Παφλαγονία. Όπως λέμε παφλάζω. Από κει βγαίνει. Ηχοποιία. Νερά και κύματα. Είναι η ακτή τής Μικρασίας στον Βορρά, στη Μαύρη Θάλασσα. Η Βόρεια Φρυγία, έτσι λεγόταν. Δυτικά της η Βιθυνία και Ανατολικά ο Πόντος. Και στον Νότο η Φρυγία – αυτό που μετά το είπαν Γαλατία.
Την διαρρέει ο Kızılırmak. Ο Άλυς δηλαδή. Κι ήταν σύμμαχοι των Τρώων αυτοί οι Παφλαγόνες. Ο βασιλιάς, ο Πυλαιμένης ο εξ Ενετών —έτσι τον λέγαν, που ήταν από τους Ενετούς δηλαδή— μάζεψε στρατό απ’ όλες τις πόλεις, από την Κύτωρι, την Άμαστρι, το Τίειον, που ήταν η Τίος, η αποικία των Μιλησίων – ο Όμηρος τα λέει αυτά τα ονόματα, ποιος άλλος. Κι από τη Σήσαμο που έγινε η Ακρόπολη της Αμάστριδος. Και γράφει ο Στράβων ότι αφού δεν τους έκατσε στην Τροία, τα μαζέψαν και πέρασαν στη Θράκη, περπάτησαν όλη τη Μακεδονία και κατέληξαν απ’ την άλλη μεριά του Αδριατικού, κι εκεί χτίσαν την Ενετία. Μάλιστα.
Μετά καταφθάσαν οι Κιμμέριοι στην περιοχή. Βόρειοι, λέει ο Όμηρος. Από τα πείραθ[α] βαθυρρόου Ὠκεανοῖο, του ωκεανού με τις ροές τις βαθιές, οὐδέ ποτ᾽ αὐτοὺς Ἠέλιος φαέθων καταδέρκεται ἀκτίνεσσιν, κατάλαβες; ποτέ δεν τους βλέπει με τις ακτίνες του ο Ήλιος που λάμπει. Σκέψου. Οπότε, είδαν φως αυτοί, σου λέει εδώ είναι καλό μέρος. Ας μείνουμε. Πού να γυρνάμε στα κρύα. Ξεφορτώστε, παιδιά. Μάστιγα όμως οι οβριμοεργοί, οι βίαιοι δηλαδή αυτοί τύποι. Μέχρι που τους έδιωξε ο Αλυάτης Ανατολικά, προς Καππαδοκία μεριά κι ησύχασε ο τόπος.
Κι ύστερα ήρθαν οι Πέρσες και κάναν κουμάντο. Μέχρι και στην εκστρατεία του Ξέρξη συμμετείχαν οι Παφλαγόνες, κατά της Ελλάδας. Xšayāršā λεγόταν αυτός. Ο Ξέρξης. Χσαγιαρσά, πες, εντάξει, δεν είναι ακριβώς, έχει κι εκείνο το μυστήριο α που μοιάζει με ο, τέλος πάντων, δε θα μάθουμε τώρα πέρσικα. Η ουσία είναι ότι όταν αργότερα κατέφθασαν ο Αλέξανδρος και οι συν αυτώ, οι Παφλαγόνες πρότειναν το μεγάλο ντιλ.
– Εντάξει, εμείς είμεθα υποτελείς στον Μέγιστο Βασιλέα τής Μακεδονίας, εις πολλά τα έτη Βασιλέα, αλλά μην πατήστε το πόδι σας, μόλις σκουπίσαμε και θα μας τα κάνετε μαντάρα, πολύς κόσμος είστε.
Και το πέτυχαν. Δεν τους τα έκαναν μαντάρα οι Μακεδόνες και μετά, όταν πέθανε ο Στρατηλάτης και μοιράστηκε η Κατοικουμένη στους Επιγόνους, το μέρος το πήρε ο Ευμένης. Και πήρε και την Αρτωνίδα, από τη Φρυγία, μια κούκλα, την κόρη του Αρτάβαζου, του Πέρση, και παίζαν τους βασιλιάδες. Αμέ.
Και περάσαν κι άλλοι, κι άλλοι, ώσπου ξαναεμφανίζονται Πυλαιμενίδες στο προσκήνιο και παραδίνουν το Βασίλειο στον Μιθριδάτη Ε΄, αλλά πετάγονται οι Ρωμαίοι που είχαν αρχίσει να παίζουν μπαλίτσα με αξιώσεις στην περιοχή και σου λέει έχουμε εμείς δικόν μας ρε παιδιά, τον Φιλήμονα, τον κολλητό του Νικομήδη. Τέλος πάντων, με τα πολλά, κατέληξε να γίνει ρωμαϊκή επαρχία του Πόντου με πρωτεύουσα τη Γάγγρα, και μετά να γίνει Θέμα Παφλαγονίας από τους καθ’ ημάς Ρωμαίους, εκείνους που ήταν χριστιανοί και μιλούσαν ελληνικά, κατάλαβες τώρα ποιούς Ρωμαίους λέμε.
Ναι, από κει βγαίνει που λέμε, εντάξει μωρέ, μην το κάνεις θέμα. Το κάναν όμως και το παρακάναν. Πρώτα της Παφλαγονίας κι ύστερα Οψικίου, το μεγαλύτερο και ισχυρότερο θέμα τότε. Και μετά Βουκελλάριον θέμα. Έτσι. Ώσπου περάσαν όσα χρόνια ήταν να περάσουν και γεννήθηκε εκεί ο Ιωάννης Μαυρόπους.
Ταραγμένοι καιροί. Έχουμε φτάσει στο χίλια τόσο, έχει πεθάνει ο Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος, η Ζωή ψάχνεται ποιον να παντρευτεί και ποιον να χωρίσει, το κράτος είναι σε σκοτοδίνη, και σαν να μη φτάναν όλα τ’ άλλα, τους έπιασε η έμπνευση να λύσουν τα πνευματικά ζητήματα.
– Μέγας θεολόγος ο Βασίλειος. Ο εκ Καισαρείας.
– Ναι αλλά ήτο Καππαδόκης.
– Ε και;
– Τι ε και! Έχουμε καλύτερο! Τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, από την Αντιόχεια.
– Τι λέτε ρε και οι δύο;
– Γιατί ρε φίλε;
– Γιατί ο πιο σημαντικός ήταν ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο Θεολόγος. Ορίστε! Το λέει και η λέξη.
Ναι, φίλε μου. Πώς οι απόγονοί τους φτιάξαν Αγγλικόν, Γαλλικόν και Ρωσικόν κόμμα; Ε, αυτοί εδώ είχαν φτιάξει του Βασιλείου, του Ιωάννη και του Γρηγορίου. Άπαιχτοι.
Τα ’βλεπε αυτά ο Ιωάννης ο Μαυρόπους ο καημένος από τα Ευχάιτα που τον είχαν εξορίσει – με το γάντι εξορία δηλαδή, όχι πραγματική, απλώς τον είχαν στείλει μητροπολίτη σε θέση ψυγείο – θα σας ειδοποιήσουμε. Avkat, έτσι λέγεται σήμερα. Εύξεινος Πόντος. Στο πουθενά. Ενώ η καταστροφή στο Ματζικέρτ είχε ήδη συμβεί, κι οι Σελτζούκοι κόβαν βόλτες στην αυλή ανενόχλητοι.
Γραμματιζούμενος ήταν ο Μαυρόπους, ποιητής και λόγιος. Και ρήτωρ αυλικός. Κι έγραφε στον Ψελλό, τον μαθητή του, να μιλήσει στον Αυτοκράτορα, στον Κωνσταντίνο Θ΄ τον Μονομάχο, που ήταν κολλητοί.
– Πες του ρε να με πάρει από δω, θα με φάνε λάχανο. Κάνε κάτι.
Τα ’βλεπε ο καημένος. Έβλεπε τι ερχόταν κι ήξερε και το παρελθόν, ήξερε ιστορία, και διάβαζε και το παρόν και το μέλλον. Και τον πόναγε η διάλυση. Ήξερε – τίποτε δεν μένει όρθιο για πολύ. Λίθος επί λίθου. Μόνο εντός, ό,τι απομείνει. Στις ψυχές. Το σκέφτηκε. Κι από ’δω κι από ’κει. Γιατί όχι, κατέληξε. Τέτοια δε θέλουν; Τέτοια θα κάνω κι εγώ. Πλακώνει λοιπόν τις φωνές. Τρέξαν οι παρατρεχάμενοι.
– Ευλόγησον, παππούλη!
– Ωχ, παιδιά μου!
– Τι, καλέ;
– Ωχ! Πού να σας τα λέω!
– Αμ πες μας ντε.
– Όραμα, παιδιά μου!
– Τι καλέ; Τι όραμα;
– Οι Τρεις τους!
– Οι τρεις χάριτες;
– Όχι ρε νούμερα! Οι Τρεις Ιεράρχες!
Έπεσε πανικός. Οι Τρεις Ιεράρχες; Τι γυρεύαν οι Τρεις Ιεράρχες σε όραμα; Σοβαρά μιλούσε; Είχε πάρει και λίγο βάρος τελευταία.
– Ότι είναι ίσοι μου είπαν, παιδιά μου. Σαν την τρισήλιο θεότητα ένα πράμα. Έν και το αυτόν και οι τρεις! Έτσι ακριβώς το είπαν. Καμία διαφορά μεταξύ τους και καμία αντίθεση! Αχ, βάλε μου ένα νεράκι, παιδί μου, στέγνωσε το στόμα μου, ο έρμος. Καμία αντίθεση παιδιά μου. Έν και το αυτόν. Φέρε το νεράκι, παιδί μου.
Και δος του να σταυροκοπιέται λαχανιασμένος ο πονηρός παππούλης.
– Θαύμα! Θαύμα, ανέκραξεν ο περίγυρος.
Εντάξει. Δεν ήθελε και πολύ. Τα ’μαθε κι ο Αλέξιος Α΄ ο Κομνηνός και το ’πιασε το υπονοούμενο.
– Από σήμερα θα τους συνεορτάζομεν. Στας 30 Ιανουαρίου. Ένα πράμα και οι Τρεις.
– Μα έχουν ο καθένας τη δική του γιορτή και μάλιστα μέσα στον Γενάρη, Μεγαλειότατε.
– Αυτό που σας λέω ρε. Τους τρεις μεγίστους φωστήρας. Και θα καταδεικνύομεν και θα λαμπρύνομεν την πνευματικήν μας κληρονομίαν. Μπρος! Ετοιμάστε τα εξαπτέρυγα. Ξυπνήστε τον Πατριάρχη.
Έτσι γίνονται αυτά. Άμα είναι έτοιμοι να σφαχτούν σαν τα κοκόρια, βλέπεις ένα όραμα και φκιάνεις μια γιορτούλα κι οργανώνονται τα μυαλά στη θέση τους.
Τι; Ψέματα;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου