Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Urbino

Solaris Urbino III. Τα χρησιμοποιεί ο ΟΑΣΑ μέσα στην Αθήνα. Ωραιότατα, βολικότατα, μια χαρά λεωφορεία. Στη γραμμή Α7, ας πούμε, που πάει Στουρνάρη - Κηφισιά, στην Πλατεία Πλατάνου. Και στην Α1, Πειραιάς - Βούλα. Και στη Χ14, Σύνταγμα - Κηφισιά. Urbs η πόλη. Urbinum Mataurense, η πολίχνη στον Ματαούρο, τον ποταμό. Και praetor urbanus ο αστυδίκης, αυτός που δίκαζε τα ζητήματα των κατοίκων της πόλης. Urbino, με γράμματα από χρώμιο κι αστράφτουν μες το μεσημέρι. Είσαι κολλημένος πίσω του και τα κοιτάς, Αθήνα λέμε τώρα, και δε μπορείς να προσπεράσεις που να χτυπιέσαι – μαθαίνεις τις στάσεις όλες, και βλέπεις τον κόσμο κι ανεβαίνει και κατεβαίνει και τους αστραγάλους των κοριτσιών, και την πινακίδα, συνήθως κάποιο ΥΥΝ και κάτι ψιλά. Solaris Urbino. Στην Πολωνία το εργοστάσιο, Ουλίτσα Ομπορνίτσκα 46, στην Οβίνσκα, χωριό στο Πόζναν. Μάλιστα.

Ούρμπαν που λεγότανε κι ο Ούγγρος που έφτιαξε τα κανόνια στον Μωάμεθ να ρίχνει στην Κωνσταντινούπολη. Ουρβανός. Ουρμπάν. Είχε πάει πρώτα στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο – τότε η πυρίτιδα ήτανε φρέσκο σχετικώς πράμα στας Ευρώπας, θέτε να σας φκιάξω το υπερόπλον να τους κάνετε όλους σκόνη; Κάτι του είπε ο φουκαράς ο Κωνσταντίνος, το κράτος θα σας ανταμείψει εν δόξη και τιμή, αυτός όμως σου λέει και με τι θα το φτιάξω εγώ το κανόνι, με δόξα και με τιμή; ξες πόσο κάνει ένα τέτοιο κανόνι μόνο να το χύσεις τα μέταλλά του; με δουλεύει σκέφτηκε, γίνηκε τούρκος, μια και δυο στους Τούρκοι πήγε, το και το, και η συνέχεια είναι γνωστή. Κάθε μπάλα που έβρισκε το στόχο της εγκρέμιζε κι από κάτι. Ανεπιστρεπτί και δια παντός.

Και ήτανε και Πάπες οι Ουρβανοί, γραμμή παραγωγής, από τον I το 222 στον II τής Πρώτης Σταυροφορίας το 1088, και μέχρι τον VIII, αυτόν που δίκασε τον Γαλιλαίο το 1633 – σου λέει, βλέπεις που δεν κινείται; Δίκιο δεν έχω;

Ουρμπάν. Πολίτης, ας πούμε. Της πόλης. Αστικός. Έρμπαν, που λένε και αγγλιστί. Ούρμπι ετ όρμπι, τη πόλει και τω κόσμω, στην πόλη και στην οικουμένη, παντού. Ναι, Viktor Orbán πάει να πει Βίκτωρ Πολίτης. Αμέ. Ή Νικήτας Πολίτης. Όπως το προτιμάμε.

Τώρα τι πιάσαμε την κουβέντα με τους Ουρμπάνους, θα μου πεις. Πώς. Διότι ήσαντε αδέρφια, ο Ουρβανός, ο Πριλιδιανός κι ο Επολόνιος. Παίδες τρεις. Ο καημένος ο Πριλιδιανός ή Πριλιδίαμος, μόνο σε μαρτυρολόγια τον βρίσκεις. Κι ο Επολόνιος, μια από τα ίδια. Υπάρχει ένας συνονόματός του στρατιώτης τής Δωδεκάτης, της Φουλμινάτα, που σκοτώθηκε από Εβραίους. Κι άλλος, ένας τής Πέμπτης, της Ιλίρικα, που πολέμησε και στην Ελλάδα. Κογκνόμινα και τα δύο – το τρίτο δηλαδή όνομα του ρωμαίου πολίτη. Παρατσούκλια στην αρχή, μετά όμως κόλλησαν στους φέροντες και στα παιδιά τους. Κι απέμειναν. Σαν Γάιος Ιούλιος Καίσαρ, ένα πράμα.

Αυτοί οι τρεις λοιπόν οι αδερφοί, μάνα είχαν την Χριστοδούλη, παρακαλώ πολύ. Ρωμαία πολίτη που όπως όλοι καταλάβαμε, ήτο και λιγουλάκι χριστιανή και ολίγον ελληνικής αποτέτοιας και τα ’χε στείλει τα βλαστάρια της στο κατηχητικό να μάθουν γράμματα σπουδάγματα, του θεού τα πράματα. Και ποίος τους τα μάθαινε τα εν λόγω σπουδάγματα; Ένας επίσκοπος, κοτζάμ αξιωματούχος, άρτι διαδεχθείς τον Ζεβίνο εις τον επισκοπικόν θρόνον της Αντιοχείας. Καλά, χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα στο ελληνορωμαϊκό τουρλουμπούκι, και λεγόταν Βαβύλας ο επίσκοπος, σύρος, συριακά ܒܐܒܘܠܐ, βαβυλώνιος δηλαδή – Βαβυλώνα, που ακκαδικά θα πει η πύλη των θεών. Είπες κάτι;

Και πλακώνουν διωγμοί στην αυτοκρατορία και είναι ο καιρός του Δέκιου, Decimus, Decius, ο δέκατος δηλαδή, ή καμιά φορά και ο δεκεμβριάτικος, δεν είσαι ποτέ σίγουρος, και του λέει ο Δέκιος του Βαβύλα να υπογράψει το χαρτί της μετανοίας, σιγά που θα το υπέγραφε αυτός, αλλά άλλοι λένε ότι όχι, δεν ήταν ο Δέκιος, ήταν ο Νουμεριανός που αρπαχτήκανε με τον Βαβύλα, όμως έλα που δε βγαίνουν οι χρονολογίες, αφού ο Νουμεριανός ήταν ο τελευταίος των Ιλλυρών, μετά απ’ αυτόν ξεκίνησε η Τετραρχία, Διοκλητιανός και λοιπά, φτάσαμε δηλαδή στο 284, πολύ αργά, ο Βαβύλας έγινε επίσκοπος το 237 και τα ’κανε μούσκεμα με τον αυτοκράτορα το 253 όταν τού απαγόρευσε να μπει στην εκκλησία γιατί λέει ήταν ακάθαρτος – είχε βέβαια προηγηθεί μια φιέστα που είχε οργανώσει ο αυτοκράτωρ στην πόλη, έτσι για να μπει στο μάτι τού επισκόπου, τα γνωστά.

Κι άλλοι επιμένουν ότι κάποιος Νουμεριανός δολοφόνησε τον γιό τού βασιλέα των Περσών που τον είχε όμηρο, και ο Βαβύλας έγινε πυρ και μανία, δεν εντρέπεστε λιγάκι κοτζάμ αξιωματούχος να αμαρτάνετε ενώπιον θεού και ανθρώπων, γιατί το φάγατε το παιδί; – ίσως πράγματι να λεγόταν Νουμεριανός αλλά όχι ο αυτοκράτωρ, μα κάποιος τοπικός ποιος ξέρει τι.

Έχει τίποτε απ’ όλα αυτά σημασία; Όχι βέβαια. Το σημαντικό είναι δεν υπογράφω, θα υπογράψεις, πάει ο Βαβύλας και οι τρεις μαθητές του, ο Ουρβανός, ο Πριλιδιανός κι ο Επολόνιος, και με χαρά μεγάλη απέθανον μαρτυρικώς, πήγε να τους κάψει ο κακός ο τύπος, όποιος κι αν ήταν, αλλά εν τέλει τους αποκεφάλισε και αγιάσαν οι αθρώποι, διότι αυτό ήτο το σημαντικό: το σενάριο.

Σ’ όλα τα έργα, το σενάριο είναι το σημαντικό. Η συγκολλητική ουσία. Η νοηματοδότηση. Όχι που μου κάθεσαι και την ψάχνεις αν γίναν έτσι ή γίναν αλλιώς τα πράματα. Παιδιά είμαστε τώρα; Ο άνθρωπος είναι ζώον τελετουργικόν.

Του αγίου Βαβύλα σήμερα.





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.