Αγαπητέ μου Ντόμπρομιρ Αντόνοβιτς
Έκανα, όπως σας είχα υποσχεθεί, την έρευνα για το οικογενειακό όνομα που αναφέραμε στη συζήτησή μας: Γκριτσανιτσένκο.
Με συνάρπασε, όπως σας είπα, το άκουσμα. Για μένα ήταν προφανές ότι θα έπρεπε το επώνυμο αυτό με κάποιον τρόπο να σχετίζεται με το όνομα που έδιναν πάντα οι πάντες στους Έλληνες: Greeks, Grecs, Griechen, Греки, Γκρέτσι, Γκριέτσι, όνομα που πρώτοι και καλύτεροι έδιναν οι ίδιοι οι Έλληνες στον εαυτό τους – έτσι φαίνεται.
Μου το είπατε – δεν ήταν σε γνώση σας κάποια σχέση της οικογένειας με ελληνισμό, κάποια καταγωγή – κάτι. Τίποτε απολύτως. Ουκρανοί βέροι, αναντάμ παπαντάμ, που λέμε εμείς στα ελληνικά – εντάξει, αστειεύομαι, τούρκικα είναι, αλλά πράγματι το λέμε και θα πει από μάνα κι από πατέρα. Και κατ’ επέκταση, από πάντα. Από βαθιά καταγωγή.
Παρ' όλα αυτά, επέμεινα. Γραικός. Ο λατίνος Graecus, ο καρπός τού έρωτα τού Διός και της Πανδώρας. Αὐτοὶ μὲν ἔπλευσαν ἐς Ὠρωπὸν τῆς Γραϊκῆς, ὑπὸ νύκτα δὲ σχόντες εὐθὺς ἐπορεύοντο, έγραφε ο Θουκυδίδης στις Ιστορίες[1]. Και πολύ πριν απ’ αυτόν, ο Όμηρος, για τη Θέσπεια και τη Γραία και την απλόχωρη τη Μυκαλησσό έγραφε – Θέσπειαν Γραῖάν τε καὶ εὐρύχωρον Μυκαλησσόν[2].
Ξεκίνησα από την παραδοχή ότι στα ρώσικα, όπως και σ’ όλες τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, τα δύο φωνήεντα, «ι» και «ε», επικοινωνούν με τον δικό τους τρόπο. Όπως στα νίκη και nike, όπως στο demeter και δήμητρα, κ.λπ. Το ελληνικό «η» αποδίδεται λατινικά με «e» και θεώρησα ότι άνετα το Гричаниченко μπορεί να γράφεται και Гречаниченко, όπως μου είπατε και σεις. Αντί δηλαδή για «и» να γράφεται με «е». Άλλωστε τα δύο στον προφορικό λόγο μπορεί να ακούγονται σχεδόν ίδια. Κι όχι μόνο αυτό: την πρώτη φορά που σας είχα ακούσει να το λέτε, έμεινα με την εντύπωση ότι είχατε προφέρει Γκρ[ιε]τσανιτσένκο – μ’ εκείνο το ελαφρότατο ανεπαίσθητο «ιε» στη θέση τού «ι», τόσο όμορφο στη γλώσσα σας την κελαηδιστή, που μαρτυρούσε ότι κάπου εκεί κρυβόταν ένα «е». Ή μήπως απλώς μού είχε φανεί;
Αν ίσχυαν αυτά, λαμβάνοντας υπ’ όψη και τη ρώσικη μηχανική των ονομάτων, δε θα ’πρεπε να έχουμε τον νου μας να βρούμε κάτι σαν Γκριετσάνι (Гречани ή Гречаны) που γίνεται Γκριετσάνιτς (Гречанич) κι ύστερα Γκριετσανιτσένκο (Гречаниченко); Θα ’πρεπε. Και να που αμέσως φάνηκαν τα πρώτα αποτελέσματα: το Γκριέτσαν (Гречан) καταγράφεται ως αρχαίο όνομα[3], το τοπωνύμιο Γκριετσανόφκα απαντιέται στο Γκαντιάτσκι και στο Τσερκάσι[4], και, η λέξη που ψάχνουμε, το Γκρετσιάνι, είναι ιστορικός σιδηροδρομικός κόμβος στο Ζμερίνσκι[5]. Είναι προφανές: το θέμα Гречан- δεν είναι σπάνιο. Ωραία. Άρα είμαστε σε καλό δρόμο. Αλλά δεν είναι καθόλου προφανής η αιτία. Από πού κι ως πού ένα παλιό ρώσικο όνομα και κάποια τοπωνύμια στην Ουκρανία σχετίζονται μ’ αυτό το θέμα;
Μια έρευνα για το ίδιο το Гречаниченко ως επώνυμο ρίχνει περισσότερο φως στα πράγματα, αλλά ίσως και τα μπερδεύει κιόλας: κατά πάσα πιθανότητα παρατσούκλι, λέει, που δείχνει ασχολία. Επάγγελμα. Το πιο πιθανό είναι ότι σημαίνει εκείνον που πουλάει μαυροσίταρο, ή εκείνον που το καλλιεργεί. Μάλιστα. Σωστά, αφού στα ρώσικα, το μαυροσίταρο είναι гречиха[6]. Γκριετσίχα.
Αυτό, ναι. Είναι αρκετά καθαρό σημείο. Σαφές. Απογοητευτικό όμως. Μαυροσίταρο λοιπόν. Καμία σχέση με Γκριετσιάνικα και Κάτω Ιταλία. Και παρακάτω, σε άλλο κείμενο, πάλι σχετικά με το επώνυμο, τα ίδια ακριβώς, σαφή και περιοριστικά: το επώνυμο Γκριετσάν έρχεται από την αρχαία ονομασία τού μαυροσίταρου, γράφει. Οι πρώτοι φέροντες το επώνυμο, προφανώς ασχολούνταν με την καλλιέργεια ή και την πώλησή του[7].
Φαίνεται έπρεπε ν’ αρχίσουμε να το παίρνουμε απόφαση. Γκριετσίχα (гречиха) είναι η λέξη απ’ όπου φτιάχνεται το επώνυμο που αναζητούμε. Μαυροσίταρο. Και φαγόπυρον. Και τριγωνόσπορος. Δεν έχει σχέση με το σιτάρι, κι ας λέγεται μαυροσίταρο. Με το λάπαθο και το ραβέντι συγγενεύει. Ψευτοδημητριακό – επειδή οι σπόροι του τρώγονται και είναι πλούσιοι σε σύνθετους υδατάνθρακες. Αλλά σε δυσμένεια πια. Δεν πολυενδιαφέρει τους ανθρώπους. Καθώς τον 20ό αιώνα υιοθετήθηκαν μεθοδοι καλλιέργειας με χρήση αζωτούχων λιπασμάτων, η καλλιέργεια του φαγόπυρου έπεσε στα τάρταρα.
Οπότε κάπου εδώ φαινόταν ότι η έρευνα τελείωνε άδοξα. Φαίνεται πως αυτός ήταν ο λόγος που το γκριετσαν- (гречан-) βρισκόταν σε ευρεία χρήση: το μαυροσίταρο. Και να: εις επίρρωσιν λες, μόλις έπεφτε μπροστά στα μάτια μου ακόμη ένα σχετικό κείμενο, μια μελέτη ενός Ρώσου γεωπόνου: Τα πάθη τού ρώσικου μαυροσίταρου[8].
Άρχισα να την διαβάζω αφηρημένα, να μου φύγει η στενοχώρια. Ό,τι μαθαίνει κανείς, καλό είναι. Όλες οι περιπέτειές του στη Ρωσία, τα προβλήματα, οι καλλιέργειες, οι γεωπονικές λεπτομέρειες. Και πώς είναι ένα πραγματικά εθνικό πιάτο – το δεύτερο πιο σπουδαίο εθνικό φαγητό. Σαν κουάκερ ένα πράμα. Σκέτο ρώσικο δράμα το κείμενο, ξέρετε πια πώς τα γράφουν οι ρώσοι αυτά, με τι πάθος, το μαυροσίταρο, λέει, η μητέρα μας και το σικαλόφωμο ο πατέρας μας. Και αρχαίες παροιμίες – στα ρώσικα αρχαίο θα πει από τον δωδέκατο αιώνα, ας πούμε. Εντάξει. Άλλα μέτρα για το τι είναι αρχαιότητα. Αλλά και πάλι. Χίλια χρόνια είναι αυτά. Δεν είναι χθες.
Και πώς η κοιτίδα —βοτανολογικώς ειπείν— του μαυροσίταρου είναι η Νότια Σιβηρία και τα Αλτάια, από κει που κατάγονται και οι γλώσσες οι αλταϊκές, δηλαδή —ανοίγω εδώ παρένθεση εγώ— οι γλώσσες οι τουρκικές και οι μογγολικές, τα αζέρικα και τα ουιγούρικα, και τα κασκάι που γινήκαν κι αυτοκίνητο —μικρός αυτός ο κόσμος—, κασκάι ήτανε τουρκοφυλές και η λέξη σήμαινε λέει ένα άλογο μ’ ένα λευκό αστέρι στο μέτωπο, ένας μύθος που κάλπαζε – αχ θα χαθούμε στη θάλασσα με τα ονόματα.
Και πώς το μαυροσίταρο, για να επιστρέψουμε στη μελέτη, πώς κατέφθασε με τις ουραλοαλταϊκές φυλές, λοιπόν, και πώς τη δεύτερη χιλιετία μετά Χριστόν απλώθηκε και στους σλαβικούς λαούς, και πώς ενώ ήρθε από την ανατολή, ο κάθε λαός αλλιώς την εννοεί αυτήν την ανατολή κι αλλιώς τη λέει – ό,τι του καπνίσει του καθενός, στην Ελλάδα, λέει, και την Ιταλία λεγόταν τουρκόσπορος, και στη Γαλλία και το Βέλγιο και την Ισπανία λεγόταν σαρακηνό, ή αραβικό. Στη Γερμανία το λέγαν των ειδωλολατρών, язычески – όλα τα είχε η μελέτη, όλες τις περιοχές κι όλες τις ονομασίες, και στη Ρωσία, λέει, επειδή το καλλιεργούσαν στα μοναστήρια κυρίως Έλληνες μοναχοί, греческие монахи, που ήταν καλοί γνώστες, καλοί αγρονόμοι, και ξέραν σωστά τις ονομασίες των πραγμάτων, το είχανε πει, λέει, ελληνικό. Γκριέτσεσκι.
Η αναπνοή μου πιάστηκε. Τι λέει ρε αυτός εδώ; Βοτανολόγος άνθρωπος; Τι είναι αυτά περί Ελλήνων μοναχών; Έχει γούστο να ξέρει τι λέει. Να τι δεν είχα σκεφτεί να κοιτάξω. Ένα ετυμολογικό ρώσικο ρε παιδιά. Ένα λεξικό του θεού. Να διασταυρώσουμε. Гречи́ха, φαγόπυρο, το εμπεδώσαμε. Μαυροσίταρο. Εντάξει. Αλλά πώς ετυμολογείται αυτό το Гречи́ха; Τι λεν δηλαδή τα ετυμολογικά;
Κι έγραφε το λεξικό: γκριετσίχα, μαυροσίταρο. Ευλογημένος ταπεινός σπόρος. Οι Γάλλοι τόνε λένε blé sarrasin. Σαρακηνόσπορο. Τον μεσαίωνα στα λατινικά τόνε λέγαν frumentum turcicum, τουρκόσπορο. Κι εμείς οι Ρώσοι τόνε λέμε ελληνικό. Ελληνόσπορο, αφού οι Σλάβοι έμαθαν το φυτό και την καλλιέργειά του από τους Έλληνες[9].
Είχαν ανοίξει οι ουρανοί κι έβρεχε συνάφεια. Επιτέλους. Να που ήξερε ο γεωπόνος τι έγραφε. Ποιος γεωπόνος; Μόνο γεωπόνος δεν ήταν αυτός. Βίλιαμ Βασίλιεβιτς Παχλιόφκιν. Αύγουστος 1923, Μόσχα - Μάρτιος 2000, Παντόλσκ. Σοβιετικός ιστορικός. Ειδικός στις σκανδιναβικές σπουδές, στα εμβλήματα και τα οικόσημα, στην εραλδική δηλαδή, στη διπλωματία, στις διεθνείς σχέσεις τής Ρωσίας, γεωγράφος, δημοσιογράφος, ειδήμων στη ρώσικη κουζίνα και συγγραφέας άπειρων βιβλίων μαγειρικής. Ευπώλητη «Η ιστορία της βότκας» του. Κομμένος από το Κόμμα γιατί το βιβλίο του για το τσάι είχε γίνει πολύ αγαπητό στους ψιλοαντικαθεστωτικούς. Παρά την υψηλή καταγωγή του – ήταν γιός τού Βασίλι Μιχαΐλοβιτς Μιχαΐλοφ τής Κεντρικής Επιτροπής τού ΚΚΣΕ. Βαφτισμένος Παχλιόφκιν από τον μπαμπά του κι από το ψευδώνυμο που αυτός χρησιμοποιούσε όσο ήταν ακόμη παράνομος, πριν γίνουν καθεστώς οι κομμουνιστές. Από την παχλιόμπκα, τη λαχανόσουπα. Και Βίλιαμ, όχι από Γουλιέλμος, αλλά από τα αρχικά Βιλ, δηλαδή Βλαντίμιρ Ίλιτς Λένιν. Έναν καημό τον είχε ο μπαμπάς.
Μεγάλη διαδρομή, αγαπητέ μου Ντόμπρομιρ Αντόνοβιτς. Αλλού πηγαίναμε, κι αλλού βγήκαμε. Μεγάλη και νομίζω πως έχουμε ακόμη δρόμο. Δεν είναι βέβαιο ότι εξαντλήσαμε όλες τις εκδοχές για την καταγωγή αυτών των ονομάτων. Ισχύει το ίδιο ή κάτι ανάλογο και για τα τοπωνύμια; Φαίνεται πιθανό, αλλά είναι έρευνα που θα χρειαζόταν πολύ ακόμη για να ολοκληρωθεί. Είναι βέβαιο ότι όλα αυτά τα επώνυμα ανάγονται σε επαγγελματική ενασχόληση με το μαυροσίταρο και κανένα τους σε καθαρή καταγωγή; Ούτε αυτό είναι βέβαιο χωρίς αντίστοιχη έρευνα τουλάχιστον σε ληξιαρχεία. Τα χρόνια είναι πολλά, και πολλοί στο μεταξύ οι λόγοι τα πράγματα να παραλλάσσονται, τα ονόματα να αλλάζουν και οι αιτίες να μην παραμένουν προφανείς.
Ένα πράγμα νομίζω ότι δείξαμε: σε ευρεία κλίμακα, αν και το όνομα δεν είναι γκριετσάνικο, δηλαδή δεν έρχεται από τις ελληνικές αποικίες της Κάτω Ιταλίας, όπως είχα εξ ακοής υποθέσει αρχικά, τελικά είναι και παραείναι γκριετσιάνικο, από άλλη διαδρομή, αφού βγαίνει από το μαυροσίταρο, το φερμένο από τούς Έλληνες μοναχούς.
Με τις θερμές μου ευχαριστίες μου που μου εμπιστευθήκατε αυτήν την έρευνα. Την αγάπη μου στην Ιρίνα και στα παιδιά.
Και την ευχή μου η επόμενη μέρα να χαράξει φωτεινή κι ελεύθερη.
------------------------------------------------------
[1] Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3.91.3.
[2] Ομήρου Ιλιάδα, Β498.
[3] Словарь древне-русских личных собственных имен.
[4] Гречановка (укр. Гречанівка), (Гадячский район), Гречановка (Черкасская область).
[5] Гречаны (станция), Жмеринской дирекции Юго-Западной железной дороги Украины.
[6] Происхождение фамилии Гречаниченко.
[7] История и значение фамилии Гречан: правильное склонение и происхождение семейного имени.
[8] Вильям Васильевич Похлёбкин, Тяжёлая судьба русской гречихи.
[9] Этимологические онлайн-словари русского языка.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου