Πρώτα έχεις ένα μέρος που βάζεις τα θυσιάσματα κι ανάβεις τη φωτιά. Και μετά, την επόμενη θυσία, ξανά στο ίδιο μέρος, και ξανά μανά, εκεί τα σφάγια, εκεί oi προσευχές. Το μαθαίνει και ο κόσμος – δε χρειάζεται κάθε φορά να εξηγείς πού θα βρεθούμε. Που δεν είσαι και χαζός. Ιερέας είσαι. Ξέρεις εσύ τις προδιαγραφές για να διαλέξεις μέρος, δεν ξέρεις; Πώς δεν ξέρεις. Μην τα γράφουμε όλα τώρα.
Και μετά, που λες, σου επιτίθεται και η σκέψη, και δε βάνουμε αποπάνω κατιτίς στον βωμό – άμα δηλαδή βρέχει ο θεός τη βροχή του και χαλνάει τον κόσμο, ημείς δεν θα θυσιάζομε; κι άμα έχει λιοπύρι, ξερωγώ, και, να μην τα πολυλογούμε, το φκιάνεις το αυθαίρετο κι ύστερα ρυθμίζεις και τους νόμους και το δηλώνεις, συστατικό της διακυβερνήσεως η θρησκεία, για να μην πούμε ότι προηγείται, αλλά μη χαθούμε τώρα – κι αρχινάς και χτίζεις και κάνα τοιχίο, κι ύστερα τα ενώνεις, φκιάνεις ναό, τόνε κάνεις περίπτερο, με γύρω γύρω να παίρνουν μια ανάσα οι πιστοί, και αίθουσες και δωμάτια και αποθήκες, να ’ρχονται να φέρνουν τα χρειαζούμενα, και να σου και το μέρος για τα αναθήματα – αυτό είναι που θέλω να σου πω τόσην ώρα. Προσφορούλες, πραματούλια, το μικρό υστέρημα του καθενός, να κάνει καλά ο θεός αυτό, να φροντίσει εκείνο, να γειάνει το άλλο, ό,τι καημό έχει η κάθε ψυχούλα.
Κι ύστερα επινοείς και τη γραφή και πιάνει ο άλλος κι από κει που την έχεις μόνο για να κρατάς λογαριασμούς και κιτάπια, σκέφτεσαι ότι το θείον, αυτό κι αν είναι λογαριασμός, κι αρχινάς και γράφεις και λεξούλες και φρασούλες στα αναθήματα, να βλέπει ο θεός να νογάει πιο καλύτερα τι ακριβώς θες να πεις και ποιος είσαι, αυτό το κυριότερο, βάνεις και το ονοματάκι σου αποκάτω, ότι για σένα πρόκειται, αχ καημούς που έχουμε οι αθρώποι. Και βάνεις και τον θεό τον αγαπημένο σου, να ξέρει ότι εκείνον είσαι που σκέφτηκες, μη γίνει παρεξήγηση, κι από κείνον περιμένεις εσύ να σε σκεφτεί. Διότι γνωρίζεστε πια, μεταξύ σας είναι το αλισβερίσι, αλλά και είναι η ειδικότητά του το θεματάκι σου – ο καθείς θεός με τον τομέα του, γνωστά αυτά.
Κι έρχονται κάτι τύποι μετά από χιλιάδες χρόνια και τα βρίσκουν αυτά τα πλακάκια, βρίσκουν τα μέρη που σύχναζες και τα ιερά που έχτιζες – τα μέρη είναι τα ίδια, κάθε ιερέας στο ίδιο μέρος πάει και κάνει τη λατρεία της δικής του εποχής, έχουν σημασία τα μέρη και τα ξέρουν όλοι, έρχονται λοιπόν οι άνθρωποι από το μέλλον το μακρινό και σκαλίζουν τα αναθήματα και τις επιγραφές, ό,τι έχει απομείνει, βλέπεις κάθε φορά που άλλαζες γνώμη, άφηνες τα παλιά να ρημάζουν, μη σου πω ότι τα ρήμαζες ο ίδιος, αλλά έτσι είμαστε οι ανθρώποι, αλλάζουμε; έρχονται λοιπόν και σκαλίζουν, κασμαδάκι, σπατουλίτσα, πινελάκι, ε ρε καημός, Δελφοί, λέει, Ολυμπία, Σάμος, Άργος – χιλιάδες τέτοια. Πραματούλια, αγαλματάκια, κοσμηματάκια, κεραμικούλια, μινιατουρίτσες, ένα κομμάτι πανοπλίας, παιχνιδάκια, τριποδάκια, της ψυχής σπαράγματα. Και καταλαβαίνουν αυτοί που τα ψάχνουν ότι σιγά σιγά παύουν να είναι πραματούλια της καθημερινότητας αυτά και γίνονται αντικείμενα κατασκευασμένα ειδικά γι’ αυτή τη δουλειά. Είχες φκιάξει βιομηχανία, μπαγάσα. Σαν σήμερα. Έφτιαχνε ο κατάλληλος μάστορας το κατάλληλο ανάθημα δια την κατάλληλον περίστασιν, και το πήγαινε ο πιστός στον κολλητό του τον θεό και του τ’ άφηνε. Πίνακας – έτσι τα λεν οι αρχαιολόγοι αυτά. Πλάκα. Αναθηματικό ξύλο ή μπρούντζος. Ή τερακότα. Ή μάρμαρο.
Γεμάτη η Αττική, γεμάτη η Ελευσίνα, τι να πρωτοπρολάβουνε που τα ψάχνουνε. Επιζεφύριοι Λοκροί, Κάτω Ιταλία, Λόκρι σήμερα, το Λόκρι που το φυσάει ο Ζέφυρος – από πού μας ήρθε τώρα αυτό θα μου πεις – να, διότι έχουν βρεθεί εκεί ώς κι έξι χιλιάδες τέτοια μαζεμένα. Ακούς! Έλεγε ο Μπέρκερτ, τα ιερά μ’ έναν τρόπο είναι δημόσιοι χώροι για την έκθεση και διατήρηση αναθημάτων. Ακουμπιστήρια. Επιφανής ελληνοθρησκειομυθολόγος αυτός – δεν υπάρχει τέτοια ειδικότητα, μη το γκουγκλάρεις, τη φτιάξαμε για την ανάγκη της κουβέντας. Που έψαχνε τις ελληνικές λατρείες δηλαδή, και τη μυθολογία τη συνοδευτική, κι ανάποδα, τη μυθολογία και τις λατρευτικές εκφάνσεις. Μέγας φιλόσοφος και επιγραφολόγος – και τι δεν ήταν. Κι άμα τον ρώταγες έλεγε ποιος εγώ; φιλόλογος είμαι, που από τα αρχαία ελληνικά κείμενα επιχειρώ να βρω βιολογικές, ψυχολογικές και κοιωνιολογικές εξηγήσεις των θρησκευτικών φαινομένων. Καλό;
Με την Ενθρονισμένη οι εν λόγω πίνακες – ιδίως αυτοί της Ελευσίνας Αυτήν που ερχόταν απ’ τα έγκατα, κι ανέβαινε να καταλάβει ξανά τον θρόνο της μετά το χθόνιο, το χειμερινό το τρίμηνο. Την Κόρη. Της Δήμητρας και του Διός. Τη γυναίκα του Πλούτωνα. Με το όνομα το ζόρικο. Που συμπεραίνει ο Μπέεκ ότι έρχεται από την παλιά μορφή, ποιες γραφές και τι αλφάβητα, αμάρτυρα είναι αυτά, χιλιάδες χρόνια πίσω, προφορικά, το *pr̥so-, λέει, μια ρίζα που οδηγούμαστε να κατασκευάσουμε από το πράσσον, ήδη Ομηρικό, αυτό που και σήμερα πράσο το λέμε, μοσχαράκι με πράσο, αυτό το πράσο, και το porrum, το πράσο το λατινικό – τέλος πάντων εδώ τσακώνονται, σου λέει δανεική λέξη είναι γιατί και το πράσο δανεικό είναι κι όχι γηγενές τής Μεσογείου, πράσο πάντως, συνεννοηθήκαμε, πράσο και porrum, και έρχεται και λέει λοιπόν ο Βάχτερ ότι, παιδιά, να, από κει βγαίνει το πρώτο συνθετικό, *perso-, κοτσάνια, στάχυα δηλαδή δημητριακού, και *gwhen-, κοπανάω και ξανακοπανάω, αλωνίζω δηλαδή. Ο οποίος Βάχτερ, αφού μελετήσει ενδελεχώς τα της Ελευσίνας, που είναι κι απ’ τα καλύτερα, πολύ χάι τέχνη, καταλήγει στο P(h)errophatta, κι από κει στην Persóphatta. Έτσι τη λέγαν. Και Περσέφαττα, λοιπόν, και Περσέφασσα. Αυτή που σήμερα έχει θρονιαστεί στα χείλια μας ως Περσεφόνη.
Που ήτανε και παραγγελιά. Του γαλλικού μινιστέρ ντεζ αφέρ κιλτιρέλ και του φεστιβάλ ντε Περσεπολίς, παραγγελιά στον Γάλλο τον δικό μας, τον Ξενακίς. Θα μας το φκιάξετε για το φεστιβάλ μας, εμ, να σας το φκιάξουμε. Έκατσε ο άνθρωπος κι έγραψε μια παρτιτούρα για έξι κρουστούς, αυτούς τού Στρασβούργου, ο καθένας μπροστά σε πλήρες σετ – άπειρα κρουστά δηλαδή ο καθένας, και τους τοποθέτησε σ’ ένα χεξαγκόν, οτούρ ντι πιμπλίκ, γύρω γύρω στο κοινό, κι έγραψε της περσεφόνης τους στροβιλισμούς, από τα έγκατα προς τα έξω, τις γυροβολιές που πάνε από τον έναν κρουστό στον άλλον, τις μεταμορφώσεις που περνάνε σαν κύματα, και νομίζεις ο ήχος ότι είναι κύκλιος τελετή – τι νομίζεις, είναι! Ξεκινάει ας πούμε μια μουσική σκέψη από ένα σημείο της αίθουσας και πιάνει τη συνέχεια ένα άλλο σημείο και πετιέται και τρίτο κι άλλο κι άλλο, και μιλάν όλα μαζί, σα φούγκα ανεμοστρόβιλος για θεωρία των αριθμών ένα πράμα, και τρέχουν οι κρούσεις το γύρο, έναν γύρο το δευτερόλεπτο φτάνει να τρέχει, ο ένας κρουστός μετά τον άλλον. Άει παίχτο αυτό αν σε παίρνει. Τέτοια παράγγελναν οι Πέρσες το 1969, πριν αλλάξουν γνώμη και το γυρίσουν στα σημερινά τα θεοτικά τους.
Βέβαια Περσέπολις και Persepolis αργότερα, εντάξει, είναι πολύ μεταγενέστερο, ελληνικό, και καμία σχέση με Περσεφόνη και Περσέφασσα. Από τον έκτον αιώνα που την έφτιαξε ο Δαρείος ο Μέγας την είπαν η Περσίς Πόλις, η Πόλις των Περσών. Από το παλιό πέρσικο Parsa, που σχετίζεται με το επίσης περσικό Fars, το εβρέικο Paras, και το αραβικό Faris – αμέ, φαρσί θα πει «περσικά», τα μιλάγαν όλοι οι μορφωμένοι κι έτσι κατέληξε να σημαίνει «καλά». Μιλάει, λέει, τα κινέζικα φαρσί! Περσίς, από την Parśu Māvanī, τη μυθική μάνα των είκοσι περσικών φυλών.
Είπαμε: καμία σχέση με Περσεφόνη οι Πέρσες. Της Αγίας Περσεφόνης όμως σήμερα. Της Πέρσας, της Περσούλας. Ασαφείς αι λεπτομέρειαι του χριστιανικού της βίου. Την μνημονεύει μόνο ο Ιησουίτης ο Delehaye, στην Bibliotheca Hagiographica Graeca. «Μικρὸν θαλαττεύουσα Πέρσα, πρὸς χρόνον, μέγαν πρὸς ὅρμον οὐρανοῦ προσωρμήσω». Αυτό είναι όλο.
Ε, και; Έχει σημασία;
-----------------------------------------------
‣ Beek, Lucien, The development of the Proto-Indo-European syllabic liquids in Greek, 9. Remaning evidence for αρ and ρα.
‣ Burkert, Walter, The Meaning and Function of the Temple in Classical Greece. Fox, Michael V., Temple in Society, Eisenbrauns, 1988.
‣ Karoglou, Kiki, Attic Pinakes. Votive Images in Clay. British Archaeological Reports International Series no.2104 (Oxford 2010).
‣ Wachter, Rudolf, Universität Basel, Persóphatta, Discussion, 2008.
‣ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος, Λεξικό Κυρίων Ονομάτων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 2022.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου