Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αριάδνη

Ποιος Ησύχιος και ποιοι αρχαιοπορτοκάλοι – ό,τι να ’ναι λέγαν – και γράφαν δηλαδή. Ότι, λέει, το πρώτο συνθετικό ήταν αρι- που θα πει «πολύ» στα αρχαία, όπως λέμε αρίδηλος, ας πούμε, φανερός, ευδιάκριτος, πασίδηλος, ή αριήκοος, ξακουστός – αυτό σήμαινε το αρι-. Και το δεύτερο ήταν λέει το αγνή. Όλο μαζί σήμαινε πολύ αγνή, πάναγνη, αριαγνή, αριάγνη, κατάλαβες, και της έμεινε. Αριάδνη. Μάλιστα. Έλα όμως που δε δένει. Καθόλου φίλε μου. Άλλο το ’να κι άλλο το άλλο. Αριάγνη είναι αυτή τού Τσίρκα – περέτυμο της Αριάδνης. Αλλά δεν πάει ανάποδα, έτσι λένε οι γραμματιζούμενοι που τα μελετάνε – δεν το έχουμε αλλού να προκύπτει δνου από γνου. Τι, είχαμε τίποτε μακεγνούς και δεν το ξέραμε κι από κει βγαίνει ο μακεδνός; ή μήπως η έχιδνα ήταν πρώτα έχιγνα; Μπα. Που σιγά να μην ήτο πάναγνη —αυτή η νεάνις η Αριάδνη— διότι έχουμε κι αυτό το ζήτημα, αυτές είναι αρσενικές αξιολογήσεις, δεν έχουν σχέση με αγνότητα αλλά με ιδιοκτησία – αγνή είναι αυτή που δεν έχει ποτέ της υπάρξει καποιανού, οπότε μπορείς να την κάνεις δικιά σου, πρώτο χέρι. Αλλά τον καιρό τής Αριάδνης η Κρήτη ήταν μάλλον γυναικοκατάσταση, και τα κορίτσια δεν ήταν κανενός – οπότε η αγνότητα, όταν τα θηλυκά δεν είναι κανενός, είναι όρος με άνευ νόημα. Τι πάει να πει αγνή; Υπάρχει δηλαδή και μη αγνή; Μήπως εννοούσαν απλώς ορκισμένη σε αποχή – για κάποιον τελετουργικό λόγο – ποιος ξέρει. Αλλά δεν έχουμε πληροφορίες ότι η Αριάδνη ήτο τέτοιας κοπής. Και προφανώς, για να την γέννησε, ούτε η μάνα της, κοτζάμ πρωθιέρεια, η Πασιφάη – ούτε αυτή ήταν τίποτε πάναγνη. Ποια αποχή. Και το βέβαιον είναι ότι μόλις η μικρά είδε τους εφτά κούρους και τις εφτά κόρες που είχε στείλει η Αθήνα —κάθε τόσο στέλναν αυτοί εφτά κι εφτά παιδιά, φόρο αίματος στον μπαμπά της τον Μίνωα— μόλις τα είδε, τα ’χασε.

– Τι είναι αυτός εκεί; – Ποιος, κυρία; – Αυτός, ο τρίτος από δεξιά, και μην κάνεις πως δεν τον πρόσεξες. – Τι να σας πούμε, κυρία, πρώτη φορά τον βλέπουμε, κοκκίνισαν αυτές. – Το βράδυ στο δωμάτιό μου, και μη μου ’ρθει κουρασμένος, μαύρο φίδι που σας έφαγε, λυσσάρες. – Μάλιστα, κυρία. Έτσι κι έγινε. Το βράδυ τής τον πήγαν τον Θησέα αμπαλαρισμένο, πλυμένο, μυρωμένο – τι βράδυ, ποιος περιμένει να νυχτώσει άμα έχεις τον κούκλο διαθέσιμο, γεια σας, χαίρετε, είστε από τας Αθήνας, μάλιστα κυρία, αλλά κάτι στον αέρα φαινόταν, δεν ήταν κάνας μούτσος ρε παιδί μου, κάνας άξεστος, ήξερε και μιλούσε, ήξερε να της χαμογελάσει, ήτανε γλυκός και κλασάτος, αριστερά το πηρούνι, δεξιά το μαχαίρι, και τα χείλη του δεν αφήναν σημάδι στο ποτήρι το γυάλινο, πωω, πάει αυτή, μόνο τα κλάματα δεν έβαλε. – Να σας δώσω αυτό το σπαθάκι να μην κυκλοφορείτε άοπλος. – Πιστεύετε ότι κινδυνεύω; – Αυτός ο αδελφός μου ο Μινώταυρος. Καλό είναι κάτι να κρατάτε που θα ιδωθείτε. Το πήρε αυτός το σπαθί, σου δίνει σπαθί η όμορφη και σε κοιτάζει έτσι που τον κοίταζε αυτή, πάρτο καημένε και μη λες κουβέντα, από χέρι αγαπημένο, χέρι μαγικό, πάρτε κι αυτό το κουβάρι, του λέει στο καπάκι, το κουβάρι τι να το κάνω, είπε αυτός, αρσενικός, κατάλαβες, δεν έχει γιατρειά, δυο δουλειές ταυτόχρονα δε μπορεί να κάνει, ό,τι και να κάνεις. Του εξήγησε μαλακά εκείνη. – Θ’ αρχίσετε να το αμολάτε σιγά σιγά από κει που θα ξεκινήσετε, κι ύστερα, όταν θα έχετε κάνει τη δουλειά σας και θα θέλετε να επιστρέψετε, θ’ αρχίσετε να το ξαναμαζεύετε και θα τον βρείτε τον δρόμο σας, στο πιτς φιτίλι. Φωτίστηκε αυτός, του ήρεσε, σου λέει έχει μυαλό ρε αυτή, όχι σαν τις δικές μας τις πονηρές που πουλάνε αγνότητα – και ξέρει κι από μάγια κι από φίλτρα – ζαλίστηκε λέμε ο άνθρωπος και έπαθε, τον χτύπησε έρως, κεραυνοβόλος, έλα όμως που κι αυτήν την χτύπησε το κεραμίδι, σου λέει πω πω, τι νόμος και τι πολιτισμός, τι είναι ρε τούτος ’δώ, φάος ηελήοιο, καταστραβώθηκε το κορίτσι. Αλλά αυτές, άμα πάθουν το στράβωμα τα κάνουν λίμπα, ποιος αδελφός, ποιος πατέρας και ποιος λαός, τα ίδια έκανε κι η Μήδεια, τα ίδια και η Νόρμα. Είναι το μοντέλο, έτσι βγαίνουν απ’ το εργοστάσιο. Αλλά και τα παλικάρια, έχουν δικό τους εργοστάσιο και βγαίνουν κι αυτά ίδια – αυτός εδώ, μόλις έγινε η δουλειά και τον έφαγε τον Μινώταυρο λάχανο, τη μπαρκάρισε στο πλοίο, να πάμε στας Αθήνας να μη σας πιάσει ο μπαμπάς, που έχω και σπίτι κι είμαι βασιλέας, σταματάν για σουβλάκι στην Νάξο, δεν πέφτουμε για ύπνο αγάπη μου, ναι αγάπη μου, και μην την είδατε την αγάπη της. Καπνός έγινε ο Θησεύς και τα δεκατρία τα παιδιά τα εξ Αθηνών. Αλλά ο κόσμος είναι πολύ μικρός – εκεί που κοίταζε αυτή τη θάλασσα, απαρηγόρητη, φαρμακωμένη, εκεί περνούσε ο Διόνυσος. Στραβώθηκε κι αυτός, τι το θελκτικότερον από ένα λυπημένο αστέρι, μην κάνετε έτσι δεσποινίς, ανταλλάξαν τηλέφωνα, αρχίσαν τα εσεμές, πώς είστε σήμερα, και μετ’ ου πολύ βρέθηκε η Κρητική βασιλοπούλα εις τον Όλυμπο να παντρολογιώνται οι δυο λατρείες – έπρεπε βλέπεις να γεμίσει το Αιγαίο αμπελουργίες και κρασιά, και διονυσιακή λατρεία, κι όλα να περνάν από το χέρι του μεγάλου αφεντικού, της Κρήτης δηλαδή. Τι ωραία που φτιάχνεις τον κόσμο άμα τα φτιάχνουν μεταξύ τους οι θεοί! Τα κάναν κάτι τέτοια οι αρχαίοι ημών, ήσαντε μανούλες μοναχές σ’ αυτούς τους διακανονισμούς – δε τους έπιανες πουθενά. Και μάλιστα ήταν ανακατεμένες και η Άρτεμις και η Αφροδίτη σ’ αυτό το παιχνίδι – κάποιοι λένε ότι όχι, δεν την πήρε ο Διόνυσος, παρά τη σκότωσε η Άρτεμις επειδή δεν έμεινε αγνή που πήγαν και βγάλαν τα μάτια τους με τον Θησέα, κατάλαβες τώρα τι γίνεται άμα μπλέκουν οι θεότητες από διαφορετικές κοινωνικές ρυθμίσεις, κι εκεί πετάγεται και η Αφροδιτη και σου λέει καλά, μη στενοχωριέσαι κορίτσι μου, εγώ είμ’ εδώ, και την κράτησε αγκαλίτσα και την παρηγόρησε τη βασιλοπούλα, που την παράτησε ο Θησέας κι έφυγε, και της έβγαλε και το διάδημα που άστραφτε και που το ’χε χρησιμοποιήσει κι ο γκόμενος να βλέπει να σφάξει τον Μινώταυρο, της το ’βγαλε το διάδημα και του ’δωσε μια και πάει στον ουρανό κι έγινε αστερισμός. Κονστελέισον. Κορόνα Μπορεάλις, το Βόρειο Στέμμα, ο Βόρειος Στέφανος, τον γνώριζε κι ο Πτολεμαίος, κι ο Ερατοσθένης – άπαντες – Στέφανο τον ελέγαν, σκέτον. Και βέβαια, αφού ήταν ανακατεμένες και η Αφροδίτη και η Άρτεμις, φυσικά θα ήταν μπερδεμένη κι η παλιότερη απ’ όλες, πριν απ’ αυτές, η Βριτόμαρτις, η Κρητικιά – ίδιο καλούπι. Φυσικά, αυτονόητο, τόσες θεές μαζεμένες να περιστρέφονται γύρω από το ίδιο ζήτημα, σωστά κατάλαβες, μόλις ήρθε η καινούργια θεώρηση τού κόσμου, οι νέοι ιερείς πιάσαν το νήμα από κει που είχε μείνει. Ο φρέσκος ναός χτίζεται με σπόλια απ’ τον παλιόν – άμα νόμισες ότι στις θρησκείες υπάρχει παρθενογένεση είσαι πολύ γελασμένος. Αστειότητες. Κι ένα πρωί την φώναξε ο αφέντης της ο Τέρτυλος – η Αριάδνη, τόσες χιλιάδες χρόνια μετά, ήτανε δούλα του ισχυρότερου πρόκριτου της Πρυμνησού, στην Φρυγία, στα βάθη τής Μικρασίας, εκεί διέπρεπε τώρα ο ελληνικός συγκρητισμός —υπό ρωμαϊκή διοίκηση σε περσικό περιβάλλον γεννούσε χριστιανούς— τη φώναξε λοιπόν ο Τέρτυλος, το χιλιοπαιγμένο σενάριο, να υπογράψεις εδώ, πριτς που θα υπογράψω, έγινε αυτός έξαλλος κι αρχίσαν τα μαρτύρια, και κάνει αυτή μία κι αναπέμπει κραυγή απελπισίας, άνοιξε πέτρα, και ηνεώχθη η πέτρα και την έκλεισεν εντός, και παρέδωσεν αυτή το πνεύμα και ηνδραγάθησε – πρόσεξες πώς το θέτει το απολυτίκιον; και ουκ εδουλώθη την ψυχήν. Κι έχουμε έκτοτε και τη γιορτάζουμε, κι επίσης όποτε χρειαζόμαστε να ξεφοβηθούμε από πάσης φύσεως λαβυρίνθους, θυμόμαστε την παλιά της ειδικότητα, βαφτίζουμε το πρόγραμμα Αριάδνη κι έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο. Ένας μίτος είναι. Τον ξετυλίγεις μεθοδικά, κάνεις δουλειά σου, κι ύστερα βρίσκεις την άκρη και τον ξανατυλίγεις στο πιτς φιτίλι – έτσι δεν είπαμε; Απλά πράματα. Λυμένα προ πολλού.







Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.