Τριγυρίζουν παντού. Και πάντα. Όλες τις ώρες. Ημέρας και νυκτός. Κι επειδή εμείς τη νύκτα προτιμούμε, τη νύκτα είναι που τα βλέπουμε.
Γιατί τη νύκτα ησυχάζει ο θόρυβος του κόσμου. Οι άλλοι άνθρωποι. Και κρύβεται το φως. Οι ομιλίες και τα πράγματα καταλαγιάζουν, η καθεμέρα, η κλαγγή, τα πριόνια και οι ξυλοκόποι, τα κοπάδια, οι σκύλοι, οι μηχανές, τα αυτοκίνητα. Οι φορτοεκφορτωτές. Όλα ησυχάζουν. Ηρεμούν. Οι φύλακες κοιμώνται. Το σύμπαν ονειρεύεται. Κι εμείς είμαστε πια ελεύθεροι. Αφύλακτοι. Αχαλίνωτοι. Μόνοι. Ιδιώτες. Εκτός τροχιάς. Όπως θέλεις πες το.
Οπότε ανοίγουμε και πετάγονται. Τρομερά. Απειλητικά. Ανεπίλυτα. Μεγάλα. Όσο πιο βαθιά θαμμένα, τόσο πιο μεγάλα βγαίνουν. Όσο πιο παλιά, τόσο χειρότερα. Ο χρόνος σ’ αυτά τα πράματα δεν είναι φάρμακο. Είναι λίπασμα.
Βγαίνουν και ωρύονται. Ουρλιάζουν. Χτυπιώνται. Με ισχύ ανεξέλεγκτη. Πεθαμένα χρέη που ρουφούν των ζώντων τη ζωή. Παλιοί λογαριασμοί με τωρινές προθέσεις. Που δεν πέθαναν με τον νεκρό τους μαζί. Έπρεπε βλέπεις ο νεκρός να κλαφτεί. Με σαφήνεια. Με αθωότητα. Με ειλικρίνεια. Με δύναμη. Με κουράγιο. Έπρεπε να βρούμε τη λεβεντιά να οδυρθούμε. Να μαχαιρωθούμε. Να ξεσκιστούμε και να ματώσουμε. Και να στάξει το αίμα. Να λυθεί. Άπαξ και δεν έγινε αυτό, αν πάει άκλαυτος ο νεκρός, αν δε σφαχτείς, αν δεν το λήξεις, τότε πάει.
Πάει. Φοβηθήκαμε, και για να γλιτώσουμε μια στιγμή θάνατο, φορτωθήκαμε τον νεκρό για πάντα. Αφήσαμε την ανθρακιά ζωντανή. Να καραδοκεί. Να περιμένει την ευκαιρία την καλή. Και κάθε φορά, ξανά και ξανά, να πετιέται και να θεριεύει. Ουρλιαχτά. Ήχοι ανήκουστοι και κραυγές σωπασμένες νόμιζες, όμως να, εκκωφαντικές, τόσο που δε μπορείς ν’ ακούσεις τίποτε άλλο. Μόνο αυτές. Που σκοτεινιάζουν τα πάντα με τη μυρωδιά τους. Που μόνο αυτές πια νοηματοδοτούν τον κόσμο. Κι ό,τι δεν ταιριάζει, πρέπει να εξοστρακιστεί. Να εξοβελιστεί. Να πάψει να υπάρχει.
Και κυριευόμαστε και ροβολάμε κοπάδι. Σαν τα γίδια τού διαβόλου, με τις κόρες των ματιών σχιστές. Αλλοπαρμένοι. Με μάτια μισόκλειστα και τα πόδια βρόμικα. Άπλυτα. Ξεχτένιστοι. Λαχανιασμένοι. Η ανάσα μας να ζέχνει. Στόμα ξινό. Κι ο πεθαμένος να ουρλιάζει με τη δική μας τη φωνή. Να βρομάει με τη δική μας απλυσιά. Να έχουμε γίνει το άγγελμά του. Ο προπομπός. Η υλοποίησή του. Η ομιλία μας ουρλιαχτό και το ουρλιαχτό χωρίς νόημα. Ακατάληπτο. Αλλουνού φωνή και λόγος. Κατάρες και βρισιές. Κύριος οίδε. Σαν τρελοί. Αλλοπαρμένοι. Κατειλημμένοι. Από κείνο που δεν εθάψαμε στην ώρα του και δε θρηνήσαμε κατά πώς έπρεπε.
Και τώρα είμαστε υποχείριά του. Και συγκροτούμε γνώμη. Κύμα. Σε σκοτεινά μέρη. Ανώνυμα. Όσο πιο σκοτεινό το μέρος, τόσο πιο ανώνυμοι και δυνατοί. Όχλος. Πλατεία. Φέισμπουκ. Όσο πιο σκοτεινά. Και κανείς δε μπορεί να βοηθήσει. Το ουρλιαχτό του αδικοχαμένου. Που δε θρηνήσαμε. Που δεν εκηδέψαμε. Που δε φροντίσαμε.
Που μεταδίδεται. Που πάει από πατέρα σε γιό, κι από μάνα σε κόρη. Σαν χρωστούμενο. Σαν δάνειο. Σαν υποθήκη. Αποδέχεστε την κληρονομία; Αποδέχομαι, είχαμε πει – για να μην προδώσουμε – έτσι είχαμε νομίσει, ότι αλλιώς θα προδίναμε. Βλέπεις, το απεταξάμην, αν δε σ’ το ’χουν διδάξει, την ελευθερία την παίρνεις για προδοσία. Κι έτσι, αδίδαχτοι, τρομαγμένοι, άμαθοι, ανυπεράσπιστοι, ανήλικοι, πήραμε το αίμα το αρχαίο και πάμε. Και συνεχίζουμε. Και δασκαλεύουμε και τα παιδιά μας. Μην πάει και χαθεί ο σπόρος. Μη σπάσει η αλυσίδα. Γιατί τη μόλυνση που πήρες, πήρες μαζί και την εντολή να τη συνεχίσεις. Μαζί παν αυτά, μόλυνση και εντολή. Επ’ άπειρον. Για πάντα. Αλλιώς όλα φαίνονται προδοσία.
Αυτό είναι το φάντασμα. Μια στιγμή δειλίας. Μια στιγμή για πάντα.
Μια θέληση που επιβιώνει. Κι ας πέθαναν οι άνθρωποί της.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου