Ο Τρίτων ήταν θαλάσσιος θεός. Γιος του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης. Έμενε με το μπαμπά και τη μαμά στο χρυσό τους το παλάτι, στης θάλασσας τα βάθη. Κι είχε κι ένα κοχύλι από αχιβάδα, την θαλάσσια κόγχη, σάλπιγγα φοβερή και τρομερή.
Ήρθε από τη Λιβύη —έτσι φαίνεται— και στρογγυλοκάθησε στον Ελληνορωμαϊκό πολιτισμό. Και... πολλαπλασιάστηκε. Τρίτωνες, λοιπόν.
Που ήσαν... γοργόνοι. Πανέμορφοι και παντεπόπτες τύποι, που απ’ τη μέση και κάτω γινόντουσαν ψάρια. Με λέπια και ουρά. Μιλούσαν, λέει, ανθρωπινά. Σάλπιζαν με τα κοχύλια τους τις διαταγές του Ποσειδώνα, και τίποτε δε μπορούσε να αντισταθεί σ’ αυτές. Μ’ αυτά τους τα σαλπίσματα έσπειραν τον πανικό στους Γίγαντες κατά τη Γιγαντομαχία.
Κι εξαπλώθηκαν παντού. Στην Αναγέννηση, και κατόπιν στη δυτική ζωγραφική και τη λογοτεχνία. Σήμερα, σύλλογος θαλασσινός ή κολυμβητικός ή ναυτικός, χωρίς κάποιον Τρίτωνα – στο λογότυπο, στην ονομασία, στα μπλουζάκια ή έστω κάπου στο φουαγιέ, δε γίνεται.
Τρίτων. Εδώ φυλάττει την είσοδο του Ωδείου του Αγρίππα (περ. 15 π.Χ.), μετέπειτα Ανακτόρου των Γιγάντων (410-530 μ.Χ.).
Αρχαία Αγορά της Αθήνας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου