Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Θεμιστοκλέους



Ο άγιος θεμιστοκλέους είναι από τους πλέον σημαντικότερους μάρτυρες της ελληνικής ιδιοπροσωπίας.

Πρόκειται στην πραγματικότητα για λατίνο, θεμιστοκλέους, θεμιστοκλέοντος – τα εις -ους λατινικά και η εξ αυτών μαγεία. Αργκεντέους, φλαμέους, φερουγκινέους, τι γλώσσα κύριε, άλεα γιάκτα εστ, ρεγγίνα ρόσας άματ και αγκρίκολα αγκρικολάρουμ. Η λατινική ουσία της ελληνικής, θριαμβεύσασα απ’ όταν οι ρωμαίοι κυβέρνησαν τον κόσμο με τον σταυρό στο μέτωπο, και ποιος είδε έκτοτε τον καππαδόκη και δεν τον εφοβήθηκε.

Πίσω όμως στον θεμιστοκλέους. Αυτός ήτο πανούργος άγιος, κατάφερε δηλαδή και εξεγέλασε τον πέρσην βασιλέα και του απέστειλε τον σικίνου, μιαν οδόν εις την κυψέλη, κι επήγε λοιπόν ο σικίνου και του είπε μεγάλε βασιλέα μου, αυτοί τρέμουν από τον φόβον τους και ετοιμάζονται να την κοπανήσουν, σπεύδε να τους εγκλωβίζεις.

Έτσι είναι οι πλάνες της ανθρωπότητος, όλες απεικονίσεις του φαντασιακού των θυμάτων τους είναι – μόνο δηλαδή όταν έχεις καλά κρυμμένες βουλήσεις και βαθιά ριζωμένες σφαλερές βεβαιώσεις, μόνο έτσι υπάρχει περίπτωση να γελαστείς. Μια φαντασίωση που δραματοποιείται είναι η πλάνη, συνήθως πνιγμένη στο αίμα.

Σκώθηκε λοιπόν ο πέρσης και μάζεψε τους κωπηλάτους και τους εξουθένωσε, τραβάτε να τους αποκλείσουμε, νύκτωρ να πλεύσωμε στα στενά να τους δείξωμε. Έτσι το ’στησε ο πανούργος ο άγιος και γι’ αυτό τον εορτάζουμε σήμερα, τον θεμιστοκλέους, γιατί τους έφερε να τους κλείσει και να τους παίξει με τη δική του τη σειρά, ένας ένας θα εμβαίνετε, κουρασμένοι κι αποκαρδιωμένοι, θα μπαίνετε αναμονή, κἀγώ θα σας πετσοκόφτω, έτσι το σκέφτηκε ο όσιος.

Αλλά το παιχνίδι δεν παίχτηκε μόνο εκεί. Ο θεμιστοκλέους ήταν μαζί και τσόρτσιλ και τούμπαλιν. Ήταν δηλαδή ο μόνος που έκατσε και σκέφτηκε τις εκατόν πενήντα αιτίες να πολεμήσει το εκκλησίασμα. Δεν ήταν απλώς ο στρατηγός να τροχονομεί την κυκλοφορία. Όχι. Ήταν και συγγραφέας και εμψυχωτής, που λένε στα πάρτι τα παιδιά – και το σενάριο έγραφε και έκανε και τη σκηνοθεσία, και τους εντύπωνε στη σκέψη και παίζαν όλοι με τη δικιά τους βούληση, λες και το ’χαν σκεφτεί οι ίδιοι. Με ψυχή. Αυτός κι ο τσόρτσιλ. Εκεί που όλος ο κόσμος είχε γείρει από τη μία κι η θέληση φιλούσε το έρεβος – τι μακεδόνες, τι θηβαίοι, τι πουρκουάδες, ε, αυτοί οι δυο εγύρισαν το μέσα έξω: όχι έτσι. Αλλιώς.

Με μετάβαση εορτάζεται η αγιότης, ένα από δω ώς εκεί είναι, κι αυτός επέρασε από το ηλιοστάσιο κι εβγήκε στην αντίπερα όχθη, εκεί που περιμέναν οι γυναίκες αυτούς που εμβόλιζαν οι άντρες στη θάλασσα, τους περίμεναν αυτές καθώς ξεβράζονταν και τους βγάζαν τα μάτια με τις πόρπες τους – στη φούχτα η πόρπη, στο χέρι το κοριτσίστικο, τα μαλλιά λυτά κι ο χιτώνας πώς να κρατηθεί, γυμνό βυζί κρουστό λεμόνι και ρόγα φίλημα, κι ύστερα ο πόνος ο οξύς, η αστραπή και το σκοτάδι. Και τέλος.

Έτσι που λες ο θεμιστοκλέους. Τα ανδραγαθήματα τα κάνουν θρύλοι και γι’ αυτό μετά τους εορτάζεις εις τον αιώνα, διέρχονται από τις πύλες του σκότους κι αρχινάει η μέρα μεγαλώνει κι η νύχτα και μικραίνει, κι αρχίζουν οι ώρες και μετράν ανάποδα, τόσα σου χρωστούσα, τόσα σου δίνω, τόσα κάνει να παίρνεις. Λογιστική. Κι από φοινικά σκαλίσματα γινήκαν αλφαβήτα κανονική, τους άτιμους, κι αρχίσαν να κρατάνε τα δεφτέρια, χρωστούμενα μαζί και τραγούδια, και έπη, κάτσε και κατέγραφε, καταλεπτώς και προσοχή, να μείνουν για πάντα στο μνημονικό μην τύχει και ξεχαστούμε.

Η αρχή της λήθης είναι ο θεμιστοκλέους – αφού έτσι είναι που παντρεύεται την ιουλιανή του. Μάρτυρες μαρτύρων, αμάρτυρες γραφές και θραύσματα στη γλώσσα – γράφε συ κι ό,τι γράφει δεν ξεγράφει, τι νόμισες πως βρήκες; τρόπο να παλέψεις την ξεχασιά; και τι κατάφερες ωρέ; την αιώνια λήθη. Τα θυμάσαι πια τα έπη απ’ έξω; Όχι βέβαια. Τα ’γραψες καταλεπτώς και πια δεν τραγουδείς. Είδες τι σου λέω;

Έκτοτε ο θεμιστοκλεους και η ιουλιανή την χορεύουν κάθε εικοσιμία τού εσχάτου, ότι αυτός έσεται πρώτος, και τυλιχθήσονται όλα στο φως και στην ελπίδα, οι μέρες που γεννιούνται οι θεοί, το φως που πώς να βλέπεις πλήρως, μόνο να υποθέτεις, εκ της ενεργείας του, καθώς ο κόσμος αλλάζει ρότα, θα τους πολεμήσουμε στις παραλίες, θα τους πολεμήσουμε παντού, αυτή είναι η διαφορά, ένα πείσμα την κάνει, εκ του συγκρητισμού που όλα διέπουν όλα, μια θέληση τα διαπερνά κι όλα παίρνουν νόημα αλλιώς

Ένα τίποτα, αυτό είναι όλο, ένα τίποτα, κι αυτό τον γυρνάει τον κόσμο. Ανάμεσά μας είναι που κυκλοφορούν οι θεότητες.










Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...