Τηλέφωνο ανάγκης. Έτσι γράφει απ’ έξω. Τηλέφωνο ανάγκης, τάδε. Ότι δηλαδή άμα σε πιάσει καμιά ανάγκη, αχρείαστο να ’ναι, εκεί να πάρεις τηλέφωνο. Αλλά πού ’σαι: μόνο σε ανάγκη. Μην αρχίσεις τα τηλέφωνα στο τηλέφωνο ανάγκης, εντάξει; Είναι μόνο για ανάγκη.
Θα μου πεις, τι τηλέφωνο είναι αυτό που απαντάει μόνο σε ανάγκες. Και πότε είναι ανάγκη και πότε δεν είναι; Ποιος το κανονίζει αυτό; Δηλαδή άμα θέλω κάτι να σου πω; ανάγκη δεν είναι κι αυτό; Ή μόνο άμα πιάσω φωτιά; Και τι ’σαι εσύ; Χρυσή λαβωματιά; Είσαι πυροσβεστική και θα τη σβήσεις; Θα τρέξεις εσύ στη δική μου την ανάγκη; Εκατό είσαι; Εκτός κι αν εννοείς να σε πάρω άμα εσύ έχεις ανάγκη. Άμα δηλαδή καίγεσαι εσύ, τότε να σε πάρω. Και να σου πω, τρέξε. Και να τρέξεις εσύ.
Εντάξει. Στη δική σου την ανάγκη. Πρέπει να ’χεις δύο τηλέφωνα σπίτι. Ένα ανάγκης, που σε παίρνουν όταν έχεις ανάγκη – ή μήπως όταν έχουν εκείνοι; Το ξεκαθαρίσαμε στα σίγουρα; Ένα ανάγκης, κι ένα επικοινωνίας. Έχεις ένα τραπεζάκι με όλα τα χρειαζούμενα, κάπου στο χολ, ας πούμε, πριν τον διάδρομο που βγαίνει στο μπάνιο, κι από κει το κρεβάτι, κι έχεις ένα τραπεζάκι με όλα τα χρειαζούμενα, και μαζί και τα δύο τηλέφωνα – της ανάγκης και της επικοινωνίας. Στο πρώτο οι ανάγκες, και στο δεύτερο οι επικοινωνίες. Όταν δηλαδή σε θέλει ο άλλος να επικοινωνήσει μαζί σου, εκεί σε παίρνει, στο άλλο. Της επικοινωνίας.
Κι όταν θελήσει να επικοινωνήσει από ανάγκη; Ποιο τηλέφωνο να σηκώσει εκείνος και ποιο θα σηκώσεις εσύ. Και τι θα πεις; Εμπρός. Επικοινωνώ για την ανάγκη μου. Έτσι δε λένε οι μορφωμένοι; Κι εσύ κρατάς και τα δυο ακουστικά στο χέρι, το ένα δεξιά, το άλλο αριστερά, αχ με τα μπιγκουτί και το τσιγάρο στα δάχτυλα και τα φρεσκοβαμμένα νύχια – εντάξει, έχεις δει πράματα στη ζωή σου, αλλά δε χάθηκες – κάλλη τα ’κανες, ομορφιά, κατακόκκινα τα φρέσκα νύχια και δυο ακουστικά μεγάλα από βακελίτη, αρχαία, ένα μαύρο κι ένα κόκκινο, της ανάγκης και της επιθυμίας, παρντόν, της επικοινωνίας. Και ντριιιν οι ανάγκες και ντριιιιιν οι επικοινωνίες. Κι εσύ όλα τα προλαβαίνεις, μα δεν είπαμε; είμεθα κλειστά, μόνο εργάσιμες, αχ εκείνα τα κατακόκκινα νυχάκια σου, μόλις έχεις βγει από το μπάνιο και μοσχομυρίζει ο διάδρομος και στραφταλίζει το ωριμασμένο το κορμί σου μέσ’ από τη ρόμπα, από δω ανάγκες κι από κει επιθυμίες, ναι, καλά το ’παμε, ξέρεις εσύ, και παφ το τσιγάρο μια τζούρα και ντριν το τηλέφωνο, παρακαλώ; Όχι – μόνο ανάγκες, παρακαλώ. Μόνο επιθυμίες. Και μπλέκεις τα τηλέφωνα και γίνεται το σώσε, τι να τα κάνεις τα μπιγκουτί, άσ’ τα τα μαλλάκια σου λυτά κι όποιον πάρει ο χάρος και το στόμα σου που μυρίζει τσιγάρο, δεν πειράζει, γεύσεις είναι αυτές – γλυκιά που μπορεί να 'ναι η γεύση του τσιγάρου! κι η μυρουδιά; και ντριν! καλά, δε λαχανιάζεις ποτέ σου; μπα σε καλό σου, ντριιιν, γκρινιάρικο, βασανισμένο, σαν μουτρωμένο, σαν αχάριστο, όπως όλα τα ποτάμια, σαν δύστροπο, εκλιπαρώντας και θυμώνοντας και πότε γελαστό και πότε στριτζωμένο κι ανυπόμονο, τίποτα κλάματα μη βάλουμε – αυτό ποτέ μου δεν το κατάλαβα, πώς γίνεται να περνάς απ’ όλες τις διασταυρώσεις ανεξαιρέτως προτού χυθείς στη μαύρη θάλασσα, μ’ έναν καημό, έναν στεναγμό, έναν θυμό κι οργή, και αγριάδα, κι άι στο διάολο και να ουρλιάζεις, τόσο που νομίζει κανείς ότι κακά πράματα γίνονται – κι ίσως και να γίνονται, το κακό ο ένας του αλλουνού, ανηλεώς, αλύπητα, ώσπου ν’ αρχίσει να κατέρχεται από παντού το σκότος σαν απειλή και σαν ελπίδα οπότε γαντζώνεσαι απ’ όπου βρεις να σώσεις τη ζωή σου και ό,τι είναι να γίνει γίνεται μέσα στις κραυγές και τα ουρλιαχτά, ό,τι είναι να γίνει ας γίνει
Καλά, ντε. Δεν είναι και προς θάνατον. Τι να κάνουμε. Έτσι είναι αυτά. Τι να γίνει. Ακόμη κρατάς τους κάβους με χέρια πονεμένα, αλλά πια έχεις σωθεί, το ξέρεις, οπότε μπορείς σιγά σιγά να ψυχραιμήσεις και να χαλαρώσεις την αρπάγη – τώρα τα νερά αργολικνίζονται, μην ανησυχείς, κι ας μην πατάς ακόμη καλά. Κρατάς τα σκοινιά, πάντα γερά, κι επανέρχονται και οι ανάγκες και οι επιθυμίες και λες άσε καλύτερα, τρυφερότητα, μπα σε καλό μου, τι μου ’ρθε, σκέφτεσαι, κι ο ένας κι ο άλλος, σε πόνεσα; τι ’ταν τούτο, τυλίξου, μήπως κρυώνεις, μπα, θα κρυώσεις έτσι, Γενάρης είναι, μπα σου λέω, να φέρω ένα τσάι ζεστό, όχι κάτσε, πού πας, φεύγουν τέτοιαν ώρα; ακόμη τρομαγμένος είσαι, που να φύγεις να πας
Θέλει την ώρα του. Θέλει τον χρόνο του. Σιγά σιγά. Πρόφαση ήταν το τηλέφωνο. Και η επιθυμία και η ανάγκη. Και η επικοινωνία. Που δεν ξέρεις τι ήταν πρόφαση και τι ανάγκη. Τι επικοινωνία και τι επιθυμία.
Και γιατί να ξέρεις, η περιπεσούσα; Είναι ανάγκη;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου