Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Λειδινός

Ποτέ δεν έπαψε να φτιάχνεται το ομοίωμα. Ακόμη σήμερα δε λέει να ξεχαστεί η πράξη. Τον Λειδινό, έτσι τόνε λένε, την πλαγγόνα, πιάνουν ένα κουστούμι αντρικό και το παραγεμίζουν άχερα, άχερα τής συγκομιδής, και γίνεται άνθρωπος αυτός, περνάν οι γυναίκες, μικρές, μεγάλες, ύπανδρες, ξύπανδρες, αναψοκοκκινισμένες, παιδίσκες, όλα έχει ο μπαξές, και του σιάζουν το πουκάμισο, να καμαρώνει, όμορφο πρόσωπο, μάτια γαλανά, τα ζωγραφίζουν πάνω στο κανάτι το αιγινήτικο που τού βάζουν για κεφάλι, μαύρα μαλλιά, κατάμαυρο μουστάκι στριφτό, και γελαστό μουτράκι, έτσι λένε τα στιχάκια, βάλ’ του και την τραγιάσκα, να κι η γραβάτα, να και το μαντήλι κι όλα τα λιλιά, τα βάλατε βρε όλα; τα βάλαμε. Όλα τα πάντα; όλα καλέ, τα πάντα – έτοιμος ο κούκλος. Βρε είστε σίγουρες; είμαστε, κυρά.

Αμ δε. Έρχεται η φροντισμένη, η ξεσκολισμένη, μια από κείνες που ξέρουν μυστικά και τέρατα κι όλες την ακούν και καμιά δε βγάζει άχνα μπροστά της, και βγάζει απ’ την καλαθούνα της κι αποκαλύπτει τι ξεχάσαν οι παραλοϊσμένες οι αλαφροΐσκιωτες, οι άμαθες, τι ξεχάσαν να βάλουν στον Λειδινό: το γουδί το γουδοχέρι, το ξύλινο το στρογγυλό, θεόρατο, σκληρό, ανίκητο. Του το ακουμπάει ανάμεσα στα σκέλια αυτή, η ιέρεια ας πούμε, εκεί που είναι η θέση του το βάζει, και χασκογελάν οι άλλες, βρε τι ξεχάσαμε, κοκκινίζουν όλες, σαν ν’ ανακουφίζονται, λύτρωση, παλαμάκια, χαρά, και να και δυο ρόδια, τα καλαμπαλίκια του τα θεόρατα, να μπορεί να γίνεται η δουλειά, πώς αλλιώς, κάνεις δουλειά αλλιώς; χωρίς γουδί και καλαμπαλίκια; και τον ραίνουν λουλούδια και άνθη τον Λειδινό τώρα που τον αποκατέστησαν, και ποιος στη χάρη του διότι αυτοί οι τύποι αυτός είναι ο λόγος κι η αιτία: για ν’ αναστηθούν πεθαίνουν, αυτός είναι ο σκοπός τους, αυτό δηλαδή το τέλος τους – η ανάστασή τους.

Και θρηνούν αυτές αποπάνω του, πού μας αφήνεις Λειδινέ μου, πολλή στενοχώρια και δος του γέλιο και χαρά, έτσι παν αυτά, πεθαίνει μωρέ ο άνθρωπος ποτέ; κουφάλα νεκροθάφτη. Εδώ είσαι κι εδώ είμαι. Και το σηκώνουν το φορείο παιδούλες, μαθήτριες του σχολείου, του δημοτικού, από κείνες τις ντυμένες με τη στολή την εθνική, του Αγώνα, ως Μπουμπουλίνες, ας πούμε, και μαζί και γυαλιά μυωπίας – σήμερα πια φοράν γυαλιά μυωπίας οι Μπουμπουλίνες, αλλάζουν οι καιροί βλέπεις, κι έχουν τα μαλλιά κότσο και περπατάν σαν υποχρεωμένες, όλα τα παιδιά που παίζουν σε σκηνοθεσίες ενηλίκων έτσι περπατάν, όπως τούς έχουν πει, κάνοντας σκέψεις άσχετες, δεν είναι δικό τους αυτό που γίνεται, το σώμα τους εκεί κι αλλού το πνεύμα, με άλλα απασχολημένο, αλλά τον κουβαλάν τον Λειδινό μια χαρά, τελετουργικά, με τα εργαλεία του τα τεράστια σε κοινή θέα, άφοβα τα παιδιά, δεν γνωρίζουν πώς συνδέονται με τα εν λόγω εργαλεία, και τον κάνουνε πομπή, κηδεία κανονική, κεφάτη, και παν και τον θάβουνε. Τον Λειδινό.

Ο Λειδινός, ο Δειλινός, να διέλθει πύλη δύσκολη, ο Άδωνις, να πεθάνει ο καλόκαιρος και να ’ρθει ο Xειμώνας, καλώς να μας ορίσει, να γίνουν οι δουλειές, να καρπίσει η γη, σωστά και κατά πώς πρέπει, να ετοιμαστεί για την Άνοιξη που θα ’ρθει. Γι’ αυτό τον θάβουν με τα καλαμπαλίκια του μαζί, για να κάνει τη δουλειά που πρέπει. Άφοβα. Κι εδώ είσαι, εδώ είμαι. Θα γυρίσει. Τι τρομάζεις. Σε τρεις μέρες ανασταίνεται. Και γίνεται το γλέντι.

Μάγια μου ’κανες κυρά μου. Μένει κανένας πεθαμένος;


--------------------------
Λουκάτος, Δημ. Σ., Τα φθινοπωρινά
Μορφωτικός Πολιτιστικός Σύλλογος Κυψέλης, Αίγινα







Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...