Breakfast at Tiffany’s (Μπρέκφαστ στου Τίφανις). The Twilight Zone (Η ζώνη τού λυκόφωτος). The Phantom of the Opera (Το φάντασμα της Όπερας). Bandits (Οι λωποδύτες).
Διότι, εντάξει. Αμερικάνικο σινεμά. Αλλά πού σου ’ρθαν μαζεμένα; «Μπρέκφαστ στου Τίφανις». Αυτό που πάει η Χέπμπορν με το πρωινό της στη σακούλα μπροστά στα κεντρικά στου Τίφανις. Το μεγάλο κοσμηματοπωλείο. Νιού Γιορκ. Αυτό δε λες;
«Ζώνη του λυκόφωτος», ποιο απ’ όλα; Ένα σωρό έχουν γυριστεί. Μήπως αυτό του Τζον Λάντις; Κι ο Σπίλμπεργκ είχε βάλει το χεράκι του, το ξέρεις; Νταν Άικροϊντ και Άλμπερτ Μπρουκς. Και Βικ Μόροου. Τζέρι Γκόλντσμιθ η μουσική. Καλά. Μιλάμε «ο» τρόμος. Γι’ αυτό έβαλες και «Το φάντασμα της Όπερας»; Le Fantôme de l’Opéra. Γκαστόν Λερού. Ναι, αλλά τι σχέση έχει τώρα αυτό; Η Παλέ Γκαρνιέ, θα μου πεις, που ήταν και καλά στοιχειωμένη – τρόμος κι αυτός.
Αλλά μπα, εσύ θα λες του Άντριου Λόιντ Βέμπερ το μιούζικαλ, γιατί πολύ Αμερικάνο σε βρίσκω σήμερα. The phantom of the Opera is there, inside my mind. Μάλλον έτσι. Γιατί μετά πιάνεις «Μπάντιτς». Μπρους Γουίλις. Και Μπίλι Μπομπ Θόρντον και Κέιτ Μπλάνσετ. Καλά. Καταπληκτικό. Μπάρι Λέβινσον. Πολύ γέλιο. Και κλάμα, ρε φίλε. Αυτή η Μπλάνσετ. Έρωτας. Τι είν’ αυτό που σε πιάνει μ’ αυτές στο σινεμά. Έρωτα παθαίνεις.
Αλλά πώς τα συνδέεις όλ’ αυτά; Επειδή είναι αμερικάνικα; Και; Τι κοινό έχουνε; Σκηνοθέτες, μουσικούς, ηθοποιούς – τίποτα. Ούτε σεναρίστες. Καμία σχέση. Να πεις ότι είναι παρόμοια – δεν είναι. Κοντινά χρονολογικώς – ούτε.
Κοίταξε, πολλές φορές σ’ ακούω τι μου λες. Καλά, μια λόξα την έχεις —και διαστροφή το λες— όμως εν τέλει ψιλοβγαίνει νόημα, αφού βέβαια μου βγάλεις και την ψυχή μαζί. Αλλά σήμερα δεν έχεις ειρμό, δεν το βλέπεις; Φαντάσματα, ο τίφανης, το λυκόφως και οι μπαντίτες. Άλλ’ αντ’ άλλων. Μπαντίτες είπα, Μπαντιέρα Ρόσα θυμήθηκα. Παντελώς άσχετο. Αλλά μήπως τ’ άλλα τα δικά σου έχουν σχέση και θα σκίσουμε τώρα κάνα καλσόν; Άντε, ρε. Αβάντι ο πόπολο αλά ρισκόσα, μπαντιέρα ρόσα τριονφερά.
Έ ρε και πιάναμε το επαναστατικό βραχνόφωνο. Θα θριαμβεύσει, μέλλων του τριονφάρε. Θριαμβεύω. Εβίβα ιλ κομουνίζμο ε λα λιμπερτά. Κι εδώ γινόταν ο πικρός χαμός που η κάθε φράξια ήθελα να πει τα δικά της, εβίβα ιλ σοτσιαλίζμο ουρλιάζαν οι άλλοι, φεύγαν τα κοντάρια από τις σημαίες τις κόκκινες δίκην ακοντίου και άλλα ως ρόπαλα και τ’ ανοίγαμε τα παιδικά κεφάλια μας σαν καρπούζια. Και το πόπολο, επ’ ονόματι του οποίου υποτίθεται ότι εδίδετο η μάχη, παντελώς αδιάφορο παρακολουθούσε χαχανίζον. Τσ τσ τσ. Μα καλά, πατεράδες δεν έχουν να τα συμμαζέψουν; Δε ντρέπονται; Τσ τσ τσ!
Εκτός μήπως αν εννοείς λυκόφως και φάντασμα, ότι στο λυκόφως βγαίνουν τα φαντάσματα. Αλλά πάλι τραβηγμένο είναι, δεν το βλέπεις; Δε βγαίνουν μόνο στο λυκόφως τα φαντάσματα, πρώτον, και μένει και το κοσμηματοπωλείο που δεν κολλάει πουθενά. Πάρ’ το απόφαση: αυτά σήμερα που λες είναι απαρέμφατα. Δε λένε τίποτε περισσότερο απ’ αυτά που λένε. Δε συνδέονται και δεν ερμηνεύουν. Το ’ξερες ότι απαρέμφατο αυτό σημαίνει; Άκου να μαθαίνεις: α-παρ-έμ-φατος, α, παρ, εν και φαίνω. Δηλαδή που δεν παρεμφαίνει. Δε φανερώνει τίποτε. Αόριστο. Απεριόριστο. Εξ ου και infinitivus. Και infinitus, και infinitive αγγλικά, και λοιπά.
Βέβαια είπα απαρέμφατο και εμφαίνω και θυμήθηκα το φαίνω και το φαίνομαι. Μπορεί κανείς να συνδέσει το φαίνομαι με το φάντασμά σου τής Όπερας. Αλλά πάλι τι σχέση έχει το λυκόφως; Εκτός αν μου πεις ότι είναι το φως που σ’ απασχολεί και στα δύο.
Κι όμως. Φως. Φάος. Αυτό θες να πεις φίλε; Φάε, φάος, φως. Αυτό θες να πεις. Φως. Και φανερώνομαι. Γίνομαι εμφανής. Παναγιά η Φανερωμένη και φανάρι από Φίατ Πάντα. Από τον φανό. Και φαναρτζής – αρχαία ελληνικά με -τζης στο τέλος. Τέλειο. Ό,τι να ’ναι. Παίρνεις από δω, συνδέεις από κει, συνδυάζεις ό,τι κάτσει και το βάνεις όλο μαζί και παίζει. Παράδεισος. Και το παίρνεις απόφαση. Να ’το. Απόφαση είπα κι ήρθαμε στα ίδια. Κατάφαση, επίφαση, αντίφαση – ξέρω τι θα μου πεις. Είναι του φημί αυτά. Καλά, κοιμήσου εσύ! Φάσκω, βρε. Από την ίδια ρίζα που εδώ παίρνει διπλό δρόμο, σημαίνει και φωτίζω αλλά και εμφαίνω, φανερώνω, δηλαδή λέω. Φάσκω και αντιφάσκω, λέω και ξελέω. Και fatum, fata, τα θέσφατα, οι χρησμοί. Fata Morgana. Φιγκούρα φεμινίλε ντέλα μιτολογκία ποπολάρε εουροπέα. Η μοίρα προσωποποιημένη. Το ρηθέν, δηλαδή. Το λεχθέν. Και η πορτογάλα, η fada. Η νεράιδα. Και fado. Ουμ εστίλο μουζικάλ πορτουγκές. Εντάξει. Δεν προφέρεται έτσι, μην το τολμήσεις, αλλά παίρνεις μιαν ιδέα: ένα στιλ πορτογαλέζικης μουσικής.
Φυσικά. Προφανώς. Fate, φέιτ δηλαδή, και μοίρα. Αγγλικά. Τι, δεν το ’ξερες; Από τη fata τη λατινική, fatum ο χρησμός, η προφητεία —είδες; προφητεία είπα πάλι— το προλεχθέν. Και la femme fatale, η φαμ φατάλ, η μοιραία γυναίκα, που σε παίρνει και σε σηκώνει. Ήξερες ότι πρόφαση σήμαινε τα πρώτα μαντάτα; Ιατρική. Τα πρώτα συμπτώματα τής νόσου. Σε αιφνιδίασα, το ξέρω.
Εντάξει, θα μας πάρει ο κατήφορος τώρα. Πασιφάη και αφανής. Υποφώσκω. Αναφανδόν. Φωστήρας. Φωστήρες, εκτός από τους σπασίκλες, λέγαν και τα ανοίγματα του σπιτιού, τα πορτοπαράθυρα. Που έμπαινε φως. Και τον Φωτεινό Παντογνώστη. Έπαιζες βρε Φωτεινό Παντογνώστη μικρός; Που είχε ερωτήσεις και απαντήσεις κι έβαζες ένα πριζάκι στην ερώτηση κι έβαζες και το άλλο πριζάκι στην απάντηση, κι αν ήταν σωστή, άναβε το λαμπάκι και σε κοιτάζαν τα κορίτσια κατάπληκτα.
Και διαολιζόσουνα κι έλεγες πώς στον κόρακα ξέρει τις απαντήσεις αυτό το πράμα ρε φίλε, κι ύστερα το ξήλωνες κι έβλεπες τα συρματάκια και τις συνδέσεις – κοίτα ρε τι σκεφτήκαν – μάθαινες ποιο ήταν το κύκλωμα – ήταν πάντα το ίδιο. Ό,τι ερώτηση κι αν ήταν η πέμπτη αριστερή τρύπα, άμα έχωνες το πριζάκι στην απάντηση κάτω δεξιά, τρεις τρύπες πριν το τέλος, το κύκλωμα έκλεινε και το λαμπάκι άναβε. Ε, ρε μεγαλεία. Δε χρειαζόταν πια να ξέρεις ούτε καλά καλά τι ρωτήθηκες, ούτε τι απάντησες. Αρκεί να μάθαινες τις τρύπες. Το λαμπάκι ν’ ανάβει, και όλα καλά. Και να κοιτάνε τα κορίτσια.
Φως ιλαρόν. Αγίας Δόξης. Είδες πού παρασυρθήκαμε; Αυτά βρε ήθελες να μας πεις σήμερα; Φως και φαίνομαι και αποφαίνομαι; Φαεννότατος, ο υπέρλαμπρος. Και φανίον, ο πυρσός. Και ιδέες φαεινές. Και εύφημος μνεία, και βλαστήμια. Ναι, το βρήκες. Από την βλασφημία. Και προφήτης. Όπως λέμε είσαι και πολύ αφασία ρε μεγάλε. Κόκκινη κλωστή δεμένη. Αν τσουλήσει το κουβάρι της γλώσσας, συμμαζεμό δεν έχει.
Σε βρήκα. Σ’ έχω πιάσει. Αυτή δεν είναι η ρίζα σου; *bʰ(e)ə₂-, αυτό δε λες; Το βρήκα στο Λεξικό. Που θα πει φαίνω, δείχνω, μιλάω, λάμπω. Κι ο ένας του δρόμος γίνεται bannaną, πρωτογερμανικά. Κλητεύω. Καλώ. Λέω, φωνάζω και εντέλλω. Κι από κει bannan, παλιά αγγλικά. Που παίρνει και σημαίνει απαγορεύω. Καταριέμαι. Κι από κει τρως και μπαν στα τσατ ρουμ. Ban. Απαγόρευση. Είδες πώς δένει; Λέω, λέω δημοσίως, αγορεύω, απαγορεύω. Ban. Σ’ έπιασα βρε. Από κει και οι μπαντίδος. Οι κακοποιοί. Οι αγριάνθρωποι. Οι αποκηρυγμένοι. Οι απαγορευμένοι. Που έχουν φάει μπαν. Να πού κολλούσαν οι λωποδύτες σου. Οι Bandits. Ήξερες τι έλεγες. Και σωστά ξεπήδησε και η παντιέρα – δεν ήταν άσχετη. Από τη bandiera, βρε. Τη σημαία. Αυτήν που σημαίνει. Που φαίνεται. Που λέει. Bandire. Δημοσιεύω, ανακηρύσσω, ανακοινώνω.
Πω πω. Ζάλη. Άρα πολύφωτο, ζουρλοπαντιέρα, φαινόμενο, μπάνερ, ιεροφάντης, Φάντομ F-4 – πώωωω. Και φωτοσύνθεση και φαινομηρίδες, αυτές με τα μπούτια έξω. Και πίστες από φώσφορο. Καταφανώς και εμφατικά. Πω πω. Και beacon, έτσι; Που φωτάει και βλέπουν τα καράβια και δεν παν κοντά. Φανταστικό! Και φωτογραφία και φωτοτυπία. Και φαντασμαγορία. Και φωτιά. Και άφαντος και προφανής.
Και το κοσμηματοπωλείο που ξεκίνησες την κουβέντα, κι αυτό το ξέρω βρε. Αριστοφάνης μόλις σκέφτηκα και να, μου έκανε κλικ. Σ’ έπιασα, μπαγάσα. Δεν ήταν το κοσμηματοπωλείο. Ούτε η Χέπμπορν. Ούτε το μπρέκφαστ. Στάχτη στα μάτια. Ήταν το Τίφανι. Αυτό δε θες να πεις τόσην ώρα; Tiffany. Θεοφανία. Θεοφανώ. Θεοφάνης. Και Θεοφάνια.
Αυτό δε λες τόσην ώρα, ε; Σ’ έλεγε εσένα φως μου η μάνα σου; Ε; Σ’ έλεγε;
---------------------------
Chantraine, Cassel's διάφορα, Κούβελας, Τσακαλώτος, Buck. Και πολύ γκουγκλάρισμα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου