Λοιπόν, με δυσκολία μπορώ να σου εξηγήσω τι ακριβώς έγινε
Ούτε ’γώ κατάλαβα καλά καλά, δεν έβλεπα κι όλας —τι να δω απ’ τον πάγκο— εκείνο που ξέρω είναι ότι μια στιγμή πρωί πρωί να σου φανήκαν να μπαίνουν στο Στενό – έτσι μας είπαν... και τους είδαμε κι εμείς από πέρα απ’ την Κυνόσουρα κι ερχόνταν
Ε, δεν είμαστε καλά —τι γυρεύαν μες το στρίμωγμα— κι όλη νύχτα τραβούσαν κουπί; μη χειρότερα! εμείς είχαμε πιάσει μια γραμμή, αυτό ξέρω να σου πω, εντολές, ο ένας δίπλα στον άλλον, όπως στις ασκήσεις, να μην περάσει κουνούπι, μια γραμμή όλοι, ο Άη Γιώργης αριστερά μας και η Κυνόσουρα τέρμα δεξιά, τίποτα να μην περνάει και τίποτα να μη μπορεί να ‘ρθεί από πίσω —μας είχαν σκίσει άσκηση και προπόνηση— πάνω από δυο χρόνια είχε βαστήξει αυτό το βιολί – φτιάξε πλοία και πάμε ασκήσεις, ξανά και ξανά και πάμε πάλι και λάθος τα κάνατε και πάμε πάλι, σωστά να το κάνετε, συγχρονισμένα – το φελέκι μου, άμα δεν το κάνεις σωστά μπορούν να σ’ έχουν εκεί όλη μέρα να τραγουδάμε να το παλεύεις μέχρι να το κάνεις σωστά
Τα κουπιά στους σκαλμούς ακίνητα, στριμωγμένοι, θρανίτες, ζυγίτες, θαλαμίτες, ο ένας πα στον άλλον, σαρδέλες, μες τον ιδρώτα, κοντανασαίναμε, μόνο ένα πανάκι φοράς αλλά και πάλι μουσκίδι, έτοιμοι, το στομάχι κόμπος – τον κελευστή στα μάτια τον κοιτάς τι θα πει, από το πλαϊνό το πλοίο ανασαίναν αμίλητοι, και σε μια στιγμή ήρθε ο κεραυνός —σαν αναγούλα— αυτό ήταν – πρόσω, λέει
Πρόσω την τρέλα μου, πρόσω – αυτό ήταν – τι να σου πω, με το που λέει πρόσω πάνε όλα ξεχαστήκαν, μπήκε μπρος η μηχανή, όλοι, εκατόν εβδομήντα άτομα, όλα τα ξεχνάς, την ίδια στιγμή, κουπιά στον αέρα, σκυφτοί, ένα πλαφ όλοι μαζί το κουπί στη θάλασσα, και μετά τραβάς με όλη σου τη δύναμη, να ξεκινήσει το πλοίο, μαζί με τον αυλητή και με το τραγούδι, κι ύστερα πάλι πάνω το κουπί, ίσιο το κορμί, σκύβεις μπρος και πλαφ από την αρχή – ξέχασα να σου πω ο άλλος λόγος που δεν ξέρεις τι γίνεται: πας ανάποδα – αυτό στο είπα; Δηλαδή, σα βάρκα, εσύ την πρύμνη κοιτάς, το ξέρεις αυτό, έτσι; εσύ δε βλέπεις πού πας, αυτά τα κοιτάει ο οπτήρας, ο πρωράτης. Πρόσω λοιπόν με τον αυλητή μαζί στο ρυθμό, όπως ήταν κανονισμένο —όπως στην άσκηση— πρέπει να περάσεις ανάμεσά τους, αυτό το ξέρεις;
Λοιπόν, αυτό —διέκπλους— πας και βρίσκεις το χώρο που θες, αυτοί πολεμάν ατσούμπαλοι, σου λέει έρχεται κατά πάνω μας, αμ εσύ δεν πας κατά πάνω τους, ανάμεσά τους πας να περάσεις – τώρα μπορούσα να τους δω δίπλα μου που κάναν κι αυτοί το κουπί τους, σχεδόν να τους αγγίξω – για δες! κουπί εμείς, κουπί κι αυτοί. Αυτοί ήταν, λοιπόν. Τώρα τους βλέπαμε. Με σάρκα και οστά. Άλλοι άνθρωποι. Άλλη γλώσσα. Για φαντάσου! Σε λίγο θα τους τη φέρναμε. Αυτοί βογκούσαν και ζορίζονταν – βαρύ το πλοίο τους, ψηλότερο από μάς, και να κουνάει, μπότζι, τους είχε βρει η πρωινή η αύρα απ’ τα πλάγια, το τσαγάνι, ένα τεσσαράκι το ’χε σίγουρα, το καράβι τους πήγαινε κι ερχόταν σαν τσόφλι, διατοίχιση, δε μπορούσαν να μας ρίξουν οι τοξότες – με τάξη εμείς, άψογοι, σαν άσκηση, τόσο τακτικά, ναι, βέβαια, δε θες να τους εμβολίσεις από μπρος – άλλο είναι που θες. Γιατί αν τους τρυπήσεις μπροστά, καθώς πας εσύ και έρχονται κι αυτοί, είναι τέτοια η σύγκρουση που χώνεσαι με το έμβολό σου και δε μπορείς να βγεις. Σφηνώνεις, κι ύστερα ορμάν οι επιβάτες απ’ το κάθε πλοίο και γίνεται χαμός, στεριανή μάχη μες το κύμα – δε θες αυτό
Όχι – εσύ θες να περάσεις ανάμεσά τους και με το που θα βρεθείς στην πλάτη τους, αναστρέφεις, όλος, σα χορός είναι, και τώρα τους έχεις, τους κοιτάς την πρύμνη τους, και πλακώνεσαι, δυνατά, γοργά – είσαι πιο γρήγορος, το δικό τους και βαρύ είναι, και πολύν κόσμο έχει απάνω – κόσμος, παιδί μου, τριάντα-σαράντα άτομα με τα όπλα τους, και είναι και πολλά τα βρεχάμενα του καραβιού απ’ το βάρος, όσο πιο πολλά τα βρεχάμενα τόσο πιο πολύ φρενάρει, αλλά και πού να στρίψει με τόσο κόσμο πρύμνη και πλώρη, πώς να ξεφύγει – και να σου πω και κάτι ακόμα; εμείς τα ’χαμε γλειμμένα τα πλοία. Εμείς κάθε τρεις και μία τα βγάναμε έξω και δως του καθάρισμα και τρίψιμο τα βρεχάμενα να γυαλίζουν σαν καθρέφτης
Ε δεν το κάναμε για σπάσιμο μες το κατακαλόκαιρο – άμα το καράβι είναι καινούριο καθαρό, πάει φυσέκι παιδί μου, πολύ πιο γρήγορα, φεύγει σαΐτα. Kαι δε σου βγαίνει η γλώσσα στο κουπί. Γιατί ο σκοπός είναι να τους βάλεις μπροστά στην πλώρη σου να τους την πέσεις. Από πίσω και στο πλάι τους. Καμιά εικοσαριά μοίρες, εκεί που τελειώνουν τα κουπιά τους. Πλακώνεσαι, τους κυνηγάς, κι εκείνη την ώρα δονείται το πλοίο όλες οι ψυχές! Ξέρεις τι πα να κάνεις και τραβάς λυσσασμένα – δεν έχει κούραση, δεν έχει τίποτα, πετάς, πετάνε χέρια, μπράτσα, πλάτες, τραγούδι – δεν καταλαβαίνεις τίποτα, όλοι ένα πράμα
Μέχρι ν’ ακούσεις το πρόσταγμα να φρενάρεις – μια στιγμούλα πριν τους φτάσεις και τους τσακίσεις πρέπει να κατεβάσεις κουπιά να φρενάρεις λιγουλάκι, γιατί και πάλι δε θες να τους χωθείς ολόκληρος – ίσα να πατήσει το έμβολο στα ύφαλά τους. Με το που κάνει το μπαφ – μη φαναστείς καμμιά δραματική σύγκρουση, ακούμπισμα είναι, μπαφ όσο χρειάζεται για να το σπάσεις το τσόφλι, σαράντα τόνοι μάζα είσαι, ένα κόμβο μονάχα πιο γρήγορος να τους ακουμπήσεις, το έμβολό σου χώθηκε, τους το τσάκισες το πλοίο, τους το ’σπασες – κρααακ ο μαγικός ο ήχος όπως είσαι φρεναριστός, κι ύστερα έρχονται τα παραγγέλματα – όπισθεν αμέσως να βγεις να ξεκολλήσεις – μη μείνεις καρφωμένος απάνω τους...
Γιατί με το που τους τσάκισες τα ύφαλα, πρέπει αμέσως – δε θέλει πολύ, είκοσι-τριάντα πόντους να τους άνοιξες; αυτό ήταν, ξέρεις τι νερό βάζουν οι τριάντα πόντοι; ίσαμε πέντε τόνους σ’ ένα λεφτάκι βάζουν – μιλάμε ούτε να βλαστημήσουν δεν προφταίνουν, προσπαθούν να σηκωθούν από τα έδρανα να γλιτώσουν, πανικός, αλλά ποιος να πρωτοσηκωθεί, είναι κι αυτοί εκατόν εβδομήντα, κι έχουν και καμιά σαρανταριά προσωπικό, είπαμε, τι να σηκωθείς και πού να πας – πάει το μετάκεντρο – το πλοίο τουμπάρει – βλέπεις αυτό είναι το σημαντικό: ό,τι και να γίνει, όσο νερό και να βάλει, το πεύκο δε βουλιάζει, στον αφρό θα μείνει – δεν πάει στον πάτο – όμως στα δυο λεπτά μέσα τουμπάρει, αναποδογυρίζει, και τους αδειάζει όλους στο νερό χύμα και τους πλακώνει, καπάκι, φωνάζουν, προσεύχονται γαντζωμένοι από τα ξύλα, κλαίνε – κι από πάνω απ’ το δικό σου το πλοίο έχεις και τρεις-τέσσερις που τους ρίχνουν, αλλά να σου πω δε χρειάζεται και να χαλάς τα βέλη σου, αυτοί δεν ξέρουν μπάνιο, το πιστεύεις; πάνε και πνίγονται επειδή τουμπάρισε το πλοίο, αυτοί πάνε στον πάτο, μολύβια – να σου πω κάτι; και τι με νοιάζει εμένα – εγώ έχω τις γυναίκες στο νησί, οι γυναίκες με τα παιδιά που ’χουν πιάσει θέση στα βράχια και κοιτάζουν – εκεί εμένα ο νους μου, στα παιδιά και τις γυναίκες, τα παρακάλια αυτουνού θ’ ακούσω; – να πάει να πνιγεί
Αυτό θα σου πω: θα παρατούσα κουπί και πλοίο να τους κυνηγήσω κολυμπώντας να μη μείνει κανείς – κανείς τους – σου ’ρχεται μες το σπίτι σου με τα όπλα του, σου ’χει βάλει κι έχει κάψει την πόλη και τους γέρους, τρόμος, τα μνήματα έχει σπάσει, και τώρα τον έχεις στη θάλασσα να χτυπιέται κι απ’ το νησί απέναντι να κοιτάν και να ουρλιάζουν οι γυναίκες... Πώς πνίγεις τα ποντίκια – ούτε έναν κερατά, φονικό κακό, το μυαλό σου σκοτεινιάζει, μην αφήσεις ζωντανό κανένα τους
Μην τα μακρηγορώ – με πιάνει κι αναστατώνομαι, αυτοί παιδί μου δεν είναι θαλασσινοί, ήρθαν να κάνουν μαγκιές με τα καράβια τους γεμάτα στρατό. Αμ δεν είν’ έτσι η θάλασσα – να μου γεμίζεις το καράβι επιβάτες – για ρίχ’ το στο νερό το καράβι και κουμαντάρισέ το και να νικήσεις με το καράβι, όχι με τους παρδαλούς που έχεις απάνω – έτοιμοι για ρεσάλτο. Τώρα να σε δω τι ρεσάλτα θα κάνεις από τον πάτο που είσαι
Δευτέρα τού Βοηδρομιώνος παιδί μου. Πολλά λένε τώρα. Ότι τους ξεγελάσαν και μπήκαν στα στενά σα ζώα και τους στριμώξαμε. Σαν το κοπάδι στο μαντρί. Δεν το ξέρω. Γενναίοι ήταν. Πολέμησαν. Έρχονται στον ύπνο μου. Και τις φωνές τους. Την ξέραν την τέχνη. Αλλά τι να κάνεις; Δεν προλαβαίναμε να σκοτώνουμε. Γιατί με το που τους στριμώξαμε, αρχίσαν να πέφτουν ο ένας πα στον άλλον – δε μπορούσαν να φύγουν να σωθούν – βλέπαν τα πλοία δίπλα τα δικά τους τουμπαρισμένα και τους ανθρώπους στο κύμα να παρακαλάνε – τα χάσανε, τώρα τους είχαμε στο άνετο, και με λίγους κόμβους, δεν πολυϊδρώσαμε, τώρα το θέμα ήταν να μη γλιτώσει κανένας τους – ένας στρατηγός είπανε, δικός μας, βγήκε στην Ψυττάλεια και τους πέρασε μαχαίρι γιατί κάποιοι είχανε ξεμπαρκάρει εκεί νωρίτερα, δεν ξέφυγε κανένας. Κι όποιος ξεβραζόταν στα βράχια του νησιού τούς περιμέναν οι γυναίκες και τους βγάζαν τα μάτια. Κι ύστερα βράδιασε και σταματήσαμε – δε βλέπαμε πια μες τη νύχτα
Κανείς τους, αυτό ξέρω εγώ, κι αυτός ήταν ο σκοπός, κατάλαβες; Να μη μείνει ρουθούνι και να μη μείνει ξύλο. Ο σκοπός δεν ήταν να χάσουν να φύγουν. Ο σκοπός ήταν να πάψουν να υπάρχουνε. Κανένας. Να μην τους ξαναπεράσει απ’ το μυαλό. Βράδιασε και δεν τους βλέπαμε πια και σταματήσαμε δώδεκα ώρες σκοτώναμε
Κι ότι κι εμείς, λένε – οι ναύαρχοι οι δικοί μας δε θέλαν όλοι να πολεμήσουμε κι άλλοι λέγαν να πάμε στον Ισθμό, κι άλλοι να φύγουμε, κι ότι όλα τα κανόνισε αυτός ο Λεοντίδης ο Θεμιστοκλής, μέχρι και το χρησμό άλλαξε, που έλεγε να φύγουμε να σωθούμε και γύρισε και της είπε τι ’ν’ αυτά κυρά μου, σε παίρνει και σε σηκώνει τώρα δα, κι είπε εκείνη ύστερα το ξανασκέφτηκε – τα ξύλινα τα τείχη λέει και καλά, ότι αυτά θα την σώσουν την πόλη, κι ότι αυτά είναι λέει τα καράβια κι είναι ποιητικός ο χρησμός – έτσι είναι, κι ο άγιος φοβέρα θέλει
Που και πάλι, ό,τι κι αν είπαν, τα γερόντια εκεί, στην Ακρόπολη πήγαν και βρήκαν να ταμπουρωθούν – ξύλινα τείχη σου λέει, το ’πε ο Απόλλων – είδες ο άνθρωπος; άμα σφηνώσει το μυαλό παιδί μου δεν έχει γιατρειά, καήκαν όλοι τους, όλα το μυαλό του ανθρώπου είναι, άντε κάνε καλά – άκουσε να δεις, κι έτσι αν είναι, αν δηλαδή αυτός ο πανούργος είναι που τα κανόνισε όλα κι είπε ψέματα, τότε να σου πω, καλά έκανε – τι δηλαδή, αυτό δεν έπρεπε να γίνει; δεν έπρεπε να τους στριμώξεις σ’ ένα μέρος να τους πετσοκόψεις; Τι, να τους αφήσεις ν’ απλωθούνε στ’ ανοιχτά, και να σου ’ρχονται από παντού; Πέντε φορές περισσότεροι ήτανε!
Και λένε κι όλας ότι ιεροσυλία, λέει, αυτός το σκότωσε το ιερό το φίδι το αλεξίκακο και γι’ αυτό έπαψε να τα τρώει τα συκαλάκια του και το γαλατάκι του, για να μπούμε στα καράβια το ’κανε – αλλά πάλι θα σου πω, εγώ αυτό δε με νοιάζει, πάει, τι να κάτσουμε να κάνουμε μες την πόλη μωρέ; να την κοιτάμε να καίγεται; Και στο τέλος της γραφής τον Λεοντίδη δε γινήκαμε και αδερφοποιτοί, τώρα α δε μας κάνει τον ξεφορτώνεσαι – τη δουλειά του την έκανε. Καλός για πόλεμο, τον κακό σου τώρα – άιντε από ’κεί που ’ρθες
Όλα θα τα φτιάξουμε τώρα. Αυτό ήταν το σημαντικό. Να καθαρίσει η χώρα. Κι από τους τεμπέληδες κι απ’ τους προσκυνητάδες. Να ησυχάσουμε. Από μέσα μας ήταν που ερχότανε το κακό κι απλωνόταν. Δε βλέπεις που τώρα πετάμε; Μόλις χτες ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του ελέγαν – είδες τώρα έχουν όλοι το μάθαν το μάθημα και κάθονται σούζα; Τώρα δε βρίσκεις άνθρωπο να σου πει να προσκυνήσεις τον μεγάλο βασιλέα – αυτοί ήταν το πρόβλημα, τα τσιράκια, εδώ, όχι ο βασιλέας. Τα δουλικά ήταν το πρόβλημα. Απ’ αυτούς είναι που ησυχάσαμε. Κι ας λείπουν τώρα τα τρόφιμα κι ας μην έχουμε πού να μείνουμε και τι να βάλουμε. Μη σε νοιάζει, ρε. Ας έρχεται χειμώνας. Μην ψαρώνεις, ψυχή μου. Θα κάψουμε τα ναυάγια και θα ζεσταθούμε. Δες η θάλασσα, όλο κουφάρια όλο ξύλα βγάζει. Κι όλα θα τα φτιάξουμε. Απ’ την αρχή – θα δεις
Καθάρισε ο ουρανός. Ξαστέρωσε παντού. Χρυσή ώρα, παιδί μου, να μου το θυμάσαι. Καθαρίσαμε την αμφιβολία μας. Βρήκαμε τη ρότα. Τώρα έχουμε πάρει κεφάλι. Θα ιδείς την πόλη αγνώριστη – θα χτίσουμε όπως δεν έχεις φανταστεί – θα γίνουν πράματα που δεν τα βάζει ο νους του ανθρώπου
Ξεκαθαρίσαμε μέσα μας – θα ελευθερωθούν τώρα και θα γίνουν ό,τι εμποδιζόταν να γίνει ώς σήμερα
Από σήμερα θα γίνει αυτό που δεν έγινε ποτέ
----------------------------------
Ηρόδοτος Αλικαρνασεύς, Αισχύλος, Κωνσταντίνος Ν. Ράδος, Barry S. Strauss και Κυριάκος Μητσοτάκης, Ναυπηγός – Μηχανολόγος Μηχανικός.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου