί ο καθείς. Πιο γεμάτη, πιο αδύνατη. Πιο μεγάλη, πιο μικρή. Νέα. Μικρούλα, μπορεί. Να πηγαίνει σχολειό και να μαθαίνει γράμματα. Για σκέψου! Γράμματα σπουδάγματα, του θεού τα πράματα. Να ’χει μάτια μεγάλα και να ψάχνει τον κόσμο. Τι να ’ναι το ’να και τι το άλλο. Να αναζητά. Έχεις δει κορίτσι να αναζητά; Τίποτα δεν έχεις δει.

Που αποξεχνιέται. Και το μάτι χαλαρώνει – αχ αυτό το μάτι. Παύει να εστιάζει, ώστε πια βλέπει παντού. Αφουγκράζεται εντός κι εκτός – μάτι κοιτά και μάτι ακούει. Και γίνονται οι διεργασίες. Καθώς παντρεύεται ο κόσμος, όλος, και δοκιμάζονται τα ταιριάσματα, οι αρμοί, τι αντέχει και τι όχι. Και βρίσκεται τι δένει και τι περσεύει. Νησί με νησί, αποχτά νόημα η κοινή στεριά υποκάτω.

Καιρό παίρνει. Ξανά και ξανά. Δοκιμές, και ταλέντο. Χάρι. Να προσέχεις. Κι όταν δεν προσέχεις, που δε θα προσέχεις, σε ξέρω τι άνθρωπος είσαι, εντάξει, να το ξέρεις όμως ότι είναι επειδή δεν πρόσεχες. Όχι να τα μπερδεύεις. Να ξέρεις τη διαφορά, άλλο οι φωνές, κι άλλο τα όντα. Να τα μαθαίνεις, αυτά να σιγάν, και τ’ άλλα ν’ ακούγονται.

Κι όλο και μεγαλώνει η μικρή κι όλο κι ομορφαίνει. Των δακρύων. Όλο και πιο σιωπά. Τεκτονικές τακτοποιήσεις, κι ύστερα, ας το πούμε διευθέτηση. Ειρήνη. Εξίσωση τάσεων. Όσο είναι δυνατόν. Με όλα πια ελεύθερα. Όλα ένα και τίποτα. Μια σκιά. Έχεις δει μάτι που να γνωρίζει; Δεν έχεις δει τίποτα.

Άνθρωπο την κάναμε. Έτσι είμαστε εμείς. Τις κάνουμε ανθρώπους αυτές, για να τις προσλαμβάνουμε. Αυτήν τής κάναμε και θυγατέρες. Την Πίστη, την Ελπίδα και την Αγάπη. Προφανές. Βάνουμε κι έναν Αυτοκράτορα, την έξω δύναμη, το κράτος, τον βάνουμε να τις βασανίσει, μάνα και κόρες. Αγιάζουν αυτές, κι έρχεται και βγάζει νόημα, έτσι δεν είναι; Κάνουμε δουλειά.

Γι’ αυτό. Γιατί περιπατεί επί πτερύγων ανέμων. Κι αν δεν την πάρεις να την κάνεις άνθρωπο, θα χαθείς ο καημένος. Θα σαλέψεις. Δε σου φτάνει ό,τι είσαι για να την δεις.

Η άγνωστη. Η δούλη του θεού Σοφία.







Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...