
Παλιό ελληνικό παραμύθι.
μοίρα < αρχαία ελληνική μοῖρα < μείρομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)mer- (μοιράζω, παραχωρώ, αναθέτω)
θα διεκδικήσουν τη νόμιμη μοίρα τους | δεν έχει στον ήλιο μοίρα | κανείς δεν ξέρει τι του επιφυλάσσει η μοίρα | όπου φτωχός κι η μοίρα του | η μοίρα αυτού του νεοκλασικού κτηρίου ήταν να καταλήξει ένας σωρός από μπάζα | δύο μοίρες καταδιωκτικών απογειώθηκαν | έχει κάταγμα στην οσφυϊκή μοίρα | κλαίω τη μοίρα μου | η τσιγγάνα του είπε τη μοίρα του | όπου φτωχός κι μοίρα του | αυτά πια μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα
[από το el.wiktionary.org]
Από τα «Ελληνικά Παραμύθια» του Γ. Α. Μέγα. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας». Ιωάννου Δ. Κολλάρου & Σιας ΑΕ. Αθήναι, 1963. Εικόνα Ράλλης Κοψίδης.
Διαβάζει ο Κώστας Παπαλέξης.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου