
Είκοσι τρεις Απριλίου. Αλλ’ αν πέσει πριν την Ανάσταση, πάει για τη Δευτέρα τής Διακαινησίμου. Δεν πρέπει να προηγηθεί. Εντάξει. Αλλά γιατί να μην προηγηθεί; Πού ’ναι το κακό; Σύμφωνοι, δεν είναι ωραίο πράμα, μεγάλη γιορτή η μία, μεγάλη και η άλλη. Όμως όχι μόνο.
Γιος του Γερόντιου του Καππαδόκη, εκ Νικομηδείας —έτσι λένε— στρατηλάτη τού Διοκλητιανού και συγκλητικού. Και της Πολυχρονίας της Παλαιστίνιας. Από τη Λύδδα αυτή. Όπου πήγε και να μείνει όταν πέθανε ο μπαμπάς του. Η Λύδδα, σημερινή Λοντ (לוד), τότε Διόσπολη, δεκαπέντε χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Τελ Αβίβ. Όπου, στα δεκατέσσερά του, έχασε και τη μαμά του.
Το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά. Παιδί από σπίτι, με ανατροφή, με μπαμπά στρατιωτικό, πήγε κι αυτός και κατατάχτηκε στο γνώριμο μέρος: τον Ρωμαϊκό στρατό. Τον καλοδέχτηκε ο Διοκλητιανός. Καλώς το παιδί. Το γιο του στρατηλάτη μου. Καλώς τον και μαλώς τον. Δεν ήταν μαμόθρεφτος ο μικρός. Ήταν τολμηρός. Τσαμπουκαλεμένος. Ήρωας. Μόλις στα είκοσι έγινε Τριμπούνος. Ο Διοκλητιανός πια, δεν είχε τόπο πού να τον βάλει. Δούκα τον έκαμε. Διοικητή δηλαδή. Και τον έφερε στην ανακτορική φρουρά παρακαλώ. Ως Κόμη! Πάει να πει, Συνταγματάρχη! Αυτά είναι! Ε, ρε χρυσά και λιλιά και χαλκώματα ν’ αστράφτουν, κι οι κοπέλες να ξεροσταλιάζουν να τον δουν το πρωί που πήγαινε στη δουλειά.
Αλλά οι ωραίες ιστορίες δεν τελειώνουν πάντα καλά. Ο Γεώργιος ήταν ήδη βαφτισμένος χριστιανός, κι ο Διοκλητιανός την είχε δει ότι ο ίδιος ήταν γιος του Δία και ο συναυτοκράτοράς του, ο Μαξιμιανός, γιος του Ηρακλή. Τα είχε μοιράσει με τον Μαξιμιανό, εσύ στη Δύση κι εγώ στην Ανατολή, κι έδρευε στη Νικομήδεια. Κι ανησυχούσε ότι η Αυτοκρατορία κινδύνευε από το νέο φρούτο. Εξ ου και αυτό που σήμερα όλοι ξέρουμε ως διωγμούς του Διοκλητιανού. Και το παιδί; Τι κάνουμε τώρα με το παιδί; Έστειλε και τον φωνάξανε.
– Γεώργιε, να κάμωμε θυσία εις τους θεούς, παιδί μου.
– Άσε μας ρε θείε.
– Αυτό που σου λέω, παιδί μου. Τα πράματα είναι ζόρικα για το κράτος. Και πρέπει να δείξωμε ότι είμεθα άξιοι του αξιώματός μας.
– Θείε, όχι σε μένα αυτά. Εγώ έχω άλλο θεό.
– Γεώργιε, παιδί μου, εσύ; Ο γιος του λατρεμένου μου φίλου;
– Γιος, ξεγιός, θείε μου, αυτά δε γίνονται.
Ο Διοκλητιανός το αποφάσισε γρήγορα. Ένα σωρό πράματα γίνονται στην πολιτική που δε λέγονται ποτέ.
– Πάρε.
– Τι ’ναι αυτό;
– Το κλειδί του θησαυροφυλακίου.
– Τι να το κάνω.
– Ε, νέο παιδί είσαι, κάτι θα βρεις να το κάνεις.
– Α πα πα.
– Τι α πα πα;
– Δεν κάνω εγώ τέτοια.
– Γιατί παιδί μου; Πάρ’ το που σου λέω. Θα βάλω το πρωί και τον νοτάριο να σου γράψει τα χτήματα τα καλά, εκείνα δίπλα στο ποτάμι, κι όλα θα κανονιστούν. Κανένα πρόβλημα. Θα κάμωμε και την ωραία θυσία μας εις τους θεούς, να τους ευχαριστήσωμε, κι όλα θα είναι μια χαρά, όπως πρώτα.
– Θείε, δε γίνονται αυτά.
Ο Διοκλητιανός τον κοίταξε χωρίς να κατανοεί. Ξανασκέφθηκε.
– Κατάλαβα, είπε στο τέλος μ’ ένα πονηρό χαμόγελο.
– Τι κατάλαβες;
– Ποιαν;
– Παρακαλώ;
– Πώς τη λένε. Πες μου.
– Τι πώς τη λένε;
– Πώς το λένε παιδί μου – το κορίτσι. Πες μου και θα τα κανονίσω. Εγώ θα τα κανονίσω όλα. Έχεις εμένα θείο, και δε μου λες τα βάσανά σου; Πώς τη λένε, αυτό μόνο πες μου. Ποια είναι!
Αλλά δεν ήταν αυτό το βάσανο του μικρού. Με το ’να, με τ’ άλλο, ο Διοκλητιανός άρχισε να συνειδητοποιεί με τι είχε να κάνει. Λατρεμένος ο μικρός, αλλά εδώ ήμασταν αυτοκρατορία. Μεγάλο μαγαζί. Ώστε έπρεπε να χυθεί αίμα. Έβαλε μπρος τον πληθυντικό. Έτσι έκανε ο θείος όταν τα πράματα έφευγαν εκτός ελέγχου.
– Πολύ καλά, κύριε Κόμη. Αναμείνατε διαταγάς.
– Μάλιστα.
Χαιρέτησε στρατιωτικά το παιδί, κι έκανε μεταβολή.
Την άλλη μέρα φτάσαν τα μαντάτα με κείνον τον βλάκα τον μονιμά τον δέκαρχο που το είχε άχτι το πριγκιπόπουλο.
– Πρέπει να θυσιάσετε εις τους θεούς. Άλλως θα συλληφθείτε.
– Να πα να του πείτε να ’ρθεί να με συλλάβει.
– Μάλιστα, κύριε.
Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Το παλικαρόπουλο έκανε τη διαθήκη του, και μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς. Την ίδια ώρα ένα σωρό φαντάροι βαφτίζονταν χριστιανοί. Σε αναμονή των επερχομένων. Το μαρτύριο άρχισε και κράτησε πολύ. Τέλειωσε με τον αποκεφαλισμό του στα τείχη της Νικομηδείας και την αποστολή της σορού στη Λύδδα, την πόλη της μάνας του.
Κι έτσι, απέκτησε κι ο Χριστιανισμός τον Αρχιστράτηγό του. Είπαμε, κακό πράμα η πολυθεΐα, αλλά τι να σου κάνει ένας θεός μοναχός του. Δε μπορεί να τα βγάλει πέρα με όλη τη γραφειοκρατία. Χρειάζονται κατά τόπους και κατά ειδικότητα αξιωματούχοι. Ε, ο Γεώργιος, ως λαμπρός στρατιωτικός εν ζωή, μετά θάνατον ανέλαβε —και δικαίως— τα στρατεύματα. Πήρε υπό την σκέπη του τους Σταυροφόρους, παρακαλώ, καθώς και τους Προσκόπους. Επιπλέον του χρεώσανε κοτζάμ Αγγλία —μέχρι και στη σημαία τον βάλαν ζωγραφιά— και, όπως είδαμε, το εφρόντισε πολύ αποτελεσματικά το ζήτημα. Κι ο κατάλογος είναι ατέλειωτος – Γεωργία, Μάλτα, παλαιότερα η Πορτογαλία, ο βουλγάρικος Στρατός σήμερα. Εννοείται ότι στην αρμοδιότητά του, εκτός των άλλων, έχει υπαχθεί και ο ελληνικός Στρατός Ξηράς.
Το καλύτερό του βέβαια είναι η βασιλοπούλα. Εκεί στη Λιβύη, που το θεριό φύλαγε την πηγή και δεν άφηνε να πιουν νερό παρά μόνο αν του θυσίαζαν. Πρόβατα στην αρχή, ανθρώπους μετά. Ώσπου έφτασε ο κόμπος στο χτένι. Ήρθε η ώρα και της βασιλοπούλας να θυσιαστεί. Και κανένας δεν πήγαινε στη θέση της. Να ’σου ο Άη Γιώργης.
– Χαίρετε.
– Γεια σας.
– Είστε το θηρίον;
– Σου μοιάζω για βοσκοπούλα;
– Ακούω ότι έχετε γίνει στενός κορσές εδώ στους ανθρώπους.
– Εσείς να κοιτάτε τη δουλειά σας, κύριε.
Λάθος ατάκα. Ακριβώς αυτή ήταν η δουλειά του τού αλλουνού. Δεν ήθελε δεύτερη παρότρυνση. Καβαλάει τ’ άλογο, δίνει μια με το κοντάρι του, πάρ’ το κάτω το θηρίο.
– Πεθαίνω.
– Να πρόσεχες τι λες.
Λέγαμε όμως για το Πάσχα. Τι παιχνίδι είναι αυτό που παίζει ο Άη Γιώργης με το Πάσχα; Πότε δω και πότε κει – κουνιέται το Πάσχα, κουνιέται κι ο Γιώργης. Να μια ιδέα τι παίζει:
Ο Γεώργιος λεγόταν και Γίργους. Και Χιδίρ. Ή Χιζίρ. Βλέπεις, ήταν και Άραβας. Εκείνα τα χρόνια και σ’ εκείνα τα μέρη, έχαν’ η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Θρησκειογονία. Εκεί λοιπόν τον Γιώργη τον προφήτη τον εσκότωσε ο Βασιλιάς της Μοσούλης. Κι όχι μια, αλλά τέσσερις φορές. Και κάθε φορά ο Γιώργης ανασταινόταν! Κι όταν ο κακός ο βασιλιάς τον έβαλε να πεινάσει, ήρθε η γυναίκα και του ’φερε το ξύλο και το ξύλο φυτρώναν φρούτα πάνω του και χόρτα, κι έφαγε ο προφήτης κι αναστήθηκε ξανά. Και μετά που πέθανε για τέταρτη φορά, κάηκε όλη η πόλη πίσω του. Κι ο Ιμπν Αλ Αθίρ, τη μια απ’ τις φορές που πέθανε ο άγιος προφήτης, ο Γιώργης, περιγράφει ότι έστειλε ο θεός ανέμους και κεραυνούς κι αστραπές και μαύρα σύννεφα κατάμαυρα. Κι οι άνθρωποι απορούσαν και φοβόντουσαν. Κι ύστερα ο Γιώργης αναστήθηκε κι έγινε φως και καλοκαίρι.
Να λοιπόν ποιο είναι το ζήτημα: αφού είσαι κι εσύ μπλεγμένος με αναστάσεις και τα τοιαύτα, γίνεται να σε γιορτάζουμε πριν αναστηθεί το αφεντικό;
Δεν έχουν τέλος τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου