Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Οὐκ εἰμί







Λέγει οὖν ἡ παιδίσκη ἡ θυρωρὸς τῷ Πέτρῳ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῶν μαθητῶν εἶ τοῦ ἀνθρώπου τούτου; 

Τέτοιο ενδιαφέρον η μικρή; Αν ήταν κι αυτός απ’ τους μαθητές του; Αυτό την έκοφτε; Όχι βέβαια. Αν πάει για σφαγή – αυτή ήταν η ερώτηση. Τα ζάρια είχαν ριχτεί κι η θάλασσα λυσσομανούσε. Κι εσύ για θάνατο; Αυτή ήταν η ερώτηση.

Λέγει ἐκεῖνος· οὐκ εἰμί. Σκοτεινή στιγμή. Να κερδίσεις χρόνο. Ποιος απαντάει ναι σε τέτοια ερώτηση; Ποιος καταφάσκει;

Ὁ οὖν ἀρχιερεὺς ἠρώτησε τὸν Ἰησοῦν περὶ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ καὶ περὶ τῆς διδαχῆς αὐτοῦ. Και του είπε ο Ιησούς, ἐγὼ παῤῥησίᾳ ἐλάλησα τῷ κόσμῳ· [...] καὶ ἐν κρυπτῷ ἐλάλησα οὐδέν. τί με ἐπερωτᾷς; Και τον κοίταζε ο άλλος και το ’χασε για μια στιγμή – δεν το πήγαινε το πράμα εκεί που ήθελε. Οπότε εἷς τῶν ὑπηρετῶν παρεστηκὼς ἔδωκε ῥάπισμα τῷ Ἰησοῦ εἰπών· οὕτως ἀποκρίνῃ τῷ ἀρχιερεῖ; Ορίστε μας.

Έτσι γίνεται σ’ αυτές τις περιστάσεις. Η αλήθεια εισπράττεται ως αυθάδεια και τιμωρείται. Γιατί άλλο ζητείται – όχι η αλήθεια. Άλλος είναι ο σκοπός της ερώτησης. Κι αφού η απάντηση δεν βοηθά να πάει εκεί που πρέπει να πάει το ζήτημα, ο καιρός αγριεύει. Αυτή τη δουλειά θα κάνουμε;

Άφοβος εκείνος: εἰ κακῶς ἐλάλησα, μαρτύρησον περὶ τοῦ κακοῦ· εἰ δὲ καλῶς, τί με δέρεις; Είδε λοιπόν ο Άννας ότι το πράμα μπορεί και να εκτροχιαστεί. Συζήτηση θα ανοίγαμε; Οπότε τον ἀπέστειλεν [...] δεδεμένον πρὸς Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα. Να μη χαθεί η στιγμή – στη βράση κολλάει το σίδερο – να πάμε παρακάτω χωρίς πολλά πολλά.

Ἦν δὲ Σίμων Πέτρος ἑστὼς καὶ θερμαινόμενος. Όρθιος και ζεσταινόταν. Είχαν φτιάξει ανθρακιά οι δούλοι και οι υπηρέτες, ὅτι ψῦχος ἦν, καὶ ἐθερμαίνοντο. Κι αγωνιζόταν κι αυτός να συνέλθει. Και του την ξαναλένε, καλά ρε, μὴ καὶ σὺ ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶ;

Τώρα; Τι γίνεται τώρα; Και ἠρνήσατο οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· οὐκ εἰμί. Έτσι παν αυτά· οὐκ εἰμί. Σαν να σε ρωτάνε, αμνός κι εσύ; Σαν τον άλλο; Και επιμένει εἷς ἐκ τῶν δούλων τοῦ ἀρχιερέως, ρε φίλε, οὐκ ἐγώ σε εἶδον ἐν τῷ κήπῳ μετ᾿ αὐτοῦ;

Πάλιν οὖν ἠρνήσατο ὁ Πέτρος. Από ένα σημείο και μετά δεν έχεις και δεύτερες σκέψεις. Η άρνηση εγκαθίσταται – παύει να είναι άρνηση και γίνεται αλήθεια. Θέση. Γίνεται ασφάλεια. Σε κρατά προσωρινά εκτός κινδύνου – αυτό είναι το ζωτικό εκείνη τη στιγμή. Για λίγο χρόνο, δηλαδή, όσο χρειάζεται για να λησμονήσεις. Να ξεχαστεί ο ζόφος και ο φόβος. Να μείνει η αγριάδα εκτός.

Για λίγη ελεήμονα ώρα θα πρέπει τα πράματα να ησυχάσουν, έστω με ένα ψεύδος που ξεχνάς ότι είναι ψεύδος. Έστω κι έτσι. Για λίγη ώρα. Ελάχιστη. Όση χρειάζεσαι. Κι όση χρειάζεται για να γίνουν οι συγκρίσεις. Πώς να αστράψει η λευκότητα του ενός, αν δεν οικονομηθεί η παρουσία ενός σπίλου δια του άλλου; Πρέπει για μια στιγμή κάποιος να αρνηθεί. Ώστε και να ξεχωρίσει ποιος είναι ο αμνός, αλλά και να γίνει και η δεύτερη θυσία: κάποιος να πει εκείνο που κι εμείς θα λέγαμε, ώστε να μην το πούμε εμείς.

Αλλά και δε μπορείς ν’ αφήσεις εκεί το ζήτημα. Μ’ έναν αμνό να σύρεται στη σφαγή και τον άλλον να λέει εκείνο που κι εσύ θα ’λεγες. Μπορείς; Πρέπει κάτι να κάνεις.

Καὶ εὐθέως ἀλέκτωρ ἐφώνησεν.






Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.