Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ήταν Παρασκευή


Ήταν Παρασκευή. Πώς το θυμάμαι, θα μου πείς. Εμ, το θυμάμαι για δύο λόγους: πρώτον γιατί δε θα πηγαίναμε σχολείο. Ενώ είχαμε σχολείο. Όχι μόνο την Παρασκευή. Αλλά και το Σάββατο. Τότε πηγαίναμε σχολείο Δευτέρα ώς και Σάββατο!

Δε θα πηγαίναμε, λοιπόν, σχολείο. Γιατί; Έτσι. Μη μιλάτε και μη φωνάζετε. Και συ κι ο Άλλος.

Ανοίγω εδώ μια παρένθεση: στο σπίτι μας είμαστε δύο αδέλφια. Εγώ και ο Άλλος.

Παρασκευή και σκοτεινή. Αν και Απριλιάτικη. Ήταν σκοτεινή γιατί το σπίτι ήταν στον πρώτον όροφο της πολυκατοικίας και δεν ήταν το πρώτο που χτυπούσε ο ήλιος με το φως του. Για να λέμε την αλήθεια, ούτε το πολλοστό ήταν. Ποτέ δεν το χτυπούσε ο ήλιος. Το ’χε η μάνα μας αυτό το θέμα: να μην το χτυπάει το σπίτι ο ήλιος. Επ’ ουδενί. Έτσι, πηγαίναμε και καθόμασταν σε σπίτια κρυμμένα απ’ τον ήλιο. Πάει και τέλειωσε.

Και να μη φωνάζετε. Η εντολή ήταν σαφής. Εννοούσαν να μην κάνουμε το προσφιλές μας τότε: ανεβαίναμε στα ντιβάνια που κοιμόμασταν κι αρχίζαμε και χοροπηδάγαμε πάνω στα στρώματα φωνάζοντας Πα-πα-νδρέ-ου, Μη-τσο-τά-κης. Ρυθμικά και επαναλαμβανόμενα. Σαν οπαδοί σε διαδήλωση. Όχι, μωρέ, ποιον Παπανδρέου – τον παππού αυτουνού του Παπανδρέου. Κι όχι αυτόν τον Μητσοτάκη. Τον μπαμπά του. Αυτός ο Μητσοτάκης που ξέρουμε δεν είχε ακόμη γεννηθεί. Θα γεννιόταν ένα χρόνο μετά. Κι ο Παπανδρέου που ξέρουμε, αυτός ήταν τότε έφηβος.

Διότι τω καιρώ εκείνο, ο παππούς αυτουνού κι ο μπαμπάς του αλλουνού είχανε σφαχτεί δημοσίως. Κάτι πολιτικά, κάτι με βασιλιάδες – είχαμε βασιλιά τότε, τέλος πάντων δε θέλω να μπω στην ουσία, δεν είναι ο σκοπός μου σήμερα, πάντως σφαζόντανε, και μαζί τους κι όλη η χώρα. Κι εμείς, αν και τότε δεν υπήρχε τηλεόραση, μόνο ραδιόφωνο, τα ξέραμε και τα ζούσαμε. Και ανεβαίναμε στα κρεβάτια κι ουρλιάζαμε: Πα-πα-νδρέ-ου, Μη-τσο-τά-κης!

Σκασμός, λοιπόν. Για κάποιο λόγο, αυτό που είχε γίνει σήμερα, σχετιζόταν με τα Πα-πα-νδρέ-ου, Μη-τσο-τά-κης, αλλά ήταν μουγγό και πολύ κακό. Σκασμός. Τσιμουδιά. Μην αρχίσουν και σχολιάζουν οι γείτονες. Δεν υπάρχει λόγος να ξέρουν οι άλλοι τι γίνεται μές στο σπίτι μας. Γιατί ρε παιδιά;Τι ’ν’ αυτό που δεν πρέπει δηλαδή να ξέρουν οι άλλοι;

Τίποτε. Σκασμός.

Καθήσαμε κι εμείς σιωπηλοί μες στο σπίτι. Εγώ και ο Άλλος. Περίεργη Παρασκευή. Η γιαγιά στην άκρη στο δωμάτιο με τα χέρια σταυρωμένα. Τα δάχτυλα, δεξί κι αριστερό χέρι πλεγμένα. Ακουμπισμένα στην ποδιά της τη λουλουδάτη. Με τους αντίχειρες να κάνουν παιχνίδι. Πάνω και μπροστά ο δεξής, κάτω και πίσω ο αριστερός. Μετά πάνω ο αριστερός, συνέχεια ο δεξής κάτω. Κι ύστερα ο αριστερός να ολοκληρώνει τον κύκλο πάνω από τον δεξή. Κι ύστερα ο δεξής πάνω από τον αριστερό. Και πάλι. Συνέχεια. Χαλαρά. Καθόλου νευρικά. Αένανη κίνηση. Το ΄κανε πάντα όταν είχε στενοχώρια. Κι όταν είχε χαρά. Κι όταν είχε λύπη. Κι όταν σκεφτόταν. Πάντα. Η κυκλική κίνηση των αντιχείρων. Αυτή ήταν η γιαγιά μου. Τα χέρια της τα σταυρωμένα κι οι αντίχειρές της που κάναν κύκλους, γύρω ο ένας από τον άλλον. Γιαγιά φτιαγμένη να περιμένει. Εκ κατασκευής.

Εκείνη τη μέρα, λες και δεν έφτανε το φυσικό σκοτάδι του σπιτιού, είχαμε ξεχάσει ν’ ανοίξουμε και τα παντζούρια. Η μάνα μου, δηλαδή, γιατί αυτό ήταν δουλειά της μάνας μου. Τα είχαμε ξεχάσει, λες κι έπρεπε στο εξής να ’χουμε το νου μας πότε ανοίγουμε και πότε δεν ανοίγουμε τα παντζούρια. Λες κι έμπαιναν νέοι κανόνες στη ζωή μας. Από σήμερα, πρώτα ρωτάμε, κι ύστερα ανοίγουμε παντζούρια. Και δε φωνάζουμε. Δεν υπάρχει λόγος να ξέρουν οι γείτονες τι σκεφτόμαστε. Γιατί; Έτσι. Σκασμός.

Γιατί δεν πάμε σχολείο; Έτσι. Δηλαδή; Έγιναν γεγονότα και δεν έχει σήμερα σχολείο. Θα ξαναέχει; Τι, σχολείο; Ναι. Πότε; Δεν ξέρω. Ξεφορτώσου με. Όταν θα ’ναι θα σου πω.

Ωραία. Δος μου τρεις δραχμές. Τι να τις κάνεις; Θα πάω στον κύριο Κώστα, να πάρω Μίκι Μάους. Ο κύριος Κώστας ήταν ο ψιλικατζής. Πηγαίναμε και παίρναμε διάφορα καλά για το σπίτι. Παγωτό ΕΒΓΑ ξυλάκι λεμόνι. Και παγωτό ΕΒΓΑ ξυλάκι σοκολάτα. Κρέμα ήταν δηλαδή, με μια λεπτή στρώση σοκολάτας από πάνω που έκανε κρατς και ήταν πολύ νόστιμη, αλλά την έτρωγες πρώτη και τέλειωνε γρήγορα. Κι έκανε και μιάμιση δραχμή – άντε να πείσεις τον πατέρα να σου δώσει μιάμιση δραχμή – τι να την κάνεις; Να πάρεις από τ’ άλλα παγωτά, όπως όλοι. Ορίστε μας! Μιάμιση δραχμή! Πού ακούστηκε!

Και δεν έχει τρεις δραχμές. Δεν έχει Μίκι Μάους σήμερα. Κι ας είναι Παρασκευή. Δεν έχεις να πας πουθενά!

Να τος λοιπόν ο άλλος λόγος που λέγαμε προηγουμένως: γι’ αυτό ήταν Παρασκευή. Γιατί είχε Μίκι Μάους. Που έβγαινε κάθε Παρασκευή.

Και δε θα πάμε να πάρουμε σήμερα το Μίκι Μάους; Απίστευτο! Να που τα πράγματα ήταν σοβαρά. Κι ακατανόητα! Παρασκευή χωρίς Μίκι Μάους! Αυτό δεν είχε ξαναγίνει! Παρασκευή χωρίς Μίκι Μάους, χωρίς σχολείο, με τη μαμά και τον μπαμπά σπίτι και τη γιαγιά με τα χέρια πλεγμένα να περιμένει.

Ήταν η πρώτη από μια μακριά σειρά από Παρασκευές, που τα πράγματα είχαν πάψει να είναι κανονικά. Έπρεπε να μη φωνάζουμε πια Πα-πα-νδρέ-ου, Μη-τσο-τά-κης, να προσέχουμε τι τραγούδια τραγουδάμε και τι τραγούδια ακούμε, να έχουμε τον νου μας τι αστεία λέμε και σε ποιον, να προσέχουμε τι κουβέντες ανοίγουμε και με ποιον, και να ’χουμε τον νου μας στην πόρτα και στο τηλέφωνο. Οχτώ σαράντα πέντε, οχτώ πενήντα. Δεν το δίνουμε όπου να ’ναι, κι όταν χτυπάει, αν ζητήσουν τον μπαμπά, πρώτα ρωτάμε ποιος είναι.

Η πρώτη από μια μακριά σειρά από Παρασκευές που είχε μπει στη ζωή μας ο φόβος.




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.