Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Τρίτωνες

 



Ο Τρίτων ήταν θαλάσσιος θεός. Γιος του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης. Έμενε με το μπαμπά και τη μαμά στο χρυσό τους το παλάτι, στης θάλασσας τα βάθη. Κι είχε κι ένα κοχύλι από αχιβάδα, την θαλάσσια κόγχη, σάλπιγγα φοβερή και τρομερή.

Ήρθε από τη Λιβύη —έτσι φαίνεται— και στρογγυλοκάθησε στον Ελληνορωμαϊκό πολιτισμό. Και... πολλαπλασιάστηκε. Τρίτωνες, λοιπόν.

Που ήσαν... γοργόνοι. Πανέμορφοι και παντεπόπτες τύποι, που απ’ τη μέση και κάτω γινόντουσαν ψάρια. Με λέπια και ουρά. Μιλούσαν, λέει, ανθρωπινά. Σάλπιζαν με τα κοχύλια τους τις διαταγές του Ποσειδώνα, και τίποτε δε μπορούσε να αντισταθεί σ’ αυτές. Μ’ αυτά τους τα σαλπίσματα έσπειραν τον πανικό στους Γίγαντες κατά τη Γιγαντομαχία.

Κι εξαπλώθηκαν παντού. Στην Αναγέννηση, και κατόπιν στη δυτική ζωγραφική και τη λογοτεχνία. Σήμερα, σύλλογος θαλασσινός ή κολυμβητικός ή ναυτικός, χωρίς κάποιον Τρίτωνα – στο λογότυπο, στην ονομασία, στα μπλουζάκια ή έστω κάπου στο φουαγιέ, δε γίνεται.

Τρίτων. Εδώ φυλάττει την είσοδο του Ωδείου του Αγρίππα (περ. 15 π.Χ.), μετέπειτα Ανακτόρου των Γιγάντων (410-530 μ.Χ.).

Αρχαία Αγορά της Αθήνας.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...