Που λες και τους πιάνει ένα πρωί η λύσσα η κακιά. Όλους μαζί. Όχι είναι μπήξε, όχι είναι δείξε, είναι πράκτωρ ξένος, λέει ότι είναι βασιλέας, ότι μπορεί να γκρεμίσει τον ναό και να τον ξαναχτίσει – να τον φάνε ζωντανό ρε παιδί μου. Κι ανοίγει η συζήτηση – τότε είχαν ένα πράμα, το φέισμπουκ —φέισμπουκ στα αραμαϊκά θα πει γράφω ό,τι να ’ναι— και καθόνταν και γράφαν ο καθένας, όχι σαν σήμερα που αυτά πια δε γίνονται. Τότε δεν προφταίναν να κυκλοφορήσουν τα νέα, πλακώναν οι γιούζερς – έτσι λέγονταν.
– Σταύρωσον αυτόν.
Ο καημένος αυτός έβλεπε τις αποψάρες και δεν καταλάβαινε – πάτε καλά, ρε παιδιά; πώς θα τον σταυρώσω; Με σκεπτικό τι; Εδώ είμαστε κράτος κι έχουμε νόμους. Δεν είμαστε μπάχαλο. Τι σταύρωσον και μπαρμπούτσαλα. Αυτός δηλαδή τι νόμο παρέβη ναν τον σταύρωσον; Τι έκανε;
– Είπε ότι είναι βασιλέας, γράφαν αυτοί στα κόμεντς.
Γέλαγε αυτός. Από μέσα του, βεβαίως. Εγώ να δείτε τι λέω στη γυναίκα μου. Εμ, δε με σταύρωσε. Ο καθ’ ου συνέστησε οργάνωση; Πήρε όπλα; Στρατολόγησε κανέναν; Ας είπε ό,τι ήθελε – δημοκρατία έχουμε. Και ξανά γελούσε – πάντα από μέσα του, γιατί πού να γελάσει απ’ έξω του. Θα τον τρώγαν ζωντανό. Το καταλάβαινε απολύτως. Ήταν από κείνες τις περιστάσεις. Θέλαν αίμα τώρα – το μυριζόταν. Τους είχε πιάσει το λαγκιόλι και θέλαν να σκοτώσουν. Κι όμως. Δεν ήθελε να πάει πάσο τόσο εύκολα. Κλωτσούσε το μέσα του. Του φαινόταν όλο αυτό εξωφρενικό. Σκατοδουλειά ο κυβερνήτης, σκέφτηκε.
– Παιδιά, κοιτάχτε. Θα το δω το αίτημά σας. Άλλωστε ο λαός έχει πάντα δίκιο. Αλλά πρέπει να ’μαστε και σοβαροί. Να ’χουμε και δίκαιο, καταλαβαίνετε τι θέλω να πω.
– Σταύρωσον αυτόν.
– Εντάξει λέμεεε. Αφήστε το και θαν το δούμε.
Πάτησε το έντερ κι έκλεισε το λάπτοπ. Πήγαινε να σκάσει ο άνθρωπος. Βλέπεις, εκείνο τον καιρό κυκλοφορούσαν πολλοί ηλίθιοι και κακόδοξοι, κι αυτό τον άγχωνε. Δεν παίρναν από λόγια κι από επιχειρήματα, όπως σήμερα. Τότε ήταν ικανοί να επιμένουν ό,τι να ’ναι. Ό,τι τρόμαζε τον καθένα, ό,τι του κατέβαινε, ό,τι ο καθείς είχε αταχτοποίητο μέσα στην άβυσσό του, ό,τι τον στενοχωρούσε, αυτό του ’βγαινε, τσουπ, αυτό έγραφε. Ένα πληκτρολόγιο ήταν, κατάλαβες, δεν κόστιζε και τίποτα. Δεν έδινες λόγο σε κανένα. Έγραφες ό,τι να ’ναι. Στα σκοτεινά. Δίκαζες και καταδίκαζες. Η νομοθεσία, ο ξενόδουλος, η συνωμοσία, ο ύποπτος, μια ξαδέρφη που δουλεύει καθαρίστρια στο κυβερνείο – ό,τι να ’ναι λέμε. Ό,τι του φανεί του λωλοστεφανή. Και μάλιστα —ένα πράμα μυστήριο— όσο πιο άσχετος ήσουν, τόσο πιο πολύ άποψη είχες. Και το πιο αστείο – λες και το ’νιωθαν οι καημένοι, αλλά δε γινόταν, έπρεπε να την αμολήσουν την κοτσάνα, να ανακουφιστούν, σαν να το καταλάβαιναν, πληκτρολογούσαν κι όλας στο τέλος: «γνώμη μου».
Στο μεταξύ έπαιζε κι άλλο: πολλοί από κείνους τους γιούζερς ανοίγαν τη συζήτηση μόνο για να την ανοίξουν. Όχι δηλαδή γιατί είχαν κάτι να πουν, αλλά μόνο και μόνο για να γίνουν τοπ κοντρίμπιουτορς. Άκουσον άκουσον. Είχε τέτοια λειτουργία εκείνο το μοβόρικο το απλικέισον: ρίχναν αυτοί μια πέτρα στη λιμνούλα, μια προβοκάτσια, είπε ότι είναι βασιλέας ξέρω ’γω, αναταράζονταν τα νερά, οι άλλοι δεν ξέραν, το ’πε, δεν το ’πε, σε τι συνθήκες το ’πε, τι εννοούσε – ούτε συμφραζόμενα, συγκείμενο, τίποτα. Τρέχαν τα ψώνια και γράφαν την αποψάρα τους αποκάτω. Κι όσο πιο πολλοί σού κάναν σχόλια, τόσο πιο τοπ κοντρίμπιουτορ ήσουνα. Αραμαϊκά κι αυτό. Σημαίνει πολύ σημαντικός, ανακατωσούρας, ότι ασχολούνται μαζί σου. Σημαίνον μέλος, ας πούμε.
Και είχε κι άλλη ράτσα η ζούγκλα εκείνη: τους ινφλουένσερς. Κι αυτό αραμαϊκά – τι άλλο. Όπου φυσά ο άνεμος, θα πει. Καταλάβαινες δηλαδή τι θέλουν να διαβάσουν τα πλήθη και κατά πού θέλει να κατευθυνθεί η κοινή γνώμη, και πήγαινες εσύ, το διαμόρφωνες όμορφα όμορφα να γαργαλάει όσο πιο πολλούς γίνεται, και τσουπ το ποστάριζες. Ότι και καλά έχεις γνώμη ρε παιδί μου, και επηρεάζεις – ενώ στην πραγματικότητα έχεις απλώς ψυχανεμιστεί τι θέλουν οι φόλοουερς να γράψεις! Άκου φίλε μου διαστροφή και όνειδος. Εντάξει. Σήμερα μας φαίνεται αδιανόητο. Δεν το πιστεύουμε. Γελάμε μόνο με τη σκέψη – αν είναι δυνατόν, λέμε. Κι όμως. Υπήρχαν τότε άνθρωποι που ζούσαν απ’ αυτό. Και δος του μαζεύαν φόλοουερς. Σαλιώναν το δάχτυλο, το σηκώναν, καταλάβαιναν κατά πού φυσά ο άνεμος, κι ύστερα ποστάριζαν αυτό που φρόντιζαν να φανεί ότι είναι αποψάρα τους.
– Σταύρωσον αυτόν. Τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων.
Τέλος πάντων, να μην τα πολυλογούμε, είναι ένα θέμα τώρα τι να κάνεις σε τέτοιες περιπτώσεις – άμα τους έχει πιάσει αμέτι μουχαμέτι να τον φάνε λάχανο τον άνθρωπο κι εσύ αντιστέκεσαι. Αλλά σε τι ν’ αντισταθείς; Είναι χιονοστιβάδα και κατρακυλάει. Πρέπει κάτι να σκεφθείς. Κάτι έξυπνο. Ακαταμάχητο. Επειγόντως. Κάτι να μηχανευτείς. Μήπως και εκτρέψεις το ποτάμι. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Το βρήκα! σκέφτεσαι. Και ποστάρεις:
– Τίνα θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν; Βαραββᾶν ἢ Ἰησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστόν;
Διότι σκέφτεσαι, ορίστε, θα ξυπνήσουν. Ο άλλος είναι εγκληματίας – ούτε η μάνα του δε θέλει να τον ξέρει. Δε μπορεί. Θα εκτονωθούν με τον κακόν και θα χορτάσουν – δε θα φαν τον άλλον. Δε θέλουν να ξανακυκλοφορήσει ο Βαραββάς ανάμεσά τους. Τώρα τους έχω, λες. Χαχα. Πανευτυχής, πατάς το έντερ. Ναι, καλά το κατάλαβες. Αραμαϊκά κι αυτό. Γράφε, θα πει. Το πατάς λοιπόν και στο μεταξύ, τη στιγμή εκείνη, παφ, σκάει στο μέσεντζερ και μνμ από τη γυναίκα σου.
– Μηδέν σοι καὶ τῷ δικαίῳ ἐκείνῳ· πολλὰ γὰρ ἔπαθον σήμερον κατ᾿ ὄναρ δι᾿ αὐτόν.
Και παγώνεις. Τι όναρ και ξόναρ και της έχεις πει να μην ανακατεύεται στις δουλειές σου δεν το ’χεις πει; και είσαι έτοιμος να της τα χώσεις, και μετά κρατιέσαι, αυτή όποτε μιλάει ξέρει τι λέει, άκου όναρ! σιχτίρ, τώρα είναι που σ’ έχουν πιάσει τα διαόλια σου και στο μεταξύ τσουπ, να κι η πρώτη θυμωμένη φατσούλα στο ποστ σου. Ορίστε! Δεν είναι τρελοί!
Αμ δε. Η φατσούλα είναι για τον αντίθετο λόγο. Και κόμεντς κι άλλες φατσούλες. Τα ’χεις χάσει και κοιτάς που ’ρχονται το ένα μετά το άλλο – καταιγισμός. Κακά ψυχρά κι ανάποδα. Θυμωμένα μουτράκια και χαχανάκια.
– Βαραββᾶν.
Είναι κάποια δευτερόλεπτα κρίσιμα στη ζωή του καθενός. Θάλασσα δίχως άκρη. Και λες, το ’πε το χρυσουλάκι μου – μην ανακατεύεσαι, είπε. Μηδέν σοι καὶ τῷ δικαίῳ ἐκείνῳ. Μακριά. Έτσι είπε. Δεν το ’πε; Και καταλαβαίνεις με τι έχεις μπλέξει. Όχι. Δεν παίζεται. Ούτε τώρα ούτε ποτέ. Δεν παίζεται αυτό. Με τίποτα. Και περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή σου ἕως θανάτου.
Και πατάς σατ ντάουν.
Ναι. Αραμαϊκά κι αυτό.
Αληθώς!
ΑπάντησηΔιαγραφή