Ρομανική γλώσσα τα ρουμάνικα. Λατινικού δηλαδή. Σαν τα γαλλικά. Και τα ιταλικά. Και τα ισπανικά και τα πορτογαλέζικα. Εντάξει. Πολύ βορινά λατινικά. Σ’ εκείνη εκεί τη γειτονιά τριγυρίζονται από σλαβία, και για αιώνες περιλαμβάνονταν στο οθωμανικό μαντρί. Επομένως λατινικά με σλάβικα, κι αυτά πασπαλισμένα με αραβικά και τούρκικα – βάλε με τον νου σου. Αλλά σε κάθε περίπτωση, λατινικά.
Λούμε είναι ο κόσμος στα ρουμάνικα. Τι άλλο – από τα λατινικά που λέγαμε, όπου λούμεν, λούμινις είναι το φως. Και είναι και το φέγγος. Και το λυχνάρι. Και αρχίζουν οι συνειρμοί και δεν τελειώνουν – είναι και ο οφθαλμός, είναι και η όψη. Και είναι και η λάμψη. Και το κόσμημα. Είδες! Λάμψη είπαμε, στο κόσμημα βγήκαμε. Ό,τι λέμε και στα ελληνικά κόσμο: το στολίδι. Το σύμπαν, αλλά και τη γη. Και τον κόσμο, κόσμος πολύς, ανθρώποι, μαζέψου παιδί μου, τι θα πει ο κόσμος. Lume. Λούμε.
Και σόρ(ε), ένα φωνήεν μεταξύ ε και α —εξ ου και η παρένθεση—, σόρ(ε) είναι η αδελφή. Σόρορ, σορόρις. Και οι Μούσες και οι Δαναΐδες αλλά και οι Ερινύες. Και οι φίλες. Οι εταίρες. Οι όμοιες. Κι από κει soeur και sorella και sor που προσφωνούν στα ισπανικά τις καλόγριες. Κι όπως και στα ελληνικά θα λέγαμε μωρ’ αδερφέ μου, έτσι και στα ρουμάνικα: soră lume. Σόρ(ε) λούμε. Κόσμε, αδερφέ μου.
Θα μου πεις, ωπ, αδερφή είπες – δεν είπες αδερφέ. Σωστό. Έκπληξη: ο κόσμος στα ρουμάνικα είναι θηλυκό. Είναι η κόσμος, όχι ο κόσμος. Σόρ(ε) λούμε. Κόσμε, αδερφή μου.
Είναι παλιό ρουμάνικο τραγούδι. Παραδοσιακό. Από κείνα που μετριόνται στα δύο, με τον τόνο στη λήγουσα, παμ-πάμ και παμ-πάμ, παμ-πάμ, παμ-πάμ. Δυο βιολιά, ένα κοντραμπάσο, μια κόμπζα —εκείνο το πολύχορδο, σαν λαούτο που είναι—, κι ένα τσίμπαλομ – σαν τραπεζάκι με τις χορδές τεντωμένες πάνω του και τις χτυπάς με τα ξυλάκια σου, που θυμίζει σαντούρι. Και κάνα ακορντεόν. Παμ-πάμ, παμ-πάμ, παμ-πάμ, παμ-πάμ, σαν άργητα περίεργη, σαν να θέλει να φύγει η μουσική μπροστά, σαν άλογο, σαν να την κρατάει το γκέμι, όπως πίνεις το κρασί για να μη σε πιεί εκείνο, με χαλινάρι, παμ-πάμ, παμ-πάμ...
Λούμε, λούμε, σόρ(ε) λούμε. Κόσμε, αδερφή μου. Αδερφέ μου ντουνιά. Πότε θα σε χορτάσω. Σιγά σιγά. Όταν τελειώσει το ψωμί, κι αδειάσει το ποτήρι. Και ακουστούν τα καρφιά στην κάσα. Τότε. Όταν πια θα ’χω φύγει. Δεν υπάρχει ρουμάνικη κομπανία που δεν έχει αναμετρηθεί μ’ αυτό το τραγούδι. Και τραγουδιστής και τραγουδίστρια. Είναι διαπιστευτήριο. Τόλμημα. Και διαβατήριο.
Το ’πε και ο θρύλος, η Μαρία Τανάσε. Η Ρουμάνα Βέμπο, ας πούμε. Γεννημένη το ’13 στο Βουκουρέστι. Της Άνα Μουντεάνου (ναι, με ένα ν) και του Ίον Τανάσε, του ανθοπώλη. Μεγάλωσε η μικρή και ήρθε ο μεσοπόλεμος. Βασίλειον της Ρουμανίας. Και η Μαρία τραγουδούσε στο Cărăbuș, κι έκανε —τότε— δίσκο με την Κολούμπια, παρακαλώ, και βγήκε και στο ραδιόφωνο, στο Ράντιο Ρομάνια και πήγε και περιοδεία στη Νέα Υόρκη! Δόξες.
Μικρή χώρα όμως η Ρουμανία. Ήρθαν πόλεμοι και πίκρες και μαύρα πράματα. Η Γκάρντα ντε Φιέρ. Η Σιδηρά Φρουρά κι ο Κορντεάνου. Κι οι Γερμανοί και η επιχείρηση Μπαρμπαρόσα. Πολύ μικρή χώρα. Και το Στάλινγκραντ και οι τραυματίες. Που τους τραγούδαγε η Μαρία να τους ησυχάσει. Να τους καλμάρει.
Έτσι είναι ο κόσμος. Ούνουλ νάστε, άλτουλ μοάρε. Ένας γεννιέται, άλλος πεθαίνει. Παμ-πάμ, παμ-πάμ. Αργά και κρατημένα. Να μην ξεφύγουν τα πράματα και χαθούμε.
Παντρεύτηκε η Μαρία τον δικηγόρο της, έναν Κλέαρχο Ραούλ-Βίκτορ Παπαδόπουλο-Σακελαρίε. Έτσι λεγόταν ο δικηγόρος. Τον γνώρισε όσο αυτός προσπαθούσε να της ξεμπλέξει τον πρώην της από τη φυλακή – κομμουνιστής ο πρώην. Κι είχαμε φτάσει στο 1950 πια. Κ-άσα ι λούμεα τρεκ(ε)τοάρε. Γιατί έτσι είναι ο κόσμος. Περαστικός. Διαβατάρης.
Και το ’63 ήρθε η ώρα της. Έσιαξε το λευκό της το φόρεμα στο νοσοκομείο, κανόνισε τα τελευταία —τι είχε να κανονίσει— τα συνεννοήθηκε με τον φίλο της τον συνθέτη, τον Μιστόκλι Πόπα, και πάει.
(Ε)λ ντε νάστε νεκ(ε)ζέστε, (ε)λ ντε μοάρε πουτρεζέστε. Ο γεννημένος γκρινιάζει, ο πεθαμένος σαπίζει.
Μαρία Τανάσε.
Αθανασίου δηλαδή.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου