Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αλέκα

Τραγούριον, Ασπάλαθος, Φάρος, Ίσσα, Δαορσών, Εμπορικόν, Ασκρήβιον.

Το Ασκρήβιον, ας πούμε, μετά το είπαν Acruvium οι Ρωμαίοι και Càttaro οι Ιταλοί. Σήμερα οι ντόπιοι το λένε Κότορ. Πάλι, το Τραγούριον, το λατινικό Tragurium, οι ντόπιοι το λέγανε τότε Traù για πιο εύκολα – πού να τον πεις τον γλωσσοδέτη. Σήμερα Τρόγκιρ.

Και υπήρχε και Επίδαυρος. Από τον 6ο αιώνα – προ Χριστού, εμ τι. Epidaurum κατόπιν. Που έγινε της κακομοίρας στον εμφύλιο, Ιούλιος Καίσαρ και Πομπήιος. Και τον έκτο αιώνα, μετά Χριστόν πια, που πλακώσαν Άβαροι και Σλάβοι, την κοπάνησαν οι εγχώριοι και κρυφτήκανε στη Λαύσα, τη Ραγκούσα δηλαδή. Το σημερινό Ντουμπρόβνικ. Τσάβατ λέγεται σήμερα αυτή η Επίδαυρος.

Και μη μου πεις ότι δε γνωρίζεις τον Ασπάλαθο. Το Spalatum βρε. Spalato, το λιμάνι. Το Σπλιτ, μπα σε καλό σου. Εκεί που έφτιαξε το Παλάτι του ο Διοκλητιανός, μετά που παραιτήθηκε – άκου κι αυτός κίνηση: παραιτούμαι, παιδιά. Ποιος ξέρει τι όριο ακούμπησε. Τότε πρωτεύουσα ήταν τα Σάλωνα. Όχι βρε η Άμφισσα. Η Σαλώνα η Ιλλυρική. Και το ανάκτορο αυτό τού Διοκλητιανού έγινε οχυρό, κι αργότερα μέσα εκεί φυλάχτηκαν ο κάτοικοι από τις επιδρομές των Σλάβων και των Αβάρων, αυτές που λέγαμε, και σιγά σιγά ανακαταλήφθηκε το κάστρο και μάς προέκυψε Σπλιτ.

Ιλλυροί ήταν όλοι αυτοί εκεί. Ινδοευρωπαϊκοί τύποι που έτσι τους ονόμαζαν συλλογικώς οι Έλληνες. Ιλλυρούς ή Ύλλείς – και καλά απόγονοι του Ύλλου, του γιού τού Ηρακλή λέει ο ένας, όχι, ύλλος ήταν ένα ψάρι λέει ο άλλος και παναπεί νερόφιδο που βγαίνει από ένα πρωτοϊνδοευρωπαϊκό αμάρτυρο *ud-lo, του νερού, εντάξει δε θα συνεννοηθούμε, μετά οι Ρωμαίοι τούς είπαν Δαλμάτες και το μέρος όλο Δαλματία, από το Delminium, την πόλη – όνομα που σχετίζεται, λέει, με το πρωτοαλβανικό dailā και το αλβανικό dele, και το γκέκικο delmë, πρόβατο δηλαδή. Ίσως. Ovče Pole λένε ένα μέρος εκεί κοντά – σλάβικα για προβατοπέδιον.

Και μετά όλα αυτά τα μέρη γινήκανε Γιουγκοσλαβία, και σήμερα το διευθετήσαν αλλιώς και είναι Κροατία και Σλοβενία και Μαυροβούνιο, περνάν καλά, έχουνε τουρισμό, βγάλαν βούλες τα σκυλιά, δυνατά και μυώδη, όχι παίξε γέλασε, σαν πόιντερ ένα πράμα, και καμιά εικοσιπενταριά κιλά μπορεί να φτάσουνε, κι έπιασε και η Ντόντι Σμιθ και τα ’κανε Εκατόν Ένα, γινήκανε ταινία κι έπαιζε η Γκλεν Γκλόυζ – καλά, ηθοποιάρα μιλάμε, η φοβερή Κρουέλα Ντε Βιλ.

Αυτά μού έλεγε η Αλέκα – κουβεντιάζαμε – από πού είστε εσείς, πώς από δω, ξέρεις τώρα.

Παιδιά, από δω η Αλέκα.





















Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...