Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Σάββατο απόγευμα



Σάββατο απόγευμα. Η μέρα να χάνεται από την έρημη πόλη κι η ψύχρα να εγκαθίσταται σιωπηλά.

Μακριά κοντάρια είχαν αυτοί που έρχονταν από πέρα, από τα Πατήσια. Κοντάρια ξύλινα. Ήταν πεζοί. Από πού είχαν φυτρώσει; Περπατούσαν ασύντακτα στην έρημη Πατησίων με κατεύθυνση προς το Πολυτεχνείο. Και σπάζαν ό,τι βρίσκαν μπροστά τους. Αλήτες. Φοιτητές. Μεγάλοι ήταν όμως για φοιτητές. Όχι μεγάλοι σαν τον μπαμπά και τη μαμά. Αλλά μεγάλοι. Και περίεργοι. Με λαδωμένο μαλλί. Και σακάκια με μεγάλα πέτα. Ξέρω ’γώ, σαν υδραυλικοί, ας πούμε. Και χωρίς τίποτα στα χέρια, κάποιο πανωφόρι, βιβλία, τσάντα, πράματα, εργαλεία – τίποτα να φανερώνει από πού έρχονται και πού πάνε. Παντελόνι καμπάνα, σακάκι, παπούτσι μαύρο, και το μακρύ κοντάρι μόνο. Αυτό τότε μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση.

Το προηγούμενο βράδυ είχε γίνει η επέμβαση. Μπήκε, λέει, στρατός. Νέα δεν υπήρχαν. Το ραδιόφωνο ό,τι να ’ναι έλεγε. Πού να ξέρεις τι ’ναι αλήθεια και τι όχι. Αλλά είχαμε στο σπίτι έναν καλό ραδιοενισχυτή. Elac. Μάρκα ονομαστή. Με ειδική κεραία - καλώδιο. Και φοβερό καντράν, με χρώματα και φωτάκια, πράσινο, κίτρινο. Και δυο καλά ηχεία. Και πιάναμε Ντόιτσε Βέλε. Εντάξει. Σιγά. Όχι να μας ακούν οι διπλανοί. Αλλά κάπως μαθαίναμε τι παίζει.

Και τι δουλειά είχαν αυτοί κι ερχόντουσαν πεζοί και σπάζαν πράματα; Ήταν οι εξεγερμένοι. Αλλά ήταν μπερδεμένο. Γιατί πριν από αυτούς είχαν περάσει και τανκς από την Πατησίων προς το Πολυτεχνείο. Κι ύστερα πίσω από τα τανκς ακολουθούσαν αυτοί. Μόνο άντρες. Και σπάζαν τα φανάρια της κυκλοφορίας. Είχε φανάρια κάτω από το μπαλκόνι μας. Όσο μπορούσα να δω γιατί η μάνα μας τις κρατούσε τις πόρτες σφαλιχτές. Χώναν με ορμή τα κοντάρια τους στο μάτι του φαναριού, μια δυο γερές, και στο τέλος εκείνο θρυμματιζόταν.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που η μάνα μας τα έκλεινε όλα. Πόρτες και παραθύρια. Ήταν η πρώτη φορά που δεν τ’ ανοίγαμε όμως εμείς. Τι ν’ ανοίξεις; Με όλους αυτούς τους υδραυλικούς που σπάζαν τα φανάρια; Κακό πράμα το Πολυτεχνείο. Μα πώς ήταν τόσο μεγάλοι οι φοιτητές; Κι αφού είχε μπει στρατός στο Πολυτεχνείο, αυτοί εδώ πώς πηγαίναν προς το Πολυτεχνείο;

Και πώς κυκλοφορούσαν στο δρόμο και δεν τους πειράζαν τα τανκς; Τόσο θάρρος είχαν; Εγώ δε θα το είχα ποτέ. Ούτε τα τανκς που προηγήθηκαν τους είχαν πάρει χαμπάρι, ούτε τα τανκς που ακολούθησαν τους κυνήγησαν. Άφησαν την Πλατεία Αμερικής ρημαδιό. Και τι δουλειά είχαν οι φοιτητές να σπάνε στην Πλατεία Αμερικής και όχι στο Πολυτεχνείο;

Το πικάπ ήταν Dual. Ο θείος Μάνος που ήταν παθιασμένος με τα ηλεκτρονικά, αυτός είχε πικάπ Dual. Κι από κοντά κόλλησε και ο πατέρας μας και μας είχε πάρει πικάπ Dual. Με μαγνητική κεφαλή. Φοβερή βελόνα. Είχε μόλις κυκλοφορήσει το Masterpiece των Temptations. Μ’ εκείνη τη φωτογραφία το ανάγλυφο στο εξώφυλλο, σαν το αμερικάνικο όρος με τα κεφάλια των πατέρων του έθνους, αυτά εδώ ήταν πέντε πρόσωπα το ’να δίπλα στ’ άλλο, το ’να πίσω απ’ τ’ άλλο. Αλλά με μαλλί αφρό και με μουσάκι. Το κοίταζα το εξώφυλλο καθώς έπαιζε ο δίσκος, κι οι άλλοι κάτω στο δρόμο τα σπάγαν. Τριάντα τρεις στροφές. Masterpiece. Το δεύτερο τραγούδι στην πρώτη μεριά του δίσκου. Ξανά και ξανά. Εκείνο το κενό στο δίσκο ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο τραγούδι είχε γεμίσει κρατς – όλο εκεί έπεφτε η βελόνα. Πολύ ωραίο τραγούδι. Masterpiece. Αριστούργημα. Το είχαμε μάθει στα Αγγλικά. Αριστούργημα θα πει.

Πώς δεν τους κυνηγούν τα τανκς που έρχονται πίσω τους; Και γιατί είναι τόσο μεγάλοι οι φοιτητές; Κάτι ήταν τόσο τρομαχτικό σ’ αυτό. Σαν εφιάλτης που δε μπορείς να ξυπνήσεις.

Το άλλο που κυκλοφορούσε εκείνες τις μέρες ήταν το The Dark Side of the Moon των Pink Floyd. Μ’ εκείνο το πρίσμα στο εξώφυλλο. Εντάξει, κι αυτό το καταλάβαινα. Ανάλυση του λευκού φωτός στα χρώματά του. Όλη η γκάμα. Από το κόκκινο στο ιώδες. Συναρπαστικό μάθημα. Το είχαμε κάνει στο σχολείο. Ανάλυση του λευκού φωτός, γωνία εκτροπής, διασκεδασμός! Τι γοητευτικό! Η κυρία Πασχαλέρη μάς τα είχε πει όλα τα σχετικά. Ήταν αυστηρή η κυρία Πασχαλέρη, αλλά Φυσική κι αν ήξερε. Και Χημεία ήξερε και εργαστήρια ήξερε και χτενιζόταν και σαν τη μαμά, ένας φούντος όλο το μαλλί, κομμένο καρέ και με κατεύθυνση στο ένα πλάι, σαν Μπε Μπε χτενιζόντουσαν όλες.

Η γωνία εκτροπής κάθε χρώματος, όταν αυτό διέρχεται από οπτικό μέσο, είναι ανάλογη του μήκους κύματος του χρώματος. Όσο μεγαλύτερο το μήκος κύματος τόσο μικρότερη η γωνία εκτροπής.

Γιατί τα κάναν λίμπα οι φοιτητές, και τόσο μεγάλοι φοιτητές; Και τι δουλειά είχαν και πηγαίναν τώρα στο Πολυτεχνείο, Σάββατο απόγευμα, αφού το Πολυτεχνείο είχε μπει ο στρατός από χθες τη νύχτα, αυτοί τι γυρεύαν τώρα;

Money. Us and Them. Breathe in the Air. Κάπως έρχονταν και δέναν όλ’ αυτά. Ένας εσωτερικός γόος τα συνέδεε. Don’t be afraid to care. Leave but don’t leave me. Look around, choose your own ground. Ακούγονταν στον έρημο τόπο. Κλείναμε τη Ντόιτσε Βέλε και βάζαμε Πινκ Φλόιντ. Οι ερπύστριες. Και οι υδραυλικοί που τα σπάζαν στην Πλατεία. Τόσος φόβος. Τους φοιτητές δεν τους φοβόσουν. Αλλά αυτοί οι υδραυλικοί ήταν τρομακτικοί. And all your touch and all you see, is all your life will ever be. Ξανά και ξανά. Ερχόταν από τα βάθη. Από το έρεβος. Ο μέγας τρόμος.

Run. Rabbit run.


----------------------------



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.