Βροχή πέφτουν εσχάτως τα ερωτήματα: μήπως δεν είναι σωστό να μιλάμε για άναμμα χριστουγεννιάτικου δέντρου; αφού μόνο τα λαμπάκια ανάβουμε! Μήπως το καλή επιτυχία είναι πλεονασμός; αφού δεν υπάρχει κακή επιτυχία. Γιατί λέμε έλα στη θέση μου; θέλουμε να παραχωρήσουμε τη θέση μας; Και τι πάει να πει φυσάει έξω; είναι κανείς έξω και φυσάει;
Ε, λοιπόν, συμφωνώ και επαυξάνω. Κατ’ αρχάς, δε θα την έλεγα βροχή. Δε βρέχεσαι. Ούτε πέφτουν τα ερωτήματα. Πώς πέφτουν δηλαδή, και πού; Τι πάει να πει βροχή από ερωτήματα;
Προσωπικώς δεν ασχολούμαι. Όλη μέρα κάθομαι στο γραφείο μου. Εντάξει, άβολο να κάθεσαι πάνω σ’ ένα γραφείο. Αλλά βλέπω τηλεόραση. Δεν την ανάβω, βέβαια, να πιάσουμε καμιά φωτιά. Και είμαι καλά. Δεν πετώ απ’ τη χαρά μου —έχω υψοφοβία— αλλά είναι όλα μια χαρά. Καμιά φορά και δύο και τρεις, και πολλές χαρές, πάμπολλες. Ώσπου χάνω τον λογαριασμό και φωνάζω το γκαρσόνι και μου τον ξαναφέρνει.
Έχω κάτι θεματάκια είναι η αλήθεια. Αλλά και ποιος δεν έχει. Ας πούμε, εγώ δεν μεθώ από ευτυχία γιατί προκαλεί εθισμό. Ούτε πλησιάζω καύσιμα με το βλέμμα μου το σπινθηροβόλο. Τι να κάνω; Την καρδιά μου πέτρα, θα μου πεις. Ναι, αλλά ο καρδιολόγος μου δεν καταλαβαίνει. Έκανα το στήθος μάρμαρο και την καρδιά πατάτα, και μου συνέστησε να δω ψυχίατρο. Σιγά ρε μεγάλε. Από πότε κοιτάς ψυχίατρο και γίνεσαι καλά δηλαδή;
Περίεργο όμως. Έτσι μου είπε κι η γυναίκα μου όταν θέλησα να χωρίσουμε. Βλέπεις, καλή, γλυκιά, αλλά πλέον έχω σάκχαρο. Γνωρίζω έναν καλό ψυχίατρο, έτσι μου είπε. Όμορφη, κορμί λαμπάδα. Της κακοφαίνεται που την ανάβω την Ανάσταση. Ποιος είναι τώρα ο μουρλός; Όχι, πες μου.
Εγώ είμαι απλώς κυριολεκτικός τύπος και μιλώ μια γλώσσα κυριολεκτική. Όταν, που λέγαμε, ανάβει το δέντρο τα Χριστούγεννα, εγώ καλώ αμέσως την Πυροσβεστική. Όταν πέφτει ο πυρετός περιμένω υπομονετικά ν’ ακούσω τον γδούπο και μόνο ύστερα κοιμάμαι. Και ποτέ βαριά, μη σπάσει το κρεβάτι. Σ’ όποιον δεν τρώγεται, ρίχνω αλατάκι. Αν πέσεις έξω, σε ξαναβάζω μέσα. Κι όταν όλα γίνουν σκατά, τα μαζεύω αμέσως μην τα πατήσει κάνας χριστιανός.
Εντάξει, η αλήθεια είναι ότι με παρακολουθεί ψυχίατρος, αλλά τον παρακολουθώ κι εγώ, τον καργιόλη. Έχω εγώ ράμματα για τη γούνα του. Πού θα πάει; Θα τη φορέσει.
Είπαμε: είμαι ένας τύπος κυριολεκτικός. Αναμφίβολος. Άσφαλτος. Δεν παίζω με τις λέξεις, να μην παίζουν κι εκείνες μαζί μου. Τηρούμε τας αποστάσεις. Φυλάω τα ρούχα μου και τα ’χω όλα. Και παίρνω και τα χάπια μου ανελλιπώς και τα ξαναφήνω εκεί που τα βρήκα.
Είμαι ένας μικρός κομπιούτερ. Ένας τέλειος γκουγκλ.
Είμαι η απόλυτη μηχανή.
Ατόφια να είναι κάθε φορά η συνέχεια για την καρδιά, Κωσταντίνε!
ΑπάντησηΔιαγραφή