Για στάσου, ρε παιδί μου.
Μόνος, λέει. Καραντίνα και ζόφος. Και θάνατοι. Όχι πως δεν είν’ έτσι. Έτσι είναι. Έτσι και χειρότερα. Αλλά για στάσου.
Πότε δεν είχε γύρω μου θανάτους; Υπήρξε ποτέ τέτοια περίοδος; Χωρίς θανάτους; Πάντα δεν είχε; Τι έπρεπε δηλαδή – να γίνουν πολλοί; Ή μήπως να γίνουν από αιτία ορισμένη και δακτυλοδεικτούμενη;
Ν' ασχοληθεί η τηλεόραση έπρεπε για να τους καταλάβω; Έπρεπε να γίνουν διάσημοι και να τους μελετούν οι επιστήμη; Όλα τα χρόνια πριν, τόσοι από αυτοκίνητα και τόσοι από μηχανάκια, τόσοι από τσιγάρο και τόσοι από γεράματα, τόσοι από πάχος και τόσοι από πείνα – και τόσοι από σφαίρες κι από φωτιά κι από μαχαίρι – αυτές οι στατιστικές γιατί δεν τις έβλεπα – θάνατοι δεν ήταν; Εντάξει. Ήσαν κανονικοί θα μου πεις. Τους περιείχε το σύστημα. Τους περιείχα κι εγώ. Δεν είχε αγριέψει και δεν είχε δείξει τα δόντια του το πράμα. Ήταν μη αξιοσημείωτον. Στατιστικώς κανονικό. Δηλαδή που να μην του δίνεις σημασία. Ηρεμία.
Αλλά γιατί ρε παιδί μου; Γιατί να μη δίνω σημασία; Το στατιστικώς αναμενόμενο, είναι και μη σημαντικό; Και πρέπει να γίνει ακανόνιστο για να το καταλάβω και να μετατραπεί σε μη αμελητέο και ζοφερό; Πρέπει να βγάλει δόντια; Τώρα εμφανίστηκε στη ζωή μου η μόνη απολύτως βέβαιη πιθανότητά μου; Η μόνη μου απόλυτη βαθύτατη βεβαιότητα, μόλις τώρα έγινε απτή; Τώρα ζωγραφίστηκε στην αντίληψή μου;
Φαίνεται πως ναι. Την ξεχνούσα βγαίνοντας από μένα. Ξεσκάζοντας. Διασκεδάζοντας. Σκεδάννυμι. Σκορπίζω. Διασκορπίζω. Διαχέω. Και διαχέομαι. Και διασκορπίζομαι. Ανοίγομαι. Παύω να εστιάζομαι. Φλουτάρω, κατάλαβες; Οπότε δεν κόβει η σκέψη σα μαχαίρι να σε χαράξει. Και δεν πονάει η κοψιά.
Που λες, κάποτε λοιπόν είχα πάρει ένα πουγκί χρυσά φλουριά, σακούλι μεγάλο, κι ανοίγω μια χραπ με το μαχαίρι και χυθήκαν τα φλουριά καταγής απαστράπτοντα μαλαματένια και κύλισαν ανάμεσα στα βουνά και γίναν μια πόλη, κι εγώ πέρασα από πάνω πέταξα κι έβλεπα τα φώτα να τρεμουλιάζουν σα φλουριά πλήθος κάτωθέ μου – μια πόλη με τις ασχολίες της τη νύχτα και με τα φώτα της τα πορτοκαλιά, ένας θησαυρός ξαπλωμένος χυμένος ζωντανός, χρυσός. Και πίστεψα ότι βλέπω και ξέρω.
Ενώ τώρα πάνε πτήσεις, πάνε όλα. Κλείστηκα κι αρχίσανε τα πένθη που δεν έβλεπα. Γειώθηκα. Στριμώχτηκα στα διαμερίσματα. Μέσα στα δωμάτια. Στα χαρακώματα. Σε τραπεζαρίες. Σε σαλόνια και κρεβατοκάμαρες. Εντός. Γίναν τα σκούρα ορατά. Και ο κίνδυνος σημαντικός, και ’γώ μέσα, μόνη μου μ’ εμένα. Τα που αγνόησα, με περιμένουν. Να με καταργήσουν. Ισχυρότερα από μένα – γιατί είναι δημιουργήματά μου. Ξέχασα να το πούμε αυτό, ε; Είδες; Εγώ είμαι αυτά που έφτιαξα και έκρυψα, εξ ου η δύναμή τους. Επειδή είμαι ο δημιουργός τους. Τώρα; Τι κάνω τώρα;
Τώρα που πια δεν είμαι προστατευμένος. Τώρα που πια κινδυνεύω μόνη μου. Που δε γίνεται πια να διασκεδάσω.
Εντάξει. Δεν προσπαθώ πια να φύγω – το μόνο σίγουρο. Και πού να πάω; Άντε και πήγα. Θα γυρίσω, δε θα γυρίσω; Εκεί θα ’ναι και θα με περιμένει.
Άρα κάθομαι εκεί. Κοντά του. Σα να μη συμβαίνει κάτι εξαιρετικό. Ήρεμος. Φάε με, αφού γι’ αυτό προορίζεσαι. Φάε με γλυκό μου, αν αυτό θέλεις.
Μπράβο. Είπα, γλυκό μου. Γιατί αυτό είναι το ζήτημα. Να μην το αγριεύω. Αν θυμώσω, μου θυμώνει, κι αν αγριευτώ, μου αγριεύεται. Κι επειδή εγώ το γέννησα, το ’χω κάνει δυνατότερο από μένα. Κι αν αγριευτώ εγώ, αγριεύεται περισσότερο από μένα. Και ξέρει όλα μου τα μονοπάτια.
Κάθομαι εκεί λοιπόν. Και δεν παριστάνω ότι δεν το είδα. Τα ’παμε; Μάνα του είμαι. Πώς θα κάνω ότι δεν είναι εκεί; Μια χαψιά θα με κάνει.
Παρέα τού κάνω. Κοιμάμαι, να το ιδώ καλύτερα να το γνωρίσω. Αφήνω τα δάκρυα να κάνουν τη δουλειά τους. Το αγαπώ, και με ακούει με τα μεγάλα του τα υπερφυσικά του μάτια ξαφνιασμένο. Πρώτη φορά είναι που δακρύζω. Ας με δαγκώσει. Του βάζω νερό με ζάχαρη. Χωρίς θυμούς, χωρίς έριδες. Καλωσορίζω τα νύχια του που με ακουμπούν και κόβω τα δικά μου. Γιατί είμαι ο πατέρας του – πατέρας και να το τραυματίσω; Δε γίνεται. Αναπνέω σαν ετοιμόγεννη, ο πόνος να γίνει φίλος. Να συσχετισθούμε. Δικός. Για καλό. Αναπνέω ευγνώμων. Δάκρυα – το ’παμε αυτό; Α, ναι. Το ’παμε. Όχι γοερά. Τρομάζει, το μωρό μου. Τ’ αφήνω να κυλήσουν μαλακά να πάρουν το φερτό το υλικό απ’ τα πιο δύσκολα μέρη καλά καλά να παρασύρουν τους πιο κρυφούς πόνους του συστήματος. Τ’ αφήνω ελεύθερα – τα δάκρυα ξέρουν αυτά. Δε φοβάμαι – γλυκά, είπαμε. Να μαλακώσουν τα πιο δύσκολα ιζήματα. Να λυθούν οι συμφύσεις. Εντυπωσιάζομαι, πόσο μεγάλα κι όμορφα είναι τα μάτια του. Τα δικά μου τα μάτια. Δεν το ’ξερα. Δε φοβάμαι. Όλη αυτή η ασχήμια είναι η δική μου η ομορφιά. Δεν ήξερα πόσο όμορφη είμαι. Κουλουριάζομαι. Όχι σαν σκαντζόχοιρος να κλείσω απ’ έξω τον εχθρό. Αλλά σαν γάτα, να τον περιλάβω. Να ’ρθεί να κουλουριαστεί κι αυτό στη ζέστη μου. Στην κοιλιά μου να καταφύγει. Να με πονέσει, φίλος κι ομόαιμος, να τον αφομοιώσω.
Ζαχαρόνερο να γλυκαθεί, λάδι για να μυρωθεί, κι αγάπη για να λιώσει.
Και μόνος μου. Φυσικά. Μόνος γίνονται αυτά. Οι πολλοί δεν τα περιέχουν κι ο θόρυβός τους τα διώχνει. Κατά μόνας συμβαίνουν οι αποκαλύψεις. Και μήπως τι δε συμβαίνει κατά μόνας; Τι απ’ τη ζωή – απ’ όλη;
Ο ερχομός; Μόνη μου δεν ήλθα; Καλά τα κανακέματα, καλά ήταν και τα χάδια. Μόνος γυμνός δεν ήμουνα, σαν καλαμιά στον κάμπο; Μόνη μου δε μεγάλωσα; Δε διάβασα, δεν το ’σκασα, δεν έκλαψα κι αγάπησα, και μόνος μου δεν τα μελέτησα; Μόνη στο γάμο στάθηκα και μόνος τους πόνους ένιωσα, το πρώτο μου παιδί. Μόνη μου θα ’μαι όταν θα φύγω. Μόνος το σώμα θα κοιτώ, που θα ετοιμάζομαι ν’ αφήσω, και μια βοήθεια θα ζητώ, το τελευταίο κανάκεμα ν’ ακούσω, ψίθυρο γλυκό, φύγε πατέρα, όλα καλά, όλα κανονισμένα.
Μονάχη μου να φύγω. Όπως πάντα. Κι όπου με βγάλει.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου