Δεύτελάβε, τεεφώς, εκτουαανεσπέ, ρουφωτόοος.
Αυτά είναι τα προβλήματα. Καλύτερα να μην ξέρεις ελληνικά, να σαι ξέρω ’γω Αμερικάνος, Γερμανός, ό,τι να ’ναι. Και να τα μαθαίνεις τα ελληνικά εξ αρχής, ξένη γλώσσα, κι όχι τα ελληνικά της καφετέριας και της καλημέρας – να μαθαίνεις τα ελληνικά των εβδομήκοντα. Να μάθεις τι θα πει δεύτε και να μην το μπλέκεις – να ξέρεις ότι θα πει εδώ! εδώ! πάρτε φως! αυτό που στον ενικό είναι δεύρο! δεύρο έξω! εδώ! έξω! Ένα εδώ αρχαίο, που είναι δεύρο για έναν και δεύτε για πολλούς.
Δεύτε λάβετε φως, και πας εσύ εκεί που σου λέει αυτός και παίρνεις φως, και πάει από κερί σε κερί το φως, εκ του ανεσπέρου φωτός, που δεν δύει, το φως το για πάντα, φορέβερ, που δεν έχει εσπέρα, *we- και *kʷsep-, από κει και οι βέσπερς, οι εσπερινοί, άμα είσαι Αμερικάνος το ξέρεις, την κάνεις τη σύνδεση, βέσπερς, και Ρώσος άμα είσαι, βετσέρνια, θέλω να πω μακριά δεν είσαι αλλά ούτε και μητρική σου είναι να παγιδεύεσαι να νομίζεις ότι ξέρεις. Ξέρεις ότι δεν τα ξέρεις, οπότε στρώνεσαι να μάθεις τι είναι αυτά που ακούς.
Ψυχρίτσα στην πλατεία, ψυχρίτσα πασχαλινή, το ’χουμε στο μεταξύ αναλύσει στα διάφορα γκρουπ τα γλωσσικά, πρέπει να λέμε πασχαλινή ή πρέπει να λέμε αναστάσιμη; καλό πάσχα ή καλή ανάσταση; τι είναι το σωστό από τα δύο; δουλειά δεν είχε ο διάολος, λες κι η γλώσσα περιμένει τον κάθε πληκτροφόρο να αποφασίσει τι είναι το σωστό, ποια ετυμηγορία θα βγάλει, και να τον υπακούσει – παίρνουμε από ’να πληκτρολόγιο ο καθείς και γράφουμε, και χάνουμε την επαφή, δεν ξέρουμε ποια ευχή να πούμε. Ανοίγουμε τα λεξικά, μήπως και βρούμε το σωστό. Ό,τι να ’ναι.
Κόσμος πολύς, μιλάμε φίσκα η πλατεία, κι έχουνε βάλει και κάτι μαδέρια, ηχητικαί εγκαταστάσεις, δίπλα το βανάκι, κάτι ηχεία θηρία, και είναι πάνω στην εξέδρα οι παπάδες με τα άμφια τα άσπρα και τα χρυσαφιά, χαρά γαρ, και μέσα στην εκκλησία χαρά, πάει η χτεσινή κορδέλα η μοβίλα που κρεμόταν απ’ τον πολυέλαιο τον γιγαντιαίο, σήμερα κρέμεται λευκή με κόκκινες άκρες, αστραφτερή, χθες εκρεμάτο επί ξύλου αλλά σήμερα τα πράματα είναι αλλιώς, όπου να ’ναι συντελείται αυτό που ξέρεις, συντελείται η γνωστή έκπληξη, που μένεις με το στόμα ανοιχτό, η έκπληξη η οικεία, η δικιά μας έκπληξη.
Μόδα είναι το μπλε το σκούρο το κουστούμι με το μπεζουλί τα παπούτσια, έτσι το βλέπει ο άλλος, ότι πάνε αυτά. Μπεζουλί και καφελί, κι κείνο το σκατί το ξεθωριστί, σα μελιτζανί πατημενί με χώμα στον ήλιο. Και κάτι παπούτσια νούμερο σαραντατέσσερο και η μύτη να φεύγει μπροστά, κι ας είναι το ποδαράκι σαρανταδύο, η μαούνα θέμε να ’χει μήκος, να εξέχει. Κι ελβιέλα φοράμε, και αθλητικό, με άσπρους κατάλευκους πάτους, σήμερα το πήραμε, απάτητο, αυτή είναι η άλλη μόδα, το παπουτσάκι το αθλητικοειδές με τις φτέρνες που εξέχουν προς τα πίσω και την καλτσούλα την κοντή, σα να μη φοράς καθόλου, που είναι έξω ο αστράγαλος κι αερίζεται.
Στην αναμονή λοιπόν, κι οι παπάδες να ψέλνουν, κι όπου να ’ναι θα πλακώσουν τα μπαμ μπουμ, νάτο, τι ’τανε να το πω, χριστόοσα, νέεστη εεκ νεεκρών, θανάατω, θάανατομπα, τήηηησααασκαι, της εν της μνήμαση, ζωωήν, χαρισάαμενο, ος, έτσι το λένε το τραγούδι αυτό, χριστόοσα, νέεστη και λοιπά, ξανά και ξανά, πεντακόσες φορές, να το εμπεδώσουμε, και βαράνε οι καμπάνες σαν τρελές κι αρχινάν τα βαρελότα, μπαμ μπουμ, ανάστα ο κύριος, είδες; απ’ τη ζωή βγαλμένο, και γίνεται ο ουρανός φωτιά – μπαμ άγριο, και να τρομάζουν τα σκυλάκια στα μπαλκόνια, και να πλακώνουμε, αχ αμάν πια, τι φταίνε τα καημένα τα σκυλάκια, γιατί τα ζώα τα δίποδα αμολάν πυροτεχνήματα και την πληρώνουν τα σκυλάκια που δεν είναι ζώα, και πρέπει να απαγορευτούν τα ζώα – ξες τι σκέφτομαι καμιά φορά, πες πες, πού ξέρεις, μπορεί και ν’ απαγορευτεί ο πόλεμος, ας πούμε, για να μην τρομάζουν τα ζώα με τις κανονιές, κατάλαβες; οπότε κάτι θα ’ναι κι αυτό, και πρόοδο το λες.
Και γίνεται της κακομοίρας και βροντά το σύμπαν, και σκάει και καμιά κοντινή που σου φαίνεται κοντινή αλλά δεν είναι, απλώς χέζεσαι και μαζεύεσαι, αει σιχτίρ, και στο μεταξύ οι παπάδες τα μαζεύουν κι εκείνοι και μπαίνουν στην εκκλησιά, και μαζί κι ο κόσμος, όσοι δεν το ’βαλαν στα πόδια να κατηφορίσουν για μαγειρίτσα, κωστούλη τ’ αυγούλι σου, μένει κόσμος πίσω αρκετός, και μπαίνουν όλοι εντός, πιάνουνε να κάτσουν κι αρχινάει το πράμα να κυλάει, πες τα χρυσόστομε, κι αυτό απ’ τη ζωή βγαλμένο, μια κάθονται, μια σηκώνονται, όλοι μαζί, λες κι είναι συνεννοημένοι, μωρέ να δεις που είναι συνεννοημένοι, άμα πει λέξεις κλειδιά, ας πούμε, η θεοτόκος, μπαμ, σηκώνονται όλοι μαζί και σταυροκοπιόνται, μετά περνάει λίγη ώρα και ξεχνιούνται, ξανακάθονται ένας ένας, ώσπου να ’τον ο παπάς από τα δεξιά τού ιερού στον διάδρομο με το θυμιατό, μπαπ, όλοι όρθιοι να τους θυμιατίσει, να κάνει τη γύρα της εκκλησιάς, σκυφτός ο άλλος να πάρει λιγάκι ευχούλα, κατάφωτη η εκκλησιά, αυτές τις μπούκλες στα μαλλιά πώς τις φιξάρουν τα κορίτσια, τραβάνε πρώτα το μαλλί όλο πίσω, λες και είναι της ενόργανης η άλλη, δεν περσεύει ούτε τρίχα, όλο τραβηγμένο στην εντέλεια, και στα δυο πλάγια αφήνει δυο ποταμάκια μαλλί να κατέρχονται, μπουκλωτά, εκεί που οι άντρες έχουνε φαβορίτες, αυτές κατεβαίνει μια γιρλάντα μαλλάκι, μια από δω, μια από κει, ένα πράμα ελατηριοειδές, σαν τιρμπουσόν, ζεσταμένο, να στέκεται, κι απολήγει κάπου κάτω απ’ τ’ αυτί, παράλληλο με το σκουλαρίκι το κρεμαστό, και το νυχάκι άπαιχτο – πρέπει να ’χει προχωρήσει πολύ το πράμα, μιλάμε νύχι βαρύ και γερό σαν αητοί, τρεις στρώσεις βερνίκι, και κάνα πόντο τουλάχιστον μακρύτερο απ’ το δάχτυλο.
Καλά, το ’ξερες πως αυτοί που φτιάχνουν τεχνολογία, οθόνες αφής, σιγά μη φτιάχνουν αφής, ξέρουν αυτοί, τις οθόνες αυτές δεν τις δουλεύουνε κορίτσια; πώς δε τις δουλεύουνε, νυχάκι δηλαδή, και τις φτιάχνουν να το παίρνουν είδηση το νύχι, και τη μύτη του στιλό, άμα πας σε κάνα φωτοτυπικό και δεις την κοπέλα, ποια αφή, τικ τοκ τα νύχια πάνω στην οθονίτσα, και το μηχάνημα καταλαβαίνει μια χαρά ρε φίλε! καταλαβαίνει τις νυχιές, μάλιστα!
Ωπ να ’τον πάλι με το θυμιατό αυτός, να πάλι όλοι συνεννοημένοι σηκώνονται, σα σύνθημα ένα πράμα, άμα το βλέπουν να ανεβοκατεβαίνει το κουδουνιστό αυτό με τις αλυσίδες, ντύσιμο μιλάμε, όλες τους, αυτή με φουστίτσα διάφανη, πάλι καλά που από κάποιο ύψος και πάνω φοράει κι ένα αδιαφανές από μέσα, πάλι καλά, και καλσόν μαύρο – άβυσσος η ψυχή, ψάχνεις κάποιον για πάντα κι έτσι που ντύνεσαι μόνο γι’ απόψε ό,τι κάτσει, το για πάντα θέλει άλλο ντύσιμο.
Αλλά αυτά βλέπουν οι διανοούμενοι και φιλοσοφιάζονται, αναρωτιόταν ο άλλος, πώς πάνε έτσι στην εκκλησία, αυτοί δεν είναι χριστιανοί, είναι ό,τι να ’ναι, δεν είναι πίστη αυτό, να γίνει ο ξεχωριζμός εκκλησίας κράτους επιτέλους, να ησυχάσουμε, να διαχωριστεί το εθνικό από το θρησκευτικό – μιλάμε τόση σύγχυση μόνο διανοούμενος μπορεί να την πάθει – και τι σου λέει εσένα ρε μεγάλε ότι νογάς ποιος εξ αυτών πιστεύει και τι πιστεύει, κι από πού το καταλαβαίνεις, επειδή έρχεται η άλλη στην εκκλησιά με γόβα ψηλοτάκουνη; έτσι πιστεύει αυτή φίλε, δια της γόβας της ψηλοτάκουνης πιστεύει, από πού κι ως πού ξέρεις εσύ καλύτερα; τι είσαι, ο ετάζων νεφρούς και καρδίας; μου ’λεγε ένας δικός μου τις προάλλες βλέπω τον κάθε υποκριτή, λέει, περνάει έξω από την εκκλησία και κάνει το σταυρό του και μετά πάει και κλέβει στο ζύγι – και ποιος σου λέει εσένα ρε μήτσο ότι χριστιανός είναι αυτός που δεν κλέβει στο ζύγι, και τι σου λέει ότι άμα κλέψεις στο ζύγι δεν πιάνει ο σταυρός που κάνεις; πού ξέρεις εσύ τι γίνεται στο σύμπαν κάθε φορά που ένας κλέφτης κάνει το σταυρό του; ε; ξέρεις; από πού το ξέρεις μωρέ μορφωμένε;
Οὐκοῦν εἰσέλθετε πάντες εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου ὑμῶν˙ καί πρῶτοι καί δεύτεροι τόν μισθόν ἀπολαύετε. Σταμάτα να σκέφτεσαι, κάνει κακό, δεν το βλέπεις; Και δος του χτυπάει ένα κινητό – όλα περιλαμβάνονται, και τα κινητά που έμειναν ανοιχτά, και ο άλλος που πληκτρολογεί στο μέσεντζερ, επείγον, και το παλιόπαιδο που το αμολήσανε και ροβολάει πάνω κάτω στον διάδρομο, χαθήκαν οι γονείς και δεν τα μαζεύουν πια, κάθονται και τα παρακολουθούν κατάπληκτοι και χάσκοντες! έτρεξε! α! έκλαψε! α! έκλασε! α! ο μικρός αυτοκράτωρ! κι αυτό περιλαμβάνεται στη σύνθεση, το μικρό που ξελυσσάει. Όλα μέρος του όλου. Μνήσθητί μου!
Χριστός ανέστη εκ νεκρών και της εν της μνήμαση ζωή χαρισάμενη θα περάσουμε. Μια χαρά και δυο τρομάρες θα πάμε. Ο ἅδης επικράνθη˙ καί γάρ κατηργήθη. Κι αγριεύει το πράμα γιατί αυτά δεν είναι παίξε γέλασε – ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐνεπαίχθη. Τ’ ακούς; Τ’ ακούω να λες. Όξω τέρας. Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐνεκρώθη. Τον πήρε και τον σήκωσε, κι η εκκλησία βοά. Εκκλησία, το ’ξερες; δεν είναι το κτήριο. Είναι η μάζωξη. Εκκαλώ. Συμμαζεύω. Η συμμάζωξη. Να, γι’ αυτό σου λέω: αν ήσαν Αμερικάνος θα ’ταν πολύ πιο εύκολο. Θ’ άκουγες εκκλησία και θα ’ξερες τι θα πει, αφού δε θα ’ξερες τι θα πει εκκλησία σήμερα να τα μπερδεύεις.
Ἐπικράνθη˙ καί γάρ καθηρέθη. Βέβαια. Εκ του καθαιρώ. Γκρεμίζω. Θανάτω θάνατον. Πατήσια. Και νην και αείν. Κι αυτό απ’ τη ζωή. Χρήστο, γρήγορα, μην κοιμάσαι, κράτα τα πρόσφορα, αλλού τον έχει τον νου του το παπαδοπαίδι με την καλαθούνα, κι είν’ κι αξύριστος, τις γκόμενες κοιτάζει. Νεκτάριε, δε φεύγεις μετά, περιμένεις, έχω να σου πω. Χρήστο, εδώ που σου λέω! Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐδεσμεύθη. Με βία. Με ένταση.
Και πού ξέρεις εσύ ρε σπουδαγμένε τι γίνεται μέσα στην ψυχή τού καθενός και ποιος πιστεύει τι; Πού το ξέρεις; Αλλά θα σου πω πού την πατάς. Γιατί έχεις ψηθεί ότι εσύ δεν πιστεύεις. Ότι εξαιρείσαι. Λες πίστη κι εννοείς την κατάφαση, και δεν το πιάνεις ότι και το δικό σου πίστη είναι, απλώς εσύ πιστεύεις ότι δεν. Και καλά κάνεις. Μαζί σου. Κουβέντα θα κάνουμε; Αλλά όχι πως δεν πιστεύεις. Γαμώ τα διπλώματά μου και την παραμόρφωσή μου. Όποιος δεν πιστεύει τίποτα είναι στο ψυχιατρείο μεγάλε. Έχει καταρρεύσει. Δεν το διαλαλεί στο φέισμπουκ, δεν πιστεύω, δεν πιστεύω, να παίρνει λάικ και καρδούλες.
Ποῦ σου, ἅδη, τό νῖκος; Εδώ να σ’ έχω μασκαρά. Ἀνέστη Χριστός καί σύ καταβέβλησαι. Άτιμε. Ἀνέστη Χριστός καί πεπτώκασι δαίμονες. Κουφάλες. Ἀνέστη Χριστός καί χαίρουσιν ἄγγελοι. Έτσι παν αυτά. Απογειώνονται. Βήμα το βήμα. Ἀνέστη Χριστός, καί ζωή πολιτεύεται. Γι’ αυτό σου λέω: άμα ήσουνα Ρώσος δε θα ήξερες τι λέμε σήμερα πολιτεύομαι, αλλά θα ’ξερες ότι αυτό εδώ το πολιτεύομαι θα πει κυβερνώ: αναστήθηκε ο Χριστός κι η ζωή κυβερνά! Είναι κράτος. Χριστός γάρ ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο. Απαρχή, δηλαδή πρότυπο. Ότι να τι θα γίνει με τους κεκοιμημένοι: θα εγερθούν.
Κατάλαβες; Άμα ήμασταν ξένοι δε θα νομίζαμε ότι ξέρουμε τι ακούμε και θα κόβαμε τον λαιμό μας να κατανοήσουμε. Οπότε κάτι θα συνέβαινε – δε μπορεί. Δε θα κοιμόμασταν ήσυχοι. Και δε θα ήμασταν εκτός θέματος. Δε θα γράφαμε ανάρτηση Μέγα Σάββατο, νυχτιάτικα, για τα καημένα τ’ αρνάκια που δεν τα λυπιώνται οι αθρώποι και τα σφάζει η βάρβαρη η θρησκεία.
Λίγο ξένοι να ’μασταν και να μην ήταν αυτά δικά μας, θα ξέραμε τι πα να πούνε. Θα δεχόμασταν, θα απορρίπταμε, έτερον εκάτερον. Θα ξέραμε όμως.
Λίγο ξένοι να ’μασταν και θα ’μασταν λιγότερο ξένοι με το θέμα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου