Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιανουάριος, 2023

Τρεις

Παφλαγονία. Όπως λέμε παφλάζω. Από κει βγαίνει. Ηχοποιία. Νερά και κύματα. Είναι η ακτή τής Μικρασίας στον Βορρά, στη Μαύρη Θάλασσα. Η Βόρεια Φρυγία, έτσι λεγόταν. Δυτικά της η Βιθυνία και Ανατολικά ο Πόντος. Και στον Νότο η Φρυγία – αυτό που μετά το είπαν Γαλατία. Την διαρρέει ο Kızılırmak. Ο Άλυς δηλαδή. Κι ήταν σύμμαχοι των Τρώων αυτοί οι Παφλαγόνες. Ο βασιλιάς, ο Πυλαιμένης ο εξ Ενετών —έτσι τον λέγαν, που ήταν από τους Ενετούς δηλαδή— μάζεψε στρατό απ’ όλες τις πόλεις, από την Κύτωρι, την Άμαστρι, το Τίειον, που ήταν η Τίος, η αποικία των Μιλησίων – ο Όμηρος τα λέει αυτά τα ονόματα, ποιος άλλος. Κι από τη Σήσαμο που έγινε η Ακρόπολη της Αμάστριδος. Και γράφει ο Στράβων ότι αφού δεν τους έκατσε στην Τροία, τα μαζέψαν και πέρασαν στη Θράκη, περπάτησαν όλη τη Μακεδονία και κατέληξαν απ’ την άλλη μεριά του Αδριατικού, κι εκεί χτίσαν την Ενετία. Μάλιστα. Μετά καταφθάσαν οι Κιμμέριοι στην περιοχή. Βόρειοι, λέει ο Όμηρος. Από τα πείραθ[α] βαθυρρόου Ὠκεανοῖο, του ωκεανού με τις ροές τις β...

Μάτια

Πύλες τα μάτια των ανθρώπων. Από κει είναι που βλέπουν. Από κει εισέρχεται το φως κι από κει πάει κι εγγράφεται στην οθόνη τους και αυτήν την εγγραφή αυτοί ερμηνεύουν. Κι από κει τους βλέπεις κι εσύ. Μέσα εκεί κοιτάς. Τι γίνεται. Ποιες διεργασίες. Τι παίζει και τι παίζεται. Ποιος κόβει και ποιος σφάζει. Και ποιος ταξινομεί. Ποιος τα φοβάται και ποιος φυλάγεται. Ποιος μαζεύεται και συσπειρώνεται. Ποιος επιτίθεται. Ποιος είναι παλικάρι και ποιος το παίζει. Και ποιος είν' έτοιμος να βγάλει μαχαίρι. Ποιος χρωστάει και ποιος του χρωστάνε. Ποιος κυνηγά και ποιον τον κυνηγάνε. Ποιος είναι σκοτωμένος και ποιος ο ανέπαφος. Βλέπεις ποιος φοβάται την επιβουλή και ποιος την κοροϊδία. Και ποιος είν' έτοιμος να κοροϊδέψει και να επιβουλευτεί. Ποιος να απορρίψει και ποιος να βρει χρυσό. Ποιος να τοκίσει αφύλακτα και ποιος να ενεχυριάσει. Κι όταν έρθει ο λογαριασμός, να βγει παραπονούμενος. Τα μάτια. Οι πύλες των ανθρώπων. Κι έχει και μάτια ήμερα. Βαθιά, σα χίλιες λίμνες. Χώρα άγνωστη. Χωρίς α...

Ανάγκη

Τηλέφωνο ανάγκης. Έτσι γράφει απ’ έξω. Τηλέφωνο ανάγκης, τάδε. Ότι δηλαδή άμα σε πιάσει καμιά ανάγκη, αχρείαστο να ’ναι, εκεί να πάρεις τηλέφωνο. Αλλά πού ’σαι: μόνο σε ανάγκη. Μην αρχίσεις τα τηλέφωνα στο τηλέφωνο ανάγκης, εντάξει; Είναι μόνο για ανάγκη. Θα μου πεις, τι τηλέφωνο είναι αυτό που απαντάει μόνο σε ανάγκες. Και πότε είναι ανάγκη και πότε δεν είναι; Ποιος το κανονίζει αυτό; Δηλαδή άμα θέλω κάτι να σου πω; ανάγκη δεν είναι κι αυτό; Ή μόνο άμα πιάσω φωτιά; Και τι ’σαι εσύ; Χρυσή λαβωματιά; Είσαι πυροσβεστική και θα τη σβήσεις; Θα τρέξεις εσύ στη δική μου την ανάγκη; Εκατό είσαι; Εκτός κι αν εννοείς να σε πάρω άμα εσύ έχεις ανάγκη. Άμα δηλαδή καίγεσαι εσύ, τότε να σε πάρω. Και να σου πω, τρέξε. Και να τρέξεις εσύ. Εντάξει. Στη δική σου την ανάγκη. Πρέπει να ’χεις δύο τηλέφωνα σπίτι. Ένα ανάγκης, που σε παίρνουν όταν έχεις ανάγκη – ή μήπως όταν έχουν εκείνοι; Το ξεκαθαρίσαμε στα σίγουρα; Ένα ανάγκης, κι ένα επικοινωνίας. Έχεις ένα τραπεζάκι με όλα τα χρειαζούμενα, κάπου στο χολ...

Αθανασίου

Ρομανική γλώσσα τα ρουμάνικα. Λατινικού δηλαδή. Σαν τα γαλλικά. Και τα ιταλικά. Και τα ισπανικά και τα πορτογαλέζικα. Εντάξει. Πολύ βορινά λατινικά. Σ’ εκείνη εκεί τη γειτονιά τριγυρίζονται από σλαβία, και για αιώνες περιλαμβάνονταν στο οθωμανικό μαντρί. Επομένως λατινικά με σλάβικα, κι αυτά πασπαλισμένα με αραβικά και τούρκικα – βάλε με τον νου σου. Αλλά σε κάθε περίπτωση, λατινικά. Λούμε είναι ο κόσμος στα ρουμάνικα. Τι άλλο – από τα λατινικά που λέγαμε, όπου λούμεν, λούμινις είναι το φως. Και είναι και το φέγγος. Και το λυχνάρι. Και αρχίζουν οι συνειρμοί και δεν τελειώνουν – είναι και ο οφθαλμός, είναι και η όψη. Και είναι και η λάμψη. Και το κόσμημα. Είδες! Λάμψη είπαμε, στο κόσμημα βγήκαμε. Ό,τι λέμε και στα ελληνικά κόσμο: το στολίδι. Το σύμπαν, αλλά και τη γη. Και τον κόσμο, κόσμος πολύς, ανθρώποι, μαζέψου παιδί μου, τι θα πει ο κόσμος. Lume. Λούμε. Και σόρ(ε), ένα φωνήεν μεταξύ ε και α —εξ ου και η παρένθεση—, σόρ(ε) είναι η αδελφή. Σόρορ, σορόρις. Και οι Μούσες και οι Δαναΐδες...

Αντωνίνος

Ἀνθέος τοῦ Νομίονος ἐγένετο παῖς Αἰγυπιός, λέει ο μύθος. Ωραία. Ὤκει δὲ παρὰ τὴν ἐσχατιὰν τῆς Θεσσαλίας. Τόσο μακριά! Και τον ἐφίλησαν θεοὶ ὁσιότητος ἕνεκα – φαντάσου τι παιδί μάλαμα μιλάμε. Και περνούσαν καλά και κανέναν δεν πειράζαν και κανείς δεν τους πείραζε. Έλα όμως που μαλάματα ξεμαλάματα, τα παιδιά, παιδιά είναι και μάτια έχουν και κοιτάνε. Είδε αυτός την Τιμάνδρη και ζαλίστηκε. – Τι είναι αυτή, ρε παιδιά; – Δεν είναι για τα σένα τέτοια φρούτα. – Μπα; Γιατί; Στο πηγάδι εγώ; – Είναι χήρα η έμορφη, φίλε. Κι έχει και γιο στην ηλικία σου. Μην ψάχνεσαι. Λένε έτσι στα παιδιά; Μην ψάχνεσαι; Σα να του λες, ψάξου. Πολύ θέλει; Ἐμίγνυτο φοιτῶν εἰς τὰ ἐκείνης οἰκεῖα, ο φίλος. Και καλημέρα κυρία, και καλώς το παιδί, αχ τι όμορφη που είστε πάλι, κυρία, άντε βρε από κει, παλιόπαιδο – πολύ ήθελε; Καθόλου δεν ήθελε. Ζάχαρες, μέλια και καλούδια, και όλα καλά, αλλά στράβωσε το πράμα. Διότι πρὸς τοῦτο Νεόφρων ὁ παῖς τῆς Τιμάνδρης χαλεπῶς εἶχε. Κάνε ρε παρακεί απ’ τη μάνα μου – τίποτα ο άλλος. Ρε π...

Φαντάσματα

Τριγυρίζουν παντού. Και πάντα. Όλες τις ώρες. Ημέρας και νυκτός. Κι επειδή εμείς τη νύκτα προτιμούμε, τη νύκτα είναι που τα βλέπουμε. Γιατί τη νύκτα ησυχάζει ο θόρυβος του κόσμου. Οι άλλοι άνθρωποι. Και κρύβεται το φως. Οι ομιλίες και τα πράγματα καταλαγιάζουν, η καθεμέρα, η κλαγγή, τα πριόνια και οι ξυλοκόποι, τα κοπάδια, οι σκύλοι, οι μηχανές, τα αυτοκίνητα. Οι φορτοεκφορτωτές. Όλα ησυχάζουν. Ηρεμούν. Οι φύλακες κοιμώνται. Το σύμπαν ονειρεύεται. Κι εμείς είμαστε πια ελεύθεροι. Αφύλακτοι. Αχαλίνωτοι. Μόνοι. Ιδιώτες. Εκτός τροχιάς. Όπως θέλεις πες το. Οπότε ανοίγουμε και πετάγονται. Τρομερά. Απειλητικά. Ανεπίλυτα. Μεγάλα. Όσο πιο βαθιά θαμμένα, τόσο πιο μεγάλα βγαίνουν. Όσο πιο παλιά, τόσο χειρότερα. Ο χρόνος σ’ αυτά τα πράματα δεν είναι φάρμακο. Είναι λίπασμα. Βγαίνουν και ωρύονται. Ουρλιάζουν. Χτυπιώνται. Με ισχύ ανεξέλεγκτη. Πεθαμένα χρέη που ρουφούν των ζώντων τη ζωή. Παλιοί λογαριασμοί με τωρινές προθέσεις. Που δεν πέθαναν με τον νεκρό τους μαζί. Έπρεπε βλέπεις ο νεκρός να κλαφτεί...

Σαρανταπέντε

Σαρανταπέντε είναι. Δε μπορεί. Κάποιος απ’ όλους θα ’ναι δικός σου. Γνωστός, φίλος, φίλος φίλου, φίλη, φιλεναδοφίλη – έχουμε απ’ όλα. Γιάννης και να γειάνεις είναι διπλανά, δεν είναι; Μπα. Ρίμα κάνει, τον κορέκτορα μπερδεύει, αλλά δεν έχει σχέση. Ή, νομίζεις ότι Ιωάννης κάτι έχει με αυγή. Το φως. Αλλά ούτε. Δεν είναι καν ελληνικά. Εβραίικα είναι. Yəhôḥānān (יהוחנן) και πιο σύντομα Yôḥānān (יוחנן). Δεν είμαστε και πολύ  μακριά από τον Εβραίο Θοδωρή. Το όνομα θα πει δώρο Θεού ή ο Θεός γενναιόδωρος. Παίζει κι έτσι, παίζει κι αλλιώς. Όπως το πάρεις. Κι έχουμε και τον Yaḥyā (يحيى). Αραβικά. Στο Κοράνι, στο Σουράτ Μαριάμ, ο γιός τού ηλικιωμένου Ζαχαρία και της επίσης ηλικιωμένης και στείρας γυναίκας του (19:1-15). Που όμως το Βιβλικό του όνομα είναι Yūḥannā (يوحنا). Όπως και να ΄χει, όχι σαρανταπέντε – εκατόν πέντε είναι, ζωή να ’χουν. Και τους ξέρουμε όλους. John F. Kennedy, Joan Baez, Johnny Depp, Jane Fonda, Janet Jackson, Janis Joplin, Jean Simmons για να πιάσουμε τους αγγλοτέτοιους....

Tiffany's

Breakfast at Tiffany’s (Μπρέκφαστ στου Τίφανις). The Twilight Zone (Η ζώνη τού λυκόφωτος). The Phantom of the Opera (Το φάντασμα της Όπερας). Bandits (Οι λωποδύτες). Διότι, εντάξει. Αμερικάνικο σινεμά. Αλλά πού σου ’ρθαν μαζεμένα; «Μπρέκφαστ στου Τίφανις». Αυτό που πάει η Χέπμπορν με το πρωινό της στη σακούλα μπροστά στα κεντρικά στου Τίφανις. Το μεγάλο κοσμηματοπωλείο. Νιού Γιορκ. Αυτό δε λες; «Ζώνη του λυκόφωτος», ποιο απ’ όλα; Ένα σωρό έχουν γυριστεί. Μήπως αυτό του Τζον Λάντις; Κι ο Σπίλμπεργκ είχε βάλει το χεράκι του, το ξέρεις; Νταν Άικροϊντ και Άλμπερτ Μπρουκς. Και Βικ Μόροου. Τζέρι Γκόλντσμιθ η μουσική. Καλά. Μιλάμε «ο» τρόμος. Γι’ αυτό έβαλες και «Το φάντασμα της Όπερας»; Le Fantôme de l’Opéra. Γκαστόν Λερού. Ναι, αλλά τι σχέση έχει τώρα αυτό; Η Παλέ Γκαρνιέ, θα μου πεις, που ήταν και καλά στοιχειωμένη – τρόμος κι αυτός. Αλλά μπα, εσύ θα λες του Άντριου Λόιντ Βέμπερ το μιούζικαλ, γιατί πολύ Αμερικάνο σε βρίσκω σήμερα. The phantom of the Opera is there, inside my mind. Μάλλον έ...