Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Λευκαύγεια

Λευκαυγής, λέει το λεξικό, είναι ο έχων λευκήν λάμψιν. Και λευκαύγεια, νεότερη λέξη, από το λευκό και την αυγή. Όπως ανταύγεια και ανταυγής, αυτός που αντιφεγγίζει, ο ανακλαστικός. Ή φωταύγεια και φωταυγής, ο φωτοβόλος. Ή διαύγεια και διαυγής. 

Η λευκαύγεια έγινε μέγεθος μετρήσιμο: ο λόγος του ποσού φωτός το οποίον ανακλάται επί της επιφανείας ετεροφώτου τινός ουρανίου σώματος, προς το φως το οποίον λαμβάνει τούτο έκ τινος αυτοφώτου σώματος.

Εντάξει. Να το ξεμπλέξουμε. Λευκαύγεια θα πει ένα κλάσμα. Στον αριθμητή βάζεις πόσο φως σού έρχεται στα μάτια αφού ανακλασθεί πάνω στην επιφάνεια του σώματος που κοιτάζεις. Και στον παρονομαστή πόσο φως είχε καταφθάσει σ’ αυτό το σώμα πριν ανακλαστεί και σου ’ρθει εσένα. Πέφτει ο ήλιος σ’ έναν καθρέφτη και όλο το φως μου ’ρχεται και με στραβώνει. Όλο έπεσε, όλο μού ήρθε. Εκατό τα εκατό. Άρα η λευκαύγεια του καθρέφτη είναι εκατό δια εκατό ίσον ένα. Ή πέφτει το φως σε μια μαύρη τρύπα. Που το ρουφάει όλο. Δεν μου έρχεται τίποτε από τα εκατό που πήγαν. Μηδέν δια εκατό, μηδέν η λευκαύγεια της τρύπας.

Και τι με νοιάζει εμένα, θα μου πεις τώρα. Σωστός. Τι να σε νοιάξει. Όμως υπάρχει κόλπο. Εντάξει ο καθρέφτης, εντάξει η μαύρη τρύπα. Αλλά ο κόσμος είναι γεμάτος από πράματα που δεν είναι ούτε καθρέφτες, ούτε μαύρες τρύπες. Ο κόσμος έχει χιόνι, που από τα εκατό που θα πάρει απ’ τον ήλιο, ανάλογα πόσο καθαρό είναι, σου επιστρέφει, μπορεί και τα ογδόντα. Άρα έχει λευκαύγεια 0,8. Το φρεσκοστεγνωμένο, το αλέρωτο μπετόν έχει λευκαύγεια 0,55. Το γρασίδι 0,25. Και η άσφαλτος 0,12.

Και πάλι τι με νοιάζει, θα μου πεις. Σωστός. Αλλά υπάρχει περαιτέρω κόλπο. Τα διάφορα εδάφη, ανάλογα με τη σύστασή τους έχουν άλλη λευκαύγεια. Άλλο άλβεδον, έτσι το λέμε. Από τα λατινικά. Albus ο άσπρος, κι από κει albedo. Όπως torpeo, torpedo, όπως dulcis, dulcedo. Έτσι και albedo. Λευκότητα. Διαφορετικές λευκότητες τα διάφορα πράματα. Το χώμα το γυμνό έχει 0,17. Αλλά η άμμος της ερήμου 0,40. Αρχίζεις να το πιάνεις το υπονοούμενο; Μπα. Επιφυλακτικό σε βλέπω.

Σκέψου ρε φίλε ότι υπάρχει ένα μέρος που δε μπορείς να πας. Ποτέ. Ποτέ των ποτών. Ένα μέρος πολύ μακρινό. Ένας πλανήτης, ρε φίλε. Και σκέψου ότι κάθεσαι και τον κοιτάς. Συνεπαρμένος. Μαγεμένος. Που σε κοιτάει και κείνος απ’ τη σκοτεινιά του ουρανού. Και χάσκεις εσύ. Ε, δε μπαίνεις στον πειρασμό να μετρήσεις από το φως του ήλιου που πέφτει απάνω του, πόσο σού επιστρέφει εσένα; Τι γιατί να το μετρήσεις ρε; Τι λέμε τόσην ώρα; Από το κλάσμα δε θα βγάλεις συμπέρασμα από τι είναι το έδαφος του πλανήτη; Αφού διαφορετικά υλικά έχουν διαφορετικό άλβεδο, δεν καταλαβαίνεις τι λέμε;

Βλέπω αρχίζεις και τσιμπάς. Τι θα πει θα στείλεις σκάφος στον πλανήτη; Πώς θα το στείλεις βρε; Στους κοντινότερους πλανήτες, αν έχεις όχημα που πάει με δεκαπέντε χιλιάδες χιλιόμετρα την ώρα, θες δυο χρόνια να πας και δύο να ’ρθεις. Μήπως τώρα αρχίζεις να το πιάνεις το υπονοούμενο;

Δε θα πας, φίλε. Αυτό είναι το υπονοούμενο. Με συγχωρείς που σ’ το χαλάω, αλλά δε θα πας. Ποτέ. Δε σου φτάνει η ζωή σου για να πας. Κι αν το θέμα ίσως παίζεται για τα ψιλοκοντινά μέρη, για τα λίγο πιο μακρινά μπορείς να το ξεχάσεις τελείως. Δεν προλαβαίνεις να πας και να ’ρθεις. Τι λέω. Ούτε καν να πας προλαβαίνεις.

Όχι, να τα ξεχάσεις αυτά που ξέρεις, θα φτιάξουμε διαστημόπλοια που θα τρέχουν με την ταχύτητα του φωτός και σαχλαμάρες μάντολες. Δεν παίζει αυτό. Πολλή επιστημονική φαντασία διαβάζεις. Τίποτα δε θα φτιάξουμε. Τίποτα που να μπορεί να πάει και να ’ρθεί με όρους που ξέρουμε. Τα άστρα δεν είναι για τον άνθρωπο.

Τι ποιος το λέει αυτό; Κάποιος που ξέρει το λέει. Τα άστρα δεν είναι για τον άνθρωπο. Ο χρόνος του σύμπαντος δεν έχει σχέση με τον χρόνο του ανθρώπου. Το σύμπαν είναι χρόνος καθαυτό. Δεν έχει χρόνο. Είναι χρόνος. Δε μπορεί ο άνθρωπος να κάνει κάτι μ’ αυτό.

Φυσικά. Τώρα αρχίζεις και το πιάνεις. Φυσικά και δεν πρόκειται να πας πουθενά. Άντε καμιά Θεσσαλονίκη, καμιά Κούλουρη, το πολύ. Κολιάτσου Παγκράτι. Αλλά όλα τ’ άλλα μπορείς να τα ξεχάσεις. Δεν πρόκειται να πας ποτέ.

Α γεια σου. Ήρθες στα λόγια μου. Ακριβώς. Ποτέ. Οπότε απλώς κοιτάς. Τι θα πει κοιτώ; Περιμένω ήσυχα να μου ’ρθει φως που ταξιδεύει, αυτό θα πει. Από μακριά. Βλέπω και υποθέτω. Και μετρώ. Τόσο φως μού απέστειλε, άρα αυτός είναι σκεπασμένος με σύννεφα. Κι ο άλλος με πάγο. Ο άλλος με τέτοιο πέτρωμα. Μετρώ και ξαναμετρώ. Εμφανίζεται τις τάδε και τάδε ώρες και κάνει τόσην ώρα να πάει από δω ώς εκεί στον ουρανό. Και πιάνεις τους υπολογισμούς. Τόσο τρέχει αυτός, τόσο περιστρέφομαι εγώ, άρα μάλλον είναι τόσο μακριά μου. Οπότε μετράς και πόση διάμετρο έχει. Και πόσο γρήγορα γυρίζει γύρω από τον Ήλιο. Και πόσο γρήγορα γυρίζει γύρω από την πάρτη του.

Τόση απόσταση στο περιήλιο και τόση στο αφήλιο. Τόση κλίση ο άξονας. Τέτοια ώρα περνάει από το τάδε μέρος και τέτοια από το δείνα. Απόλυτο μέγεθος τάδε και σχετικό τάδε. Περίοδος περιφοράς τόση. Τροχιές, ιστορίες, κακό. Είδες που σε ξέρω; Το ’ξερα ότι θα καθόσουν να του τα μετρήσεις όλα τα πάντα. Να τον φαντάζεσαι. Να τον κοιτάς. Να τον φωτογραφίζεις. Να τον μελετάς. Αλλά κυρίως το πρώτο: να τον φαντάζεσαι.

Μες την ησυχία. Μέσα στο τίποτα. Ή μπας και δεν είναι τίποτα; Μπας και είναι κάτι; Έχουν ουσία τα σκοτάδια που μελετάς. Έχουν ύλη. Φάσματα. Χρώματα. Μήκη. Ύλη οι κόσμοι που κοιτάς και ύλη αυτό που μεσολαβεί. Είναι πράμα όλο μαζί αυτό – και το κενό ύλη είναι. Κι ο χρόνος μαζί. Πράμα. Και μάλιστα μετρημένο. Με αναλογίες, με αριθμούς, με τα όλα του. Οπότε, άμα έχει αριθμούς έχει και ήχους, έτσι δεν είναι; Ήχους ψηλούς, ήχους βαθείς, ήχους που συνδυάζονται. Που ανεβαίνουν, κατεβαίνουν. Που συμφωνούν και διαφωνούν. Που περιπλέκονται. Πώς ν’ ακούγεται αυτό που γυρίζει γύρω από κείνο, και πώς ακούγεται το άλλο το μακρινό; Αρμονίες και φυγές. Επιστροφές και κλεισίματα, και νέα περάσματα. Σύμπαν, λέμε.

Το ’ξερα ότι θα τσιμπήσεις. Τώρα; Τι τώρα; Τι θα πει να πας; Πήγες ήδη. Πήγες και τώρα βλέπεις και ξέρεις. Πήγες κι ήρθες – δεν πήγες; Πήγες, ήρθες και θα ξαναπάς. Βλέπεις πώς γίνεται; Φυσικά και είναι για τον άνθρωπο τα άστρα. Αλλά όχι με τον τρόπο που νομίζει.

Βρίσκεσαι ήδη στον Άλφα των Στιβάδων και κατηφορίζεις προς τις Πύλες των Ορέων, πέρα από τους αρχαίους μύθους και τους Άραβες αστρονόμους. Θα τους βρεις όλους εκεί, και θα τον βρεις κι εκείνον που σώπαινε. Που αφουγκραζόταν. Εκεί πάμε όλοι.

Πάντα πηγαίναμε. Πηγαίναμε κι ερχόμαστε. Το λέει και το τραγούδι.










Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.