Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το άχτι




Απ’ την αρχή δε μ’ άρεσες. Πώς ξεπετάχτηκες δηλαδή στην τηλεόραση και δε σ’ είχα δει ούτε μια φορά προηγουμένως; Στο Μάστερ Ντόκτορ, στις Δέκα Ερωτήσεις, στο Γιατροί με Ταλέντο, κάπου τέλος πάντων. Απ’ την επιστήμη, τόσοι και τόσοι βγαίνουν και λένε. Πώς να τρώμε, τι να τρώμε, πώς να κοιμόμαστε, πώς να ξενοκοιμόμαστε, τι κηραλοιφές, τι φαλάκρα, τι αιμορροοΐδες, ο οργασμός στο καναρίνι – εσένα δε σε είχαμε δει πουθενά. Μούγγα. Τόσες εκπομπές, τόσα πρωινάδικα, τόσος κόσμος πάει κι έρχεται, αφτιάδες, ματιάδες, εσύ πουθενά.

Φέρε μια μπίρα ρε Ουρανία, άντε ρε γαμώ τη, δε βλέπεις που είναι άδειο;

Λοιπόν, κι έρχεσαι ένα πρωί, φυτευτός, επίσημος, όχι έτσι κι όχι αλλιώς, όλοι έτσι θα κάνετε κι έτσι έχει η κατάσταση. Μην ακουμπάτε, μη μαζεύεστε και μη βγαίνετε. Μη σχολείο, μη γραφείο, μακριά ο ένας απ’ τον άλλο και ξεχάστε τα αυτά που ξέρατε. Ώπα ρε μεγάλε – πολύ σοβαρός μας την έπεσες. Μας έκοψες την ανάσα. Ούτε ένα αστειάκι, ούτε μια συνεντευξούλα τι κάνεις τ’ απογεύματα, πώς είναι το σπίτι σου, τι κάδρα έχει, τι χαλιά, τι αυτοκίνητο, τι μοτοσικλέτα – τίποτε.

Μια μπίρα, ρε Ουρανία! Άντε ρε Ουρανία, γαμώ τη!

Λοιπόν, και ταυτόχρονα, καθώς μας πήρες και μας σήκωσες, αρχίζεις και τα ναι μεν αλλά. Εκείνο δεν το ξέρουμε ακόμη, το άλλο το ψάχνουμε, το τρίτο το ερευνούμε. Εδώ θα δούμε, εκεί θα το κοιτάξω και θα σας πω. Είναι απαραίτητο αλλά δεν ήταν απαραίτητο. Είναι επικίνδυνο αλλά δεν είναι και τόσο επικίνδυνο. Δεν το βρήκαμε ακόμη αλλά σύντομα θα το βρούμε αλλά θ’ αργήσει, είναι σε πειραματικό στάδιο.

Παγωμένη ρε Ουρανία! Εμ πώς δεν έχει! Έβαλα εγώ στην κατάψυξη προηγουμένως!

Λοιπόν, κι ούτε μια κουβέντα, ένα σποτάκι, ο άνθρωπος πίσω από τον επιστήμονα, καμιά φωτό από τα νεανικά σου χρόνια, γυναίκα δεν έχεις – πώς τελοσπάντων γνωριστήκατε – τίποτα!

Δε μου λες θα τη λουστούμε ή θα την πιούμε; Εδώ ακούμπα τη, γαμώ την καταδίκη μου γαμώ!

Λοιπόν, μεγάλε, ο σοβαρός επιστήμονας μία γνώμη έχει, όχι δέκα, μόνο μία – επιστήμη είναι να ξέρεις το σωστό, το λέει και η λέξη. Επιστήμη ίσον γνώση. Αυτό θα πει. Ξέρω. Άμα ήταν να μην ξέρω, είμαι κι εγώ επιστήμονας, κάθε μέρα άλλα να λέω – δεν ξέρω, θα δω, και δικαιολογίες και παπαριές. Τα είπα ξείπα δεν είναι επιστήμη. Έτσι σας το δώσαν το κωλόχαρτο; Τι τους είπες στις εξετάσεις; Θα το ερευνήσω; Αυτό τους είπες; Λοιπόν, επιστήμη ίσον ξέρω, το λέει και η λέξη.

Ε, μάζευτα ρε Ουρανία έτσι που τα ’κανες κώλο γαμώ μέσα. Μάζευτα! Και φέρε μια καινούργια.

Λοιπόν, κι επειδή εγώ δεν είμαι κάνας μαλάκας, έχω και μάτια έχω κι αυτιά, κι άλλες εκπομπές, και φέισμπουκ μπαίνω και ξέρω πολύ καλά τι παίζεται και τι ετοιμάζεται κι από ποιους, λοιπόν, πείραμα κοινωνικού ελέγχου πλανητικών διαστάσεων, δομημένο πάνω στο φόβο, μαλαματένια λόγια με καρδιά και νου, μεγάλε, και κάτι καρύδια να!

Γαμώ μέσα μου την έσπασε τώρα, μια μπίρα είπα να πιώ και γινήκαμε κώλος γαμώ μέσα! Άστο ρε Ουρανία, άστο. Όχι, να μην τη φέρεις, άστο!

Λοιπόν, βλέπεις που ξέρω; Βλέπεις που δεν είμαι φυτό, ε; Το βλέπεις που δεν πιάνομαι κώτσος; Λοιπόν, κατάλαβες τώρα, γελοίοι; Λοιπόν, γιατί το ψέμα έχει κοντά ποδάρια. Άντε ρε να χαθείτε παλιαθρώποι. Τα ’χω καταλάβει, λοιπόν, α να χαθείτε που θα μασήσω. Βρωμιάρηδες, τα ’χετε κανονίσει γαμώ την καταδίκη μου γαμώ μέσα, άστηνε τη μπουτάνα τη μπίρα, ρε Ουρανία, άμα ήταν, από τη μύτη μου την έβγαλες, άστηνε, δε θέλω, ποτέ μη σώσω, απατεώνες, άστηνε την κωλομπίρα, καργιόληδες, άστηνε, κουφάλες...


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...