Το πρώτο μάθημα χημείας στο Γυμνάσιο θα μας το έκανε μια αυστηρή κυρία Φυσικού. Όχι το επώνυμον. Ήτο Φυσικού το επάγγελμα, δηλαδή καθηγήτρια. Και Χημικού ήτο. Και το ’να και τ’ άλλο. Αυστηρή και σοβαρή. Λίγο να σκάσει το χείλι της να χαμογελάσει, μπα. Δεν έπαιζε. Μαλλί από κομμωτήριο, έτσι τα κάναν όλες τότε, κουπ φουσκωμένη ολοστρόγγυλη κοντή. Το σύνολο σχημάτιζε ελλειψοειδές στερεό, στη βάση του οποίου ενεγράφετο το φεγγαράκι του προσώπου και την κορυφή κατελάμβανε η κουπ. Σαν παρασημοφορημένες σοβιετικές κοσμοναύτισσες.
Η κυρία Πασχαλέρη, λοιπόν —αυτό ήτο το όνομα τής Φυσικού και Χημικού— περίμενε υπομονετικά στη θλιβερή έδρα να μπούμε από το διάλειμμα. Ποτέ δεν κατάλαβα τι μας έκανε να μπαίνουμε στην τάξη σαν ζώα, λαχανιασμένοι, μιλώντας υψηλόφωνα, εκτοξεύοντας κοινοτοπίες και κρυάδες – αστεία και καλά, τελευταία στιγμή θυμόμασταν να τιμήσουμε ό,τι μαλακία είχαμε παραλείψει κατά το διάλειμμα που μόλις είχε τελειώσει. Αρρένων. Σκέτο. Έτσι ήταν τότε. Από δω τα σερνικά, από κει τα θηλυκά. Άλλα κτήρια. Μην πα και ανακατευτούν τα ζωντανά κι έχουμε παρενέργειες. Αρρένων σκέτο. Ούτε αυτό το κατάλαβα ποτέ, όσο ήμουν στο σχολείο. Δε θα εξημερωνόταν όλη αυτή η ανοησία αν μέσα στην τάξη υπήρχαν και κοπέλες; Δε θα μας έκανε αυτό ευγενέστερους; Προσεκτικότερους; Εναργέστερους; Πιο ανθρώπους;
Περίμενε, τέλος πάντων, η κυρία Πασχαλέρη να εκτονωθεί η ανησυχία μας και να παλουκωθούμε, κατά το δυνατόν, να κάνουμε ησυχία, επίσης κατά το δυνατόν, και να αρχίσει το πρώτο μάθημα. Χημείας. Ναι, δεν είχαμε ξανακάνει μάθημα Χημείας. Τι να ’ταν αυτό, κανείς δεν ήξερε. Κάτι πολύ επιστημονικό, ως φαίνεται. Ίσως είχε έρθει πια η ώρα να περάσουμε σιγά σιγά το κατώφλι της σοβαρής επιστήμης. Έτοιμοι πλέον για τα μεγάλα και σπουδαία. Έφηβοι ξέφηβοι, βλέπεις, την είχαμε δει να γίνουμε κι επιστήμονες. Άμα μεγαλώσουμε.
Και πάνω στην έδρα, απ’ όλα τα σύνεργα του Χημείου, γυαλιά, σωλήνες, πώματα, ουσίες, χρώματα, τζάτζαλα, μάντζαλα, όλα παραμερισμένα, και στη μέση ένα γυάλινο δοκιμαστικό δοχείο. Μόνο του. Μισογεμάτο από ένα κίτρινο θολό υγρό. Και πίσω του η κυρία Πασχαλέρη να μας κοιτάζει.
Για να γίνει κανείς επιστήμων, είπε, χρειάζεται παρατηρητικότητα και θάρρος. Ανοιχτό μυαλό, και τόλμη. Και τα δύο σε ύψιστο βαθμό.
Για να γίνεις επιστήμων! Είχε θίξει τη χορδή. Εντάξει, άλλο που ακόμη δεν είχε κατασιγάσει καλά καλά η ιδρωτίλα και η φασαρία που είχαμε κουβαλήσει από το προαύλιο. Ναι, αλλά, είπαμε: θέλαμε να γίνουμε επιστήμονες. Αυτό δεδομένο. Οπότε; Πού το πήγαινε;
Θέλει κανείς να γίνει γιατρός; ρώτησε. Πετάχτηκαν χέρια ψηλά. Μηχανικός; Άλλα τόσα χέρια. Αρχιτέκτων; Άλλα τόσα. Έτσι ήταν αυτό το σχολείο. Για γιατρούς και πολυτεχνείους – τέτοιους έβγαζε. Παραμορφωμένους.
Ούρα ασθενούς, συνέχισε, δείχνοντας το δοχείο. Εδώ έχουμε ούρα ασθενούς. Και θέλουμε να ξέρουμε αν έχει ή όχι σακχαρώδη διαβήτη. Εντάξει; Τα ούρα των ασθενών από σακχαρώδη διαβήτη έχουν γλυκιά γεύση.
Μας κοίταξε όλους καλά καλά. Δεν ήταν δυνατόν τώρα αυτό. Τι θα πει να ξέρουμε αν τα ούρα έχουν γλυκιά γεύση. Καλή η επιστήμη, αλλά αυτό τι θα πει; Επιστήμων σημαίνει κοστούμι, γραφείο, πληθυντικός και αξιοπρέπεια. Αυτό τώρα; Τσίσα πάνω στο γραφείο; Και μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας, βούτηξε το δάκτυλό της στο κίτρινο υγρό —ούρα, έτσι δε μας είχε πει;— κι ύστερα το έβαλε στο στόμα της και το έγλειψε.
Στην τάξη επικρατούσε νεκρική σιγή. Το προαύλιο είχε ξεχαστεί. Νέος κόσμος αυτός. Επικίνδυνος. Τρομακτικός. Δηλαδή τέτοιος ήταν ο Παστέρ; Οι γιατροί που δοκιμάζαν τα φάρμακά τους οι ίδιοι; Αυτό μας ήρθε στο νου. Οι βιογραφίες τους. Κατακτήσεις. Ρίσκα. Ταξίδι στη Σελήνη. Στον Άρη. Όλα σκίρτησαν. Από τρόμο και φιλοδοξία εξίσου. Η κυρία Πασχαλέρη είπε ήρεμα: ποιος θέλει να δοκιμάσει;
Η σιγή έγινε χειρότερη. Ο Φλέμινγκ και ο Λίβινγκστοουν πρέπει να ήταν πολύ ειδικοί τύποι ανθρώπου. Άμα ανοίξει αυτή η πόρτα, ανοίγει το χάος. Και οι Ήρωες της Επανάστασης. Αυτό πώς μας ήρθε; Κι όμως! Σχετικό ήταν κι αυτό. Οι μεγάλοι νομοθέτες. Ο Σόλων. Κι ο Ευκλείδης. Ο Αρχιμήδης.
Κανείς; ρώτησε η κυρία Πασχαλέρη.
Η ησυχία είχε γίνει ταπεινωτική. Είχαμε ξαφνικά γίνει αυτό που ήμασταν: μικροέφηβοι – άρτι αποφοιτήσαντες από το Δημοτικόν. Και χρειαζόμασταν απαντήσεις. Οδηγίες για τον νέο αυτόν κόσμο. Κάποιο φως. Μια άκρη στο τούνελ. Δεν ήταν δυνατόν.
Για κοιτάξτε με προσεκτικά, ξαναείπε.
Καρφωθήκαμε πάνω της. Η κυρία Πασχαλέρη ξανακατέβασε τον δείκτη της, τον βύθισε στο κίτρινο υγρό, αργά τώρα, σε αργή κίνηση, σαν το ριπλέι στα αθλητικά, τόσο αργά, κι ακόμη πιο αργά, κι ύστερα άρχισε να τον ανασηκώνει, ω φρίκη, να φέρνει το χέρι προς το πρόσωπό της, φρίκη, και στη διαδρομή, αργά και επιδεικτικά, να διπλώνει τον δείκτη στη χούφτα της, να ξεδιπλώνει τον μέσο και να βάζει αυτόν στο στόμα της.
Θα γίνετε επιστήμονες, είπε η κυρία Πασχαλέρη, όχι όταν τολμήσετε να δοκιμάζετε τα ούρα. Αλλά όταν τολμήσετε να δείτε ποιο δάχτυλο βάζει ο άλλος στο στόμα του. Πάμε τώρα στο μάθημά μας.
Έκτοτε έχει σταθεί αδύνατον να θυμηθώ τι διελαμβάνετο εκείνο το πρώτο μάθημα Χημείας.
------------------------------
Με ευγνωμοσύνη στην Κυρία Πασχαλέρη και με μεγάλη εκτίμηση στον Κύριο Γιάννη Αγγελόπουλο με τις διαβάσεις του, ιδιαίτερα αυτές στον κόσμο τού διαβήτου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου