Θα μπορούσε να ’ταν άνθρωπος. Ένα κορίτσι, ας πούμε.
Με σάρκα και οστά. Ξανθή, μελαχρινή – ξέρω ’γω. Ό,τι μπορεί ο καθείς. Πιο γεμάτη, πιο αδύνατη. Πιο μεγάλη, πιο μικρή. Νέα. Μικρούλα, μπορεί. Να πηγαίνει σχολειό και να μαθαίνει γράμματα. Για σκέψου! Γράμματα σπουδάγματα, του θεού τα πράματα. Να ’χει μάτια μεγάλα και να ψάχνει τον κόσμο. Τι να ’ναι το ’να και τι το άλλο. Να αναζητά. Έχεις δει κορίτσι να αναζητά; Τίποτα δεν έχεις δει.
Που αποξεχνιέται. Και το μάτι χαλαρώνει – αχ αυτό το μάτι. Παύει να εστιάζει, ώστε πια βλέπει παντού. Αφουγκράζεται εντός κι εκτός – μάτι κοιτά και μάτι ακούει. Και γίνονται οι διεργασίες. Καθώς παντρεύεται ο κόσμος, όλος, και δοκιμάζονται τα ταιριάσματα, οι αρμοί, τι αντέχει και τι όχι. Και βρίσκεται τι δένει και τι περσεύει. Νησί με νησί, αποχτά νόημα η κοινή στεριά υποκάτω.
Καιρό παίρνει. Ξανά και ξανά. Δοκιμές, και ταλέντο. Χάρι. Να προσέχεις. Κι όταν δεν προσέχεις, που δε θα προσέχεις, σε ξέρω τι άνθρωπος είσαι, εντάξει, να το ξέρεις όμως ότι είναι επειδή δεν πρόσεχες. Όχι να τα μπερδεύεις. Να ξέρεις τη διαφορά, άλλο οι φωνές, κι άλλο τα όντα. Να τα μαθαίνεις, αυτά να σιγάν, και τ’ άλλα ν’ ακούγονται.
Κι όλο και μεγαλώνει η μικρή κι όλο κι ομορφαίνει. Των δακρύων. Όλο και πιο σιωπά. Τεκτονικές τακτοποιήσεις, κι ύστερα, ας το πούμε διευθέτηση. Ειρήνη. Εξίσωση τάσεων. Όσο είναι δυνατόν. Με όλα πια ελεύθερα. Όλα ένα και τίποτα. Μια σκιά. Έχεις δει μάτι που να γνωρίζει; Δεν έχεις δει τίποτα.
Άνθρωπο την κάναμε. Έτσι είμαστε εμείς. Τις κάνουμε ανθρώπους αυτές, για να τις προσλαμβάνουμε. Αυτήν τής κάναμε και θυγατέρες. Την Πίστη, την Ελπίδα και την Αγάπη. Προφανές. Βάνουμε κι έναν Αυτοκράτορα, την έξω δύναμη, το κράτος, τον βάνουμε να τις βασανίσει, μάνα και κόρες. Αγιάζουν αυτές, κι έρχεται και βγάζει νόημα, έτσι δεν είναι; Κάνουμε δουλειά.
Γι’ αυτό. Γιατί περιπατεί επί πτερύγων ανέμων. Κι αν δεν την πάρεις να την κάνεις άνθρωπο, θα χαθείς ο καημένος. Θα σαλέψεις. Δε σου φτάνει ό,τι είσαι για να την δεις.
Η άγνωστη. Η δούλη του θεού Σοφία.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου