Ꙋ имэ Отьца и Сина и Свэтаго Дꙋха. Ου ίμε Ότσα ι Σίνα ι Σβέταγκο Ντούχα, έτσι διαβάζεται αυτό.
Οτς είναι ο πατέρας – στις σλαβογλώσσες έρχεται από κάτι σαν *otьcь, και γίνεται, για παράδειγμα, ατέτς (отец) στα ρώσικα, όιτσετς (ojciec) στα πολωνικά και οτέτς (otec) στα τσέχικα. Πώς και δεν έχει σχέση με τα πατήρ και pater και father; Εμ, δεν έχει γιατί οτς είναι μωρουδίστικα. Χαϊδευτικό. Ανάλογο του ρώσικου τιάτια (тятя). Ακούγεται περίεργο και μακρινό; Καθόλου. Ρωτάει ο Τηλέμαχος: παππούλη, από πού μας ήρθε ο ξένος; ἄττα, πόθεν τοι ξεῖνος ὅδ᾽ ἵκετο; ἄττα, παππούλη, πατερούλη. Ο τάτης. Ο τατάκης. Στον Ξενόπουλο ο παπάκης.
Και σιν ο γιός. Αυτό το σιν το ’χουμε ξανακούσει – son αγγλικά και Sohn γερμανικά. Αρχαία ρίζα, πρωτοϊνδοευρωπαϊκή, *suHnús. Θες να πάθεις μια έκπληξη; Και υιός που λέμε εμείς, κι αυτό απ’ το *suHnús εκπορεύεται. Κάνεις το σίγμα δασεία, κι όπως από το *septḿ̥ βγάζεις και septem και επτά, έτσι κι απ’ το *suHnús βγάζεις sunu στα παλιά αγγλικά, αλλά και υιός στα ελληνικά.
Σβετ είναι το άγιο. Λέξη με μεγάλη διαδρομή και πολλές απολήξεις. Από ένα πρωτοϊνδοευρωπαϊκό *k’uen-to-, γιορτάζω, τιμώ, πανηγυρίζω. Με ρίζες και κλαδιά μπερδεμένα, που σημαίνουν μεγάλωμα, ευδοκίμηση, γιορτή, άνθιση, γονιμότητα, λευκότητα, ευτυχία, ιερότητα. Όλα αυτά μαζί. Κυρίως αυτά. Σβετλάνα, η Φωτεινή. Και η Αγνή. Σβέτα στα χίντι η Λευκή.
Και ντουχ το πνεύμα. Κι η πνοή. Από πού κρατάει η σκούφια του; Από το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό *dʰews-, αναπνέω. Αν και μοιάζει, όχι, δε σχετίζεται ούτε με το deus, ούτε με το θεός, ούτε αυτά τα δύο σχετίζονται μεταξύ τους. Αυτό που βρίσκουμε σήμερα στα αγγλικά βγαλμένο από την ίδια ρίζα, από το *dʰews-, είναι το dose: λαγοκοιμάμαι.
Ου ίμε Ότσα ι Σίνα ι Σβέτογκα Ντούχα. Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Όλα έτσι αρχίζουν, μ’ αυτήν την επίκληση. Λειτουργίες, προσευχές – η αρχή του παντός. Για να συνεννοούμεθα. Για να είμεθα προειδοποιημένοι τι θ’ ακολουθήσει. Αλλά κάτι έχει προηγηθεί, έτσι δεν είναι; Τι ακριβώς; Μεγάλη ιστορία.
Ήταν ένα σχετικά ήσυχο πρωινό στο Μέγα Παλάτιον της Κωνσταντινούπολης. Σχετικά ήσυχο, λέμε, γιατί ήσυχο και Παλάτιον είναι έννοιες ασύμβατες. Κόσμος, κλητήρες, αξιωματούχοι, υποθέσεις του κράτους, της κακομοίρας. Μέσα σ’ όλα, χτυπάει λοιπόν το τηλέφωνο. Και ποιος είναι στη γραμμή; ο Ραστισλάβος της Μεγάλης Μοραβίας. Velká Morava. Κεντρική Ευρώπη. Ένα πράμα με μέρη από τη σημερινή Τσεχία, τη Σλοβακία, τη Γερμανία, την Ουκρανία, την Πολωνία, τη Σερβία – πάρε να ’χεις. Μέγας Αυτοκράτωρ αυτός ο Ραστισλάβος, ο μετέπειτα Άγιος Ραστισλάβος, κολλητός του Λουδοβίκου τού Γερμανού – τι κολλητός δηλαδή, πες υποτελής να συνεννοούμεθα.
Εξ ου και δεν τα ’βρισκε με τους Φράγκους και με τον Λουδοβίκο του ο Ραστισλάβος, πολύ στενεμένος αισθανόταν και πεδικλωμένος και σου λέει κορέους θα πιάσουμε, κάτσε να το κάνουμε αλλιώς εμείς το σύστημά μας, παίρνει λοιπόν και ζητάει τον Μιχαήλ Γ΄. Τι μου κάνεις, πώς σε βρίσκω, πώς πάει το Βασίλειο, ρε συ Μιχαήλ, εμείς που τον έχουμε αποτινάξει τον παγανισμό, και τα κάνουμε πια όλα ωραία και χριστιανικά, είμεθα ολίγον ακαθοδήγητοι βρε αδελφέ, δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις, ρε παιδί μου ούτε βιβλία να μελετήσουμε, ούτε να λειτουργηθούμε, ούτε κάναν άνθρωπο να μας τα πει στη γλώσσα μας, να τα εξετάζουμε τα θέματα, να παίρνουμε τις αποφάσεις τις σωστές, άσε που έχουμε κι άλλες χώρες που μας ρωτάνε και δεν ξέρουμε τι να τους απαντήσουμε, δεν ξέρω αν με εννοείς, μήπως θα μπορούσες – πώς δεν σε εννοώ, τον έκοψε ο άλλος, σε εννοώ και πολύ μάλιστα αδελφέ μου, στάσου μια στιγμή γιατί μ’ έχεις πιάσει στη μέση μια σύσκεψη, σε παίρνω μόλις τελειώσω, ναι, φίλε μου, όποτε ευκολυνθείς. Και κλείσαν.
Τον κοίταζε η κοπέλα τον Μιχαήλ, καλέ ποια σύσκεψη, σκέφτηκε, αλλά, κορίτσι πράμα είχε αρκετό μυαλό να μη ρωτήσει καμιά ηλιθιότητα, ντύσου και φύγε, της είπε αυτός, έπεσε δουλειά. Αμ πώς δεν καταλάβαινε τι ήθελε ο Ραστισλάβος. Άκου λέει. Χρυσή ευκαιρία. Αν τα ’κανε σωστά τα πράματα, την πορεία τού κόσμου θα άλλαζε. Αυτοί εκεί, όχι κείμενα και καθοδήγηση δεν είχαν, ούτε νόμισμα δεν είχαν ακόμη. Καλά καλά ούτε φόρους δε μπορούσαν να μαζέψουν. Χρυσή ευκαιρία, λέμε. Αρκεί μόνο να τα κάνει σωστά. Πάρτε μου τον Πατριάρχη.
Δεν περνάει ένα λεπτό, να ο Φώτιος στο τηλέφωνο. Τι κάνετε; Καλά; Να σας πάρω σε δυο λεπτά γιατί είμαι σε σύσκεψη; Τα παίρνει ο Μιχαήλ στο κρανίο, να τ’ αφήσεις αυτά που ξέρεις, τώρα πρέπει να μιλήσουμε. Άμεσα. Αυτό το δευτερόλεπτο! Μαζεύτηκε ο άλλος, δεν τον είχε ξανακούσει έτσι τον Αυτοκράτορα, αναστατωμένο, μάλιστα Μεγαλειότατε, άκου να δεις, το και το. Μη σ’ ανησυχεί, Βασιλέα μου. Γι’ αυτό σκας; Ξέρω τι πρέπει να κάνουμε.
Είχε έναν μαθηταρά ο Φώτιος στο Πανεπιστήμιο, στη Μαγναύρα, έναν Κωνσταντίνο, Θεσσαλονικιό, αυτός είχε σπουδάσει γεωμετρία και αστρονομία, και φιλοσοφία και διαλεκτική και ρητορική, και μουσική, και τι δεν είχε σπουδάσει, αστέρι μιλάμε, κι είχε κι έναν αδελφό αυτός ο Κωνσταντίνος, τον Μιχαήλ, άλλο στιλ αυτός, τελείως, τύπος μάνατζερ, να πούμε, ήτανε του πραχτικού, ήδη διοικητής τής Θεσσαλίας τότε. Τύποι άσχετοι αλλά ντουέτο αχτύπητο. Στέλνει εσεμές ο Φώτιος, σας θέλω.
Θεσσαλονικοί λέμε, ξέρεις τώρα, δεύτερη πρωτεύουσα, πολύς σλαβόκοσμος, ατέλειωτος, οπότε ξέραν και σλαβικά οι δυο τους, πήγαινε η γλώσσα τους ροδάνι, κι εβρέικα ξέραν κι αραβικά και συριακά, έτσι δείχνουν τα χαρτιά και οι μελέτες μας, τέρατα γνώσεως, όλα τα ξέραν τελοσπάντων, και τους εξηγεί ο Φώτιος το σχέδιο, το και το, σας χρειάζεται το Κράτος. Μάλιστα. Πες το κι έγινε.
Και κάθονται παρακαλώ και φκιάνουν γράμματα – καλά κι ωραία τα σλαβικά αλλά να φκιάσουμε και γραφή να συνεννοούμαστε, να ξέρουμε τι λέμε, έτσι δεν είναι; πώς θα γίνεται; ότι γράμματα δεν ξέρω και με πιάνουν κλάματα; Καταστρώνουν λοιπόν αλφάβητο, γλαγολιτικό το λέμε σήμερα, γκλαγκόλιτσα, ορίστε, ⰃⰎⰀⰃⰑⰎⰉⰜⰀ, που θα πει λέξη, θα πει εκφορά. Και κατέληξε να σημαίνει Λειτουργία. Θεία Λειτουργία.
Και ταυτόχρονα εκπαιδεύουν κι ένα τσούρμο βοηθούς, μιλάμε για μεγάλο πρότζεκτ, τίποτε δεν αφήσαν στην τύχη, ένα χρόνο γινόταν αυτή η δουλειά, από το 862 ώς το 863, ετοιμάζαν τα στελέχη να μπορούν να χειριστούν την κατάσταση. Και πιάνουν και μεταφράζουν τα κείμενα τα άγια τα καλά στα σλαβικά και τα γράφουν σ’ αυτήν τη γραφή την καινούρια, τη γκλαγκόλιτσα – και σιγά που θα σταματούσαν στα ιερά κείμενα. Ό,τι θες γράψαν, καινούριο κοσκινάκι μου, γράφαν τα χαρτιά του κράτους, γράψαν νόμους – έναν πρώτο Σλαβικό Αστικό Κώδικα συνέταξαν, και φτιάξαν και Ακαδημία και εκπαιδεύανε κι άλλο κόσμο – είχαν πια εγκατασταθεί στη Μεγάλη Μοραβία και γράφαν τα πάντα, αυτοί και οι μαθητές τους.
Αντιδράσανε βέβαια οι Φράγκοι γιατί χάναν τις επιρροές τους, έγινε τις κακομοίρας, πολιτικές, κόλπα, ισορροπίες με τη Ρώμη και τους Πάπες, θα χάσουμε τη μπάλα τώρα, μην αναφερθούμε στα πάντα που επακολούθησαν, βλέπεις υπήρχε και νομοθεσία, αυτό πού το πας, ότι μόνο λατινικά και ελληνικά να γίνεται η Λειτουργία, δεν επιτρέπονταν άλλες γλώσσες, ακολούθησε το μέγα μπουρδούκλωμα, ίντριγκες, κακό, τέλος πάντων η ουσία όμως εγκαταστάθηκε: πας Σλάβος βρήκε κι ακούμπησε πάνω σε μια γραφή συγκεκριμένη και πήρε άλλο δρόμο η ιστορία.
Κι όταν, μετά τον θάνατο των δύο αδελφών η κατάσταση άρχισε να στριμώχνει αγρίως με τον Πάπα Στέφανο Ε΄, οι μαθητές τους κατέφυγαν στη Βουλγαρική Αυτοκρατορία. Καλώς τα παιδιά, είπαν οι Βούλγαροι, ο Τσάρος Συμεών ο Μέγας, και τους ανέθεσαν να φτιάξουν θεολογικές σχολές. Μάλιστα. Και τότε ήταν που είπαν αυτοί, κάτσε, καλή και άγια η γραφή μας αλλά να κάνουμε και κάτι βελτιωσούλες που χρειάζονται, κι ήρθαν και τ’ άλλαξαν τα γράμματα και τα στρογγύλεψαν, πιο κοντινά στα ελληνικά εκείνου του καιρού, κι έτσι προέκυψε νέο αλφάβητο, το κυριλλικό, έτσι το λέμε σήμερα και τσακώνονται οι σλαβολόγοι, τι και πώς έγινε ακριβώς, στη Μεγάλη Πρεσλάβα τη δεύτερη πρωτεύουσα του Πρώτου Βουλγαρικού Βασιλείου, μετά την Πλίσκα, τέτοια φιλοξενία και τέτοια σημασία οι Βούλγαροι, κι από κει εξαπλώθηκε αυτό το αλφάβητο στο ανατολικό σλαβικό σύμπαν, παντού, μέχρι και τα ρουμάνικα, που δεν είναι σλάβικα, και τα ρουμάνικα γράφονταν έτσι για κάτι αιώνες – ούτε αυτή τη συζήτηση ν’ ανοίξουμε, γίναν μεταρρυθμίσεις επί μεταρρυθμίσεων, του κόσμου οι αλλαγές, στο τέλος όμως της γραφής σήμερα διακόσια πενήντα εκατομμύρια κόσμος, δεν είναι όλοι Σλάβοι, αλλά αυτή τη γραφή γράφουνε και μ’ αυτήν συνεννοούνται.
Κυριλλικά. Από σαράντα κύματα, παλιότερα και νεότερα γράμματα, κι από πλήθος αλλαγές – σταματάει η γλώσσα να μείνει ακίνητη; Δε σταματάει. Και περάσαν τα χρόνια, περάσαν οι αιώνες, η παλιά γλώσσα της εκκλησίας, η Παλαιά Εκκλησιαστική Σλαβονική, η словѣньскъ ѩзꙑкъ μεταρρυθμίστηκε κι αυτή, γράφτηκαν του κόσμου τα νέα χειρόγραφα, αλλάξαν κανόνες, εκσυγχρονίστηκαν γραμματικές, η Νέα πλέον Εκκλησιαστική Σλαβική πήρε τα πάνω της, μετά ήρθε η τυπογραφία και γέμισε ο τόπος βιβλία, τα γράμματα τυποποιήθηκαν, μεγάλη αλλαγή αυτή, γίναν στάνταρ, τα σχήματά τους παγιώθηκαν, κι ύστερα ήρθε και η σειρά τού έθνους - κράτους, κι αφού η γλώσσα πλέον γινόταν συστατικό της εθνικής ταυτότητας, έμπαινε και το αίτημα για τυποποίησή της και για γλωσσική ομοιογένεια. Και γιατί, κύριε, άλλα να γράφουμε κι άλλα να προφέρουμε, μπήκαν και τέτοια ζητήματα, να και οι απλοποιήσεις του Κάρατζιτς στη Σερβία, να ο Μπόγκοροβ στη Βουλγαρία, ορίστε και η μεταρρύθμιση τού 1918 στη Σοβιετική Ρωσία, εν πάση περιπτώσει ήρθε η κυριλλική γραφή και τυποποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό, έτσι που όταν πια κατέφθασαν οι προσωπικοί υπολογιστές, τον προηγούμενο αιώνα, βρήκαν την κατάσταση σχετικά εύκολη.
Εύκολη; Είπαμε: σχετικά. Γιατί τότε τα κομπιούτερ μπορούσαν να χειριστούν έναν πίνακα λίγων συμβόλων, 128 όλα κι όλα για την ακρίβεια, οπότε πάρε το λατινικό αλφάβητο, μικρά και κεφαλαία, βάλε αριθμούς, βάλε σημεία στίξης, βάλε και μερικά σύμβολα για αλλαγή γραμμής, παραγράφου κ.λπ. και πού βρισκόμαστε; Χώρος τέλος. Αν θέλετε να γράψετε κυριλλικά σε πληκτρολόγιο κύριοι, πρέπει να κάνετε μαϊμουδιές. Πατέντες. Άστα να πάνε. Αλλά αυτά στους υπολογιστές ευτυχώς δεν κρατάν αιώνες. Τα πράματα τρέχουν ιλιγγιωδώς. Μετ’ ου πολύ, ο πίνακας αυτός είχε γίνει 256 θέσεων, οπότε μπορούσε κανείς να έχει το βασικό λατινικό του και μαζί κι ένα σετ χαρακτήρων από την ιδιαίτερη γλώσσα του, και κάπως μπαλωνόταν το πράμα. Κι έρχεται ένα πρωί και σου φτιάνει η βιομηχανία έναν τέτοιον πίνακα με 65.536 θέσεις! Τι ήθελες και δεν το είχες. Υπήρχε χώρος άφθονος, να χωρέσει κάθε γράμμα που έχει επινοήσει ο άνθρωπος. Οπότε πάρε γλαγολιτικό, πάρε παλιό κυριλλικό, πάρε εκσυγχρονισμένο κυριλλικό, πάρε τα ειδικά κυριλλικά με χαρακτήρες από άλλες γλώσσες, μη σλαβικές, πάρε ό,τι θες. Και σήμερα μπορούμε να γράφουμε ελληνικά, λατινικά, κυριλλικά κάθε μορφής, και όχι μόνο. Όλα από το ίδιο πληκτρολόγιο, όλα στην ίδια σελίδα.
Κωνσταντίνος και Μιχαήλ. Δυο τύποι από τη Θεσσαλονίκη που φτιάξαν γράμματα για έναν ολόκληρο γλωσσικό κόσμο. Ο θρύλος θέλει τον Κωνσταντίνο να βαφτίζεται Κύριλλος λίγο πριν πεθάνει, και τον Μιχαήλ να γίνεται μοναχός Μεθόδιος, αυτός πολύ πριν τον θάνατο του Κυρίλλου που έφυγε πρώτος.
Ερίζουν οι άνθρωποι για πάρτη τους, όχι ήσαντε Σλάβοι, μπα, ήσαντε Βούλγαροι, όχι, είναι φανερό, ήσαντε Έλληνες. Λες κι έχει συστατικά το αίμα και ξεχωρίζεις από πού είσαι. Οι δυο τους ήταν παιδιά ενός πολιτισμού. Της χιλιόχρονης αυτοκρατορίας όπου οι άνθρωποι μιλούσαν ελληνικά, ήταν χριστιανοί και αυτοαποκαλούνταν Ρωμαίοι.
Κυρίλλου και Μεθοδίου, των Αγίων.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου