Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ατζαμοσύνη

Ατζαμής, λέει, είναι αυτός. Ατζαμής. Δηλαδή αδέξιος. Που δεν ξέρει την τέχνη. Που κάνει λάθη. Χοντράδες. Πρωτόπειρος. Εξ ου και το ελληνικότατο ατζαμοσύνη – καλά, μιλάμε, μην πάρει λέξη η γλώσσα, από ’δώ θα τη φέρει, από ’κεί θα την πάει, ό,τι θέλει θα την κάνει. Άκου ατζαμοσύνη. Κατά το καλοσύνη και μετριοφροσύνη ένα πράμα. Ναυτοσύνη, ξέρω γω. Μάλιστα.

Ατζαμής. Αραβικά. عَجَمِيّ, από το أَعْجَم. Ατζάμ. Τι θα πει; Έλα μου ντε. Ξένος θα πει. Από τη σημιτική ρίζα τζμ, που σχετίζεται με τη βουβαμάρα – μουγγός, βλέπεις, ο ξένος. Ατζάμ. Ατζάμ λένε οι Άραβες τους Πέρσες, ας πούμε. Και αλχαμιάδο, ατζαμίδικα δηλαδή στα ισπανικά, ξες τι θα πει; Πού να ξες. Είναι κείμενα τα αλχαμιάδο. Κείμενα σε ρομανικές γλώσσες, συνήθως ισπανικά, πορτογαλικά, αραγονέζικα – τέτοια κείμενα. Γιατί αλχαμιάδο; Γιατί είναι γραμμένα με αραβικά γράμματα. Γιατί όταν οι Άραβες έκαναν κουμάντο στην Ισπανία, στην Αλ Ανταλούς, δηλαδή στην Ανδαλουσία, όταν η Σεγκόβια είχε μουφτή, τότε τα αραβικά ήταν η γλώσσα της επιστήμης. Και της πολύ κουλτούρας, μιλάμε. Να θαμπώνεσαι. Και της θρησκείας. Ε, πώς να γράψεις σοβαρά ισπανικά τότε; Τα ’γραφες με αραβικά γράμματα. Κι αυτά τα χειρόγραφα είναι τα αλχαμιάδο.

Ατζάμ λένε οι Ιρακινοί αυτούς που πάει η γλώσσα τους ροδάνι στα αραβικά, αλλά που είναι Πέρσες. Και ατζαμί λένε και σήμερα τα κείμενα αφρικανικών γλωσσών που είναι γραμμένα σε αραβικό αλφάβητο. Ξένα δηλαδή.

Και ατζαμήδες λένε οι Τούρκοι και τους σαχλαμάρες τού τζιρίντ. Αυτούς που κάνουν βλακείες και τρώνε τα μούτρα τους με το άλογο. Ή που χτυπάνε κατά λάθος τους αντιπάλους. Μη μου πεις τώρα ότι δεν ξέρεις τι είναι το τζιρίντ. Έλα ωρέ. Εθνικόν σπορ είναι. Μια ομάδα άλογα από δω, μια από κει. Σ’ ένα μεγάλο γήπεδο. Μεϊντάν, το λένε το γήπεδο. Τι; δεν ξέρεις τι είναι το μεϊντάν; Α, είπα κι γώ.

Και παρατάσσονται που λες στο μεϊντάν, οι μεν από δω, οι δε από κει. Έξι, οκτώ ή δώδεκα καβαλλαραίοι απ’ τη μια, κι άλλοι τόσοι απ’ την άλλη. Και κάνουν πολεμικό παιχνίδι. Ορμάει ένας απ’ τη μια ομάδα και καλπάζει ξέφρενα προς την άλλη, και φωνάζει το όνομα ενός απ’ τους αντιπάλους και τον προκαλεί και του πετάει και το τζιρίντ, κι αναστρέφει, όπου φύγει φύγει. Κι αυτός που άκουσε τ’ όνομά του, αποφεύγει το ματσούκι και χιμάει κατά πάνω σ’ αυτόν που τον προκάλεσε, κι αμολάει κι αυτός το τζιρίντ. Και δος του κόλπα να αποφύγει ο ένας το τζιρίντ του αλλουνού, τι καλπασμός στην κοιλιά του αλόγου, τι ελιγμοί, τι σούζες, τι παλικαροσύνες – αυτό είναι το τζιρίντ. Κι άμα ο άλλος είναι ατζαμής μπορεί να σου κοπανήσει το άλογο με το τζιρίντ, κατά λάθος, και χρεώνεται και πόντους ποινής. Ή μπορεί άμα είσαι και πολύ επιδέξιος να πιάσεις το τζιρίντ του αλλουνού στον αέρα οπότε ξετρελαίνονται οι κερκίδες, δόξα και μεγαλεία. Κι είναι και κάτι γερόντοι, παλιοί παίχτες, και κάτι ρεφερήδες και παρακολουθούν από κοντά, και δώσε βαθμούς, πάρε βαθμούς, ε, στο τέλος μια από τις δυο ομάδες, μετά από δυο σαρανταπεντάλεπτα, μία από τις δύο κερδάει.

Παλιό παιχνίδι. Καλά, μην κοιτάς, σήμερα το παίζουν με κάτι ελαφριά παλιόξυλα που μάλιστα έχουν και λάστιχα στις άκρες να μη γίνονται και ατυχήματα. Που πάλι γίνονται, δηλαδή, αριά και πού. Όπως και να το κάνεις, ψιλοατύχημα θα γίνει. Αλλά παλιότερα το παιχνίδι ήταν σοβαρό και τα ξύλα, ξύλα βαριά. Κι είχε και σκοτωμένους – άμα σ’ έπαιρνε το ξύλο —εκείνο το ξύλο, τότε, το ακόντιο— άμα σ’ έπαιρνε σε κάνα κεφάλι καθώς κάλπαζες αφηνιασμένος, αυτό ήτανε. Δεν ήθελε και πολύ. Ήταν πολεμική άσκηση – αληθινή. Φαντάσου, ο Μαχμούντ Β΄ είδε κι απόειδε, κι αφού διέλυσε τους Γενίτσαρους, απαγόρευσε και το παιχνίδι στις μέρες του.

– Μα γιατί Πολυχρονεμένε μας;
– Γιατί είστε ζώα όρθια και πάτε και μου σκοτωνόστε στα γήπεδα άνευ λόγου και αιτίας. Από σήμερα κομμένη αυτή η σαχλαμάρα. Άντε μπράβο.

Ξες ποιος ήταν παιχταράς στο τζιρίντ; Όταν ακόμη το τζιρίντ ήτανε σοβαρό παιχνίδι με αληθινούς σκοτωμένους, με ανάπηρους και με του κόσμου τα καλά; Ο Άγιος Κωνσταντίνος. Όχι ρε της Ελένης. Όχι ο Ρωμαίος. Ο άλλος Κωνσταντίνος, ο Δημαμάς. Ο Υδραίος. Του Μιχαήλ και της Μαρίνας. Τωρινός. Φρέσκος. Νεομάρτυς. Δέκατος όγδοος αιώνας. Αυτός είχε πάει να δουλέψει στη Ρόδο κι εκεί είχε τουρκιά πολλή, είχε εβραίοι, είχε αρμένηδες, ό,τι θες είχε. Κι ήτανε παιδί μάλαμα κι όλοι τον αγαπούσανε και τον υπολήπτονταν και του λέει ένα κολλητάρι του, Τούρκος, να σου δώκω ρε την αδερφή μου να μπατζανακιαστούμε, ναι είπε ο Κωνσταντίνος, θα ’ταν και τίποτε κούκλα αυτή η τουρκοπούλα, ποιος ξέρει, έλα όμως που γίνηκε χαμός κι αγριευτήκαν οι χριστιανοί, η μάνα του ούτε να του μιλήσει, μπαίνει στη μέση ο Χασάν Καπιτάν, ο τοπικός δενξερωτί, του λέει εγώ θα σε πάρω στην αυλή μου παλικάρι μου, και του φρόντιζε που λες το άλογό του του Χασάν ο Κωνσταντίνος κι αγαπηθήκανε οι δυο τους, και οργανώθηκε και τζιρίτι στην πόλη, και τους έκανε ο Κωνσταντίνος τους αντιπάλους του να μην ξέρουν από πού να φύγουν, και πια δεν είχε τόπο πού να τον βάλει ο Χασάν, τέτοια αγάπη, και φόρεσε και σαρίκι ο Κωνσταντίνος και άλλαξε τ’ όνομά του και γίνηκε κι αυτός Χασάν.

Κι αρχίνησε να τον τρώει το σαράκι, και δεν καθότανε καλά. Τι κάνω εγώ εδωπέρα. Και τον έπιασε κάτι χριστιανικό, ένα πράμα, και δεν κοιμόταν τα βράδια και πήγε και ξομολογήθηκε στον πνευματικό του στη Ρόδο – τα ’χασε ο παππούλης, τι μου λες εκεί παιδί μου, μάζεψ’ τα και φύγε από τη Ρόδο γιατί θα σου αγριέψουν οι Τούρκοι, δεν είναι ωραία παιχνίδια αυτά, μια και δυο έφτιαξε τις βαλίτσες του ο μικρός και πάει στην Κωνσταντινούπολη, μιλάμε τελειώνει ο αιώνας και πάμε για χίλια οχτακόσια, η Οθωμανική Αυτοκρατορία διαλύεται, η μπαρούτη είναι έτοιμη να αρπάξει, δεν ήταν αυτοί καιροί να παίζεις μ’ αυτά τα ζητήματα. Και του λέει ο Γρηγόριος Ε΄ —αυτός ήτανε τότε Πατριάρχης, αυτός που μετά τράβηξε των παθών του τον τάραχο— του λέει πάρε αυτήν την επιστολή και εξαφανίσου όπως είσαι, μικρό παιδί, και πάει ο Χασάν, ο Κωνσταντίνος δηλαδή, παίρνει τη συστατική και πάει και κρύβεται στο Άγιον Όρος. Μάλιστα. Κοντά στον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη.

Το βιολί του. Εγώ παππούλη μου θέλω να μαρτυρήσω για τον Χριστό. Κάτσε βρε πουλάκι μου, μην αλαφιάζεσαι, δεν υπάρχει λόγος να μαρτυρήσεις, σ’ αγαπάει ο Χριστούλης, έτσι κι αλλιώς, όχι εγώ θέλω να γίνω μάρτυρας. Δηλαδή, κατάλαβες, όχι, εγώ θέλω αυτό που θέλω, και το θέλω και πραγματωμένο. Ομολογημένο. Τι να του πεις τώρα. Άλλο τι σκέφτομαι, κι άλλο τι ξέρει το σύμπαν ότι σκέφτομαι. Άδικο είχε;

Τέλος πάντων, επέστρεψε στη Ρόδο, πήγε και βρήκε τον Χασάν Καπιτάν, εντ δε ρεστ ιζ χίστορι. Ένα πρωί τον πήγαν σ’ έναν πλάτανο στο Μανδράκι, γερό δέντρο ο πλάτανος, και πάει ο Κωνσταντίνος, που γίνηκε Χασάν, και που κρεμάστηκε ως Κωνσταντίνος. Δεκατέσσερεις Νοεμβρίου τού χίλια εννιακόσια.

Να το πεις ατζαμοσύνη; Δύσκολο.






Σχόλια

  1. Μόνο Παπαλέξης τα γράφει αυτά. Δεν χρειάζεται υπογραφή, μιλάει το στυλ γραφής, κοφτό, συναρπαστικό, με ξαφνιάσματα σε καθηλώνει

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.