Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Κωνσταντίνος ο Μέγας



Σιγά που θα καθόσουνα εσύ στα βασανιστήρια. Να γίνεις, λέει, μάρτυρας για να σε γιορτάζουμε σήμερα. Πριτς. Αυτοκράτορας έγινες κι άλλαξες την Ιστορία. Και πάλι σε γιορτάζουμε σήμερα. Εσένα και τη μαμά. Μεγάλε!

Θα πει «ο υιός του Κωνσταντίου». O υιός του Σταθερού. Του Ευσταθίου. Σταθάκης. Ναι, γι’ αυτόν που γιορτάζουμε σήμερα μιλάμε. Τον υιό του Φλάβιου Βαλέριου Κωνστάντιου του Χλωρού.

Να σε λένε τώρα Κωνσταντίνο, σκέψου, και τον μπαμπά σου Κωνστάντιο. Τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου, να σε ρωτάνε στο σχολείο. Καίσαρ, να λες. Τι Καίσαρ; Τέτοιος Καίσαρ; Εμ, τι, βουλκανιζατέρ ο Καίσαρ;

Περίπλοκη ζωή. Και διότι γίνεται Καίσαρ ο μπαμπάς, αλλά και διότι πρέπει τώρα να χωρίσει τη μαμά.

Γιατί είναι, λέει, κόρη ξενοδόχου από το Δρέπανον, στη Γιάλοβα της Βιθυνίας. Εντάξει, εκείνο τον καιρό, φέισμπουκ δεν είχε. Για να γνωρίσεις κόρη πανδοχέα, έπρεπε να πας στο πανδοχείον αυτοπροσώπως. Κι ο μπαμπάς δεν ήταν ο τύπος που προμήθευε τα πανδοχεία χαρτοπετσέτες. Δούκας ήτανε τότε. Συνταγματάρχης, δηλαδή. Θα είχε πάει υπηρεσιακώς. Δηλαδή με τους αξιωματικούς του. Και η μαμά δεν ήταν η ρεσεψιονίστ. Μάλλον περιλαμβανόταν στις εκπλήξεις τού εν λόγω ρισόρτ προς τους σοβαρούς πελάτες. Θα ήταν ο λόγος για να προτιμήσεις το συγκεκριμένο μέρος. Και για να το πάρεις τέτοιο κορίτσι να το κάνεις και γυναίκα σου, και να σ’ ακολουθεί μετά στις εκστρατείες σου, θα ’πρεπε να είσαι και χουβαρντάς πελάτης. Να έχεις ξετρελαθεί από τις φρέσκιες ιδέες του και τις απελευθερωμένες πρακτικές του, και να πηγαίνεις και να ξαναπηγαίνεις, όχι μία και δύο. Να ξημεροβραδιάζεσαι. Να πέσει έρωτας μεγάλος. Και να μην τα τσιγκουνεύεσαι τα κεράσματα και τα καλοπιάσματα.

Και την πήρε τη μαμά ο μπαμπάς. Και κάπου στη Ναϊσό στη Σερβία, που σερνόσαντε με το στράτευμα, νάσου γεννήθηκες και συ. Και τώρα, τι ’ν’ τούτο που πρέπει να τη χωρίσει; Βέβαια, είσαι και εικοσάρης πια, και στρατιωτικός ο ίδιος, και καταλαβαίνεις και πέντε πράματα – τι πρέπει τι δεν πρέπει. Άσε που δεν προλαβαίνεις να τα σκεφτείς δια μακρών όλ’ αυτά, γιατί πότε σε στέλνει ο μπαμπάς στην Ανατολή, ως χιλίαρχο υπό τον φίλο του τον Αυτοκράτορα Διοκλητιανό, και πότε σε τραβολογάει ως Αύγουστο μαζί του στη Βρετανία, μεσ’ τις βροχές και τη λασπουριά να πολεμάς τα φρικιά τ’ αλαφροΐσκιωτα.

Κι ένα πρωί, πάει ο μπαμπάς. Τέλος. Είσαι πια τριάντα τριών. Έχεις κάνει τις προεργασίες σου, οπότε σε σηκώνει ο στρατός πάνω στην ασπίδα, κι αυτό ήταν. Ζήτω ο Καίσαρ! Ε, μετά δε θέλει και πολύ να σκεφθείς να την αλλάξεις κι εσύ τη γυναίκα σου τη Μινερβίνη, και να πάρεις τη Φαύστα. Έτσι δεν είχε κάνει κι ο μπαμπάς; Και κούκλα είναι η Φαύστα, και αδερφή αυτουνού του Μαξέντιου τον οποίο θες να ξεφορτωθείς, μαζί και τον παλιο Λικίνιο. Μπερδεμένο να πάρεις την αδερφή του αντιπάλου σου γυναίκα; Καθόλου, καλέ. Κωνσταντίνος είσαι συ. Όχι κάνας τυχαίος.

Στο μεταξύ η Αυτοκρατορία βράζει. Τι χαζομάρα ολκής ήταν το ματοκύλισμα που είχε ξεκινήσει αυτός ο Διοκλητιανός; Καλά, δεν το ’βλεπε ο γέρος ότι ο χριστιανισμός δεν ήταν αεράκι αλλά τυφώνας; Και πώς και δεν του πέρασε απ’ το μυαλό ότι η καινούρια μονοθεϊστική θρησκεία ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόταν ο κόσμος! Να ενώσει τους θεούς του μέσα στο κεφάλι του για να μπορέσει να καθίσει να κυβερνηθεί από αυτοκράτορες!

Τι κάνουμε τώρα; Όραμα, μεγάλε! Το βλέπεις εσύ και τους προλαβαίνεις όλους! Εν τούτω νίκα, κορόιδα. Πνίγεις τον Μαξέντιο στον Τίβερη[1]. Κι ύστερα τον ψαρεύεις, του κόβεις το κεφάλι, το καρφώνεις σ’ ένα παλούκι και το τριγυρνάς με τη φρουρά σ’ όλη τη Ρώμη να το δουν απαξάπαντες. Και που ήταν αδερφός της γυναίκας σου; Ένας λόγος παραπάνω. Ηλίθια είναι η γυναίκα σου να σου κάνει μούτρα που διαχειρίζεσαι το κατάστημα με στιβαρό χέρι; Άσε που κατανοεί και τι συμβαίνει σε όσους με την αμετροεπή συμπεριφορά τους βλάπτουν την οικογενειακή επιχείρηση.

Οπότε πρέπει τωρα να κλείσουμε και τον εμφύλιο μεταξύ χριστιανών και εθνικών. Έχεις σαρανταρίσει, κι ένα διαταγματάκι που η ενεξιθρησκία και ο καθείς τη θρησκευτική ελευθερία του, είναι ό,τι πρέπει αυτήν τη ώρα. Πας μ’ αυτόν τον Λικίνιο που να εδώ σου κάθεται, κάνεις τον καταδεχτικό και τον υπομονετικό, και το υπογράφετε το παλιόχαρτο. Διάταγμα των Μεδιολάνων! Με τις υγείες σας.

Θα σου φάει άλλα δέκα χρόνια απ’ τη ζωή σου ο Λικίνιος. Τον παντρεύεις με τη δεκαοχτάχρονη αδερφή σου, την Κωνσταντία. Για να τον έχεις από κοντά. Ξέρεις εσύ απ’ αυτά. Και τέλος τον στριμώχνεις στο Βυζάντιο. Τον ξεφορτώνεσαι οριστικά, και τρως και τον εντεκάχρονο γιο του τον Λικινιανό, δηλαδή τον ανηψιό σου, δηλαδή τον γιο της Κωνσταντίας της αδερφής σου. Για να μη σου ξεπεταχτεί αργότερα και ζητάει τίποτε κληρονομικά. Βαριά η καλογερική.

Αυτή η μαμά, η Ελένη... Ελληνίδα. Μικρασιάτισσα. Εκεί, σ’ εκείνα τα δικά της τα μέρη, εκεί είναι που βγαίνουν και σπαρτά και αθρώποι. Και χριστιανισμός. Κι εσύ στρατά χρειάζεσαι και τροφή για τα στρατά. Τροφή για στόματα και πνεύματα. Ποια Ρώμη και χαζομάρες. Ρε δεν πας ανατολικά; Βυζάντιο, ρε συ! Από Ρώμη μεριά το πράμα πεθαίνει. Ενώ από κει είναι ζωντανό και καρπερό! Τώρα ξεπετιέται! Βυζάντιο! Η πόλη του Βύζαντα! Η νέα πρωτεύουσα! Με τ’ όνομά σου. Κωνσταντινούπολη. Η Ανθούσα, η Ξανθούσα, η Χρυσομαλλούσα. Μαγαζί γωνία. Όπου και να θες να πας, από την Πόλη να περνάς. Να ’ρθούν λοιπόν τα καραβάνια και να φέρουν όλα τα καλά και τα πλούτη, απ’ τα πέρατα της Αυτοκρατορίας, στη νέα Πόλη να τα φέρουν. Τ’ αγάλματα και τα χρυσάφια, τα μπρούτζα και τα γιαλιστερά, όλα τα ψηλά και όμορφα πράματα, τα μάρμαρα και τα πετράδια! Άντε! Η ώρα η καλή! Στα εγκαίνια θα ’σαι κοντά εξήντα. Χρυσή στιγμή.

Το ξέρω ότι τώρα θες να ξεφορτωθείς και τη γυναίκα σου τη Φαύστα, και τον Κρίσπο, το γιο σου. Κάτι έπαιξε μεταξύ τους, λένε οι παλιόγλωσσες, ε; Κοίταξε, αυτό που έχεις στο νου σου είναι ανατριχιαστικό. Αλλά η στιγμή είναι κατάλληλη. Κανείς δε θ’ ασχοληθεί. Όλοι κοιτάν αλλού. Κι εγώ αναγκαστικά θ’ αλλάξω παράγραφο γιατί δε θα βρίσκω μαρτυρίες για το ζήτημα.

Αυτήν την ιστορία με το χριστιανισμό την προσέχεις, το βλέπω. Γιατί μπορεί να καταντήσει ό,τι να ’ναι. Άμα το αφήσεις το πράμα σε ιδεολόγους και σε παπάδες, χέσε μέσα. Μιλάμδα κουκουέ και κουκουέ μουλού θα σου το κάνουν. Αλλά εσύ αυτοκρατορία χτίζεις, δε θες γκρουπούσκουλα. Να πας να προεδρεύσεις προσωπικώς και να βάλεις τάξη. Οικουμενικές Σύνοδοι. Καθόλου δε σε χαλάει που εσύ πιστεύεις στον Sol Invictus του μπαμπά σου. Κι αυτός μονόθεος είναι. Θα τον βρεις εσύ τον τρόπο. Από τον Αυτοκράτορα Θεό θα περάσεις στον Ελέω Θεού Αυτοκράτορα. Άκου διατύπωση! Μωρ’ είσαι συ ένας...

Φυσικά! Και καινούριο νόμισμα θα κόψεις! Χρυσό μαλαματένιο, με τη φάτσα σου επάνω. Σταθερή αξία, 72 τέτοια θα κάνουν μια λίβρα χρυσό. Και παράλληλα θα κυκλοφορείς και τα υποτιμημένα τα μπρούτζινα. Ιδιοφυές. Οι πλούσιοι θα επενδύουν στα χρυσά, κι οι φτωχοί στα μπρούτζινα που όλο και θα χάνουν αξία. Διολίσθηση. Κι η οικονομία θα πηγαίνει φυσέκι. Βέβαια, οι πλούσιοι θα πλουτίζουν κι οι φτωχοί θα φτωχαίνουν, αλλά δε βαριέσαι. Θα το κοιτάξουν οι επόμενοι αυτό το ζήτημα.

Λοιπόν, αυτή η φτιάξη με τη μαμά, είναι το κάτι άλλο. Πες το: ποτέ δεν πάψατε να συνεννοείστε, έτσι; Μεγαλοσύμβουλο και μεγαλοαντιπρόσωπο την είχες! Κόουτς! Κοντά σου στη στέψη σου, κοντά και στο γάμο – όλα τα ήξερε για τη Φαύστα, σωστά; Κι απ’ ό,τι φαίνεται, μάλλον ανέλαβε να καθαρίζει για λογαριασμό σου. Μόλις εσένα σε στρίμωχνε το πόπολο, νάσου πετιόταν η μαμά. Εν αγαστή συμπνοία με το Άγιον Πνεύμα, όχι παίζουμε. Και δως του Άγιοι Τόποι, δως του ανασκαφές, δως του Τίμια Ξύλα. Ασυμμάζευτη. Πήγε το κειμήλιο σύννεφο. Οργάνωσε το μαγαζί σα δέκα διευθυντές πωλήσεων. Και τα ’χε πατημένα τα ογδόντα τότε! Θηρίο! Αλλ’ αυτό να μου πεις: τι μάνα θα ’χες τέτοιος που ’σουνα; Καμιά του κατηχητικού;

Που σε είπαμε Μεγάλο; Ε, και τι να σε πούμε ρε Μεγάλε; Με τόση δουλειά που έβγαλες πέρα; Εσύ δε χάθηκες στις δημόσιες σχέσεις και τα βιογραφικά. Εσύ έκατσες κι έκανες αυτά που χρειάζονταν να γίνουν. Έστησες μια μηχανή που δούλεψε χίλια χρόνια. Χίλια χρόνια, μπαγάσα! Πάει το μυαλό σου πόσα είναι τα χίλια χρόνια; Πάρα πολλά! Η μισή ανθρώπινη ιστορία.

Μεγάλε, με το ελληνικότερο ξένο όνομα!


-------------------------------------------

Στη φωτογραφία, τα μάτια από το χάλκινο άγαλμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου που βρίσκεται στο Μουσείο του Καπιτωλίου στη Ρώμη.

------------------------------------------

[1] Μάχη στη Μιλβία Γέφυρα, 312 μ.Χ.





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.